Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ισραήλ έχει χρησιμοποιήσει την τακτική των στοχευμένων φόνων σε περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ηγέτες του θεώρησαν ότι εξοντώνοντας έναν καθορισμένο στόχο στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, είναι ηθικό και νόμιμο να τεθούν σε κίνδυνο ζωές αθώων πολιτών. Πιστεύουν ότι είναι ένα «απαραίτητο κακό».

Ads

Η χρήση, από το Ισραήλ, της δολοφονίας ως στρατιωτικού εργαλείου δεν προέκυψε τυχαία. Προέρχεται από τις ρίζες του σιωνιστικού κινήματος, από το τραύμα του Ολοκαυτώματος και από την αίσθηση των Ισραηλινών ότι η χώρα τους κινδυνεύει συνεχώς από τον «αφανισμό» και πως δεν μπορεί να προστρέξει σε κανέναν για βοήθεια, καθώς είναι περικυκλωμένη από αραβικά κράτη. Έτσι το Ισραήλ ανέπτυξε μια άκρως αποτελεσματική μηχανή και κατά πολλούς την καλύτερη υπηρεσία πληροφοριών στον κόσμο, μια ισχυρή, κρατική δολοφονική μηχανή. Η ιστορία αυτής της μηχανής έφτασε σε σημαντικές επιτυχίες, μέσα όμως και από μεγάλες και αιματηρές αποτυχίες.

Ο εφιάλτης

Το πρωί της 21ης Ιουλίου του 1962, οι Ισραηλινοί ξύπνησαν στον χειρότερο εφιάλτη τους: Οι αιγυπτιακές εφημερίδες πανηγύριζαν για την επιτυχή δοκιμή τεσσάρων υπερσύγχρονων πυραύλων εδάφους – εδάφους (Cruise), οι οποίοι, όπως ανακοινώθηκε, «προορίζονταν να ανοίξουν τις πύλες της ελευθερίας για τους Άραβες» και «να ανακαταλάβουν την πατρίδα που αρπάχτηκε και προσαρτήθηκε ως τμήμα των ιμπεριαλιστικών και σιωνιστικών οικοπέδων».

Ads

Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Ισραηλινοί έμαθαν ότι μια ομάδα Γερμανών επιστημόνων είχε διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των πυραύλων. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει 17 χρόνια νωρίτερα και ξαφνικά τα τραύματα του Ολοκαυτώματος, που παρέπεμπαν στις εικόνες Γερμανών επιστημόνων με στολές ναζί, έδωσαν τη θέση τους σε μια νέα και διαφορετική υπαρξιακή απειλή: Όπλα μαζικής καταστροφής στα χέρια του νέου μεγάλου εχθρού του Ισραήλ, του Νάσερ, τον οποίο οι Ισραηλινοί θεωρούσαν ως τον Χίτλερ της Μέσης Ανατολής. Οι Γερμανοί επιστήμονες που ανέπτυξαν τους αιγυπτιακούς πυραύλους δεν ήταν κάποιοι «σκοτεινοί» τεχνικοί. Ήταν μερικοί από τους ανώτερους μηχανικούς του ναζιστικού καθεστώτος, άνθρωποι που είχαν δουλέψει κατά τη διάρκεια του πολέμου στην ερευνητική βάση του Πεενεμούντε, μια χερσόνησο στην ακτή της Βαλτικής, όπου αναπτύχθηκαν τα πιο προηγμένα όπλα του Τρίτου Ράιχ. 

Η Μοσάντ, η μυστική υπηρεσία του Ισραήλ, η οποία δημιουργήθηκε λίγο μετά το σχηματισμό του κράτους του Ισραήλ το 1948, τέθηκε σε κατάσταση υψίστης ετοιμότητας και διεξήγαγε μια εξαιρετικά μυστική έρευνα για την υπόθεση. Ισραηλινοί πράκτορες «έσπαγαν» τις πρεσβείες και τα προξενεία της Αιγύπτου σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να φωτογραφίσουν έγγραφα. Προσέλαβαν επίσης έναν Ελβετό υπάλληλο στο γραφείο της Egypt Air στην Ζυρίχη, μια εταιρεία που κατά καιρούς λειτουργούσε ως «βιτρίνα» των υπηρεσιών πληροφοριών του Νάσερ, ο οποίος τους έδωσε τη δυνατότητα να παίρνουν  τους ταχυδρομικούς σάκους τη νύχτα, δύο φορές την εβδομάδα, σε ένα ασφαλές σπίτι, να τους μελετούν και να τους ξανακλείνουν δίχως να αφήνουν σημάδια παραβίασης, επιστρέφοντάς τους στο γραφείο της αεροπορικής εταιρείας. Σύντομα, η Μοσάντ είχε μια πρώτη αντίληψη για το τι σχεδιάζει το Κάιρο.

Το αιγυπτιακό σχέδιο είχε εκπονηθεί από διεθνώς γνωστούς Γερμανούς επιστήμονες, τον Εβγκεν Σάνγκερ, τον Βόλφγκανγκ Πιλτζ, τον Πολ Γκόρκε και τον Χάιντς Κρουγκ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι εν λόγω επιστήμονες ήταν βασικά στελέχη στο Κέντρο Έρευνας Στρατού της Πεενεμούντε, όπου ανέπτυσσαν τα νέα οπλικά τους συστήματα οι ναζί. Το 1954, προσχώρησαν στο Ινστιτούτο Έρευνας Φυσικής των Προωθητικών Αεριωθούμενων Μηχανών, στην Στουτγκάρδη. Ο Σάνγκερ ήταν επικεφαλής αυτού του επίλεκτου σώματος, ενώ ο Πιλτζ και οι δύο άλλοι ειδικοί βετεράνοι της Βέρμαχτ, ο Πολ Γκόρκε και ο Χάιντς Κρουγκ, ήταν επικεφαλής τμημάτων.

Η εν λόγω ομάδα, αισθάνθηκε «ρηγμένη» στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία, προσέγγισε το αιγυπτιακό καθεστώς το 1959 και προσφέρθηκε να συγκροτήσει και να καθοδηγήσει μια ομάδα επιστημόνων για την ανάπτυξη πυραύλων εδάφους – εδάφους, μεγάλου βεληνεκούς. Ο Νάσερ συμφώνησε και όρισε έναν από τους στενότερους στρατιωτικούς του συμβούλους, τον στρατηγό Ισμάμ αλ Ντιν Μαχμούντ Χαλίλ, πρώην διευθυντή της υπηρεσίας πληροφοριών της αεροπορίας και αρχηγό του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης του αιγυπτιακού στρατού, να συντονίσει το πρόγραμμα. Ο Χαλίλ δημιούργησε μια χωριστή, από τον υπόλοιπο αιγυπτιακό στρατό, υποδομή για τους Γερμανούς επιστήμονες, που έφτασαν πρώτη φορά στην Αίγυπτο για επίσκεψη τον Απρίλιο του 1960. Στα τέλη του 1961, οι Σάνγκερ, Πιλτζ και Γκόρκε εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και προσέλαβαν ακόμη περίπου 35 έμπειρους Γερμανούς επιστήμονες και τεχνικούς. Ο Κρουγκ παρέμεινε στη Γερμανία, όπου ίδρυσε μια εταιρεία με την επωνυμία Intra Commercial, η οποία ήταν η ευρωπαϊκή «βιτρίνα» του σχεδίου.

Σχεδόν την στιγμή που η Μοσάντ αποκτούσε μια πρώτη ευκρινή εικόνα της κατάστασης, έφθασαν κι άλλα κακά νέα. Στις 16 Αυγούστου 1962 στα χέρια των Ισραηλινών έπεσε ένα έγγραφο, το οποίο είχε συνταχθεί από τον Πιλτζ και περιλάμβανε κατάλογο αγοράς υλικών, αφήνοντας να εννοηθεί πως ο πραγματικός στόχος των Αιγυπτίων ήταν να οπλίσουν τους πυραύλους με ραδιενεργές και χημικές κεφαλές. Για να προχωρήσει όμως το σχέδιο μαζικής παραγωγής, οι Γερμανοί επιστήμονες ήταν απαραίτητοι. Χωρίς αυτούς, το πρόγραμμα θα κατέρρεε. 

image
Ο Ισερ Χάρελ

«Θα σας τελειώσουμε»

Το σχέδιο του επικεφαλής της Μοσάντ, Ισερ Χάρελ ήταν προφανές: Να απαγάγει ή να εξοντώσει τους Γερμανούς. Όλα ξεκίνησαν με την παρακολούθηση και την προσέγγιση του Κρουγκ. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1962, ένας άνθρωπος που συστήθηκε ως Σαλέχ Κάχερ τηλεφώνησε στο σπίτι του Κρουγκ στο Μόναχο. Είπε ότι μιλούσε εκ μέρους του συνταγματάρχη Σαϊντ Ναντίμ, βοηθό του Χαλίλ, και ότι ο Ναντίμ έπρεπε να συναντηθεί με τον Κρουγκ αμέσως. Ο Κρουγκ δεν είδε τίποτα το ασυνήθιστο και αποδέχθηκε την πρόσκληση. Την επόμενη μέρα πήγε στα γραφεία της Intra για να πάρει τον Κρουγκ και να τον πάει να συναντήσει τον Ναντίμ σε μια βίλα έξω από την πόλη. 

Οι δύο έφτασαν στο σπίτι όπου ο Κρουγκ πίστευε ότι τον περίμενε ο Ναντίμ. Αντί γι’ αυτόν όμως, βρίσκονταν τρεις πράκτορες της Μοσάντ που τον εξουδετέρωσαν και τον μετέφεραν μυστικά στο Ισραήλ σε μυστική εγκατάσταση. Μετά από σκληρή ανάκριση αποκάλυψε όλες τις οργανωτικές και διοικητικές λεπτομέρειες του σχεδίου των πυραύλων. Παρ’ ότι ο ίδιος προσφέρθηκε να παίξει το ρόλο του διπλού πράκτορα, ο Κρουγκ δεν τους ήταν πλέον χρήσιμος και έτσι η Μοσάντ αποφάσισε να τον εκτελέση σε ένα ερημικό σημείο βόρεια του Τελ Αβίβ. Στη συνέχεια ένα αεροπλάνο πήρε το πτώμα και το πέταξε στη θάλασσα.

Ποιος μπορεί να σκοτώσει περισσότερους Γερμανούς;

Η επιτυχία της επιχείρησης Κρουγκ ώθησε την ισραηλινή κυβέρνηση να εγκρίνει πιο στοχευμένες επιχειρήσεις εξόντωσης. Εξουσιοδότησε την στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (AMAN) να χρησιμοποιήσει τη Μονάδα 188, μια μυστική δομή που εγκαθιστούσε Ισραηλινούς στρατιωτικούς υπό κάλυψη σε εχθρικές χώρες. Έτσι ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο υπηρεσίες (Μοσάντ και Μονάδα 188) για το ποια θα σκοτώσει περισσότερους Γερμανούς.

Ο Γιοσέφ Γιαρίβ, επικεφαλής της Μονάδας 188, αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος να εξοντωθούν οι Γερμανοί επιστήμονες θα ήταν να χρησιμοποιήσουν επιστολές και δέματα – βόμβες. Η αρχή έγινε με τον Αλόις Μπρούνερ, έναν ναζί ο οποίος ήταν αναπληρωτής του Αντολφ Αϊχμαν και υπηρέτησε ως διοικητής στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Γαλλία, στέλνοντας 130.000 Εβραίους στον θάνατο. Η Μονάδα 188 τον εντόπισε στη Δαμασκό της Συρίας, όπου ζούσε οχτώ χρόνια υπό άλλο όνομα. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1962, ο Μπρούνερ έλαβε έναν μεγάλο φάκελο στη Δαμασκό. Ανατινάχθηκε μόλις τον άνοιξε. Υπέστη βαριά εγκαύματα στο πρόσωπο και έχασε το αριστερό μάτι του, αλλά επέζησε.

image
Ο Χάιντζ Κρουγκ

Παρά την αποτυχία η Μονάδα 188 αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο εναντίον και των Γερμανών επιστημόνων που εργάζονταν στο πυραυλικό πρόγραμμα της Αιγύπτου. Η  Μοσάντ και η Μονάδα 188 αποφάσισαν να μπουν τη νύχτα στα γραφεία της Egypt Air στη Ζυρίχη, όπου συγκεντρώνονταν οι φάκελοι, και προχώρησαν στην τοποθέτηση των παγιδευμένων φακέλων. 

Οι Ισραηλινοί είχαν επιλέξει τον Πιλτζ ως πρωταρχικό στόχο. Εκμεταλλευόμενοι τη διαδικασία διαζυγίου του, παγίδευσαν έναν φάκελο ο οποίος υποτίθεται ότι είχε αποστολέα τον δικηγόρο της εν διαστάσει συζύγου του. Ο Πιλτζ συζούσε με τη γραμματέα του, Ανελόρε Βέντε, αλλά οι Ισραηλινοί βασίζονταν στο ότι η Βέντε δεν θα άνοιγε έναν τόσο προσωπικό φάκελο. ‘Εκαναν λάθος. Η Βέντε παρέλαβε τον φάκελο στις 27 Νοεμβρίου και τον άνοιξε. Από την έκρηξη έχασε μερικά δάχτυλα, το ένα μάτι της και μερικά δόντια. Οι αιγυπτιακές αρχές κατάλαβαν τι συνέβαινε και χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ εντόπισαν τους υπόλοιπους παγιδευμένους φακέλους. Η ισραηλινή επιχείρηση με τα δέματα βόμβες είχε αποτύχει παταγωδώς. 

Μετά την αποτυχία οι Ισραηλινοί επέστρεψαν στις παραδοσιακές μεθόδους. Ο επόμενος στόχος στη λίστα του επικεφαλής της Μοσάντ ήταν ο Χανς Κλάινβάχτερ και το εργαστήριό του στη δυτικογερμανική πόλη, Λορχ, στο οποίο αναπτυσσόταν το σύστημα πλοήγησης των πυραύλων. Μια μονάδα της Μοσάντ τον εντόπισε, μόνο του, καθ΄ οδόν, από το Λορχ προς την Βασιλεία της Ελβετίας. ‘Εγινε ανταλλαγή πυροβολισμών, αλλά η επιχείρηση επίσης απέτυχε και ο στόχος κατάφερε να ξεφύγει.

image

Το τέλος του Χάρελ από την ηγεσία της Μοσάντ συνδέεται με το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου της υπηρεσίας, η οποία έπρεπε πλέον να αλλάξει προσανατολισμό. Για δεκαετίες μεγάλο μέρος της ηγεσίας του Ισραήλ δεν πίστευε ότι η μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν μια «νέα» και «διαφορετική» χώρα από τη ναζιστική που ηττήθηκε στον πόλεμο. Περισσότερο μετριοπαθείς ανώτεροι και ανώτατοι παράγοντες του Ισραήλ, όπως ο Πέρες αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, διαφωνούσαν με αυτήν την προσέγγιση που υποστήριζε θερμά ο Χάρελ. Ο λόγος δεν ήταν ιδεολογικός, αλλά απόλυτα πρακτικός: Σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να παράσχουν στο Ισραήλ όλη τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που ζητούσε, το νεοσύστατο κράτος δεν μπορούσε, όπως υποστήριζαν, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που λάμβανε από τη Δυτική Γερμανία.

Όπως με όλες τις εμμονές, έτσι και αυτή του Χάρελ, τέλειωσε αυτοκαταστροφικά. Η εκστρατεία παραπληροφόρησης που ξεκίνησε εναντίον της Γερμανίας επέδρασε αρνητικά, σε πολιτικό επίπεδο, στον πρωθυπουργό Μπεν Γκουριόν, ο οποίος τον Μάρτιο του 1963 τον κάλεσε στο γραφείο του και του υπενθύμισε ότι πρέπει να εφαρμόζει την κυβερνητική πολιτική, όχι να την παράγει. Προσβεβλημένος ο Χάρελ έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του «Γέρου», όπως ήταν γνωστός ο Μπεν Γκουριόν, και εκείνος την έκανε δεκτή. Αλλά ήταν πολύ αργά και για τον ίδιο, αφού παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και αντικαταστάθηκε από τον Λέβι Εσκόλ.

56 διαρρήξεις και 30.000 ντοκουμέντα

Ο Αμίτ, ένας από τους νέους αξιωματικούς των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, ανέλαβε τα ηνία της Μοσάντ, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης. Κατά τους εννέα μήνες από τότε που η Αίγυπτος ανακοίνωσε τις τέσσερις δοκιμές πυραύλων, οι Ισραηλινοί είχαν μάθει ελάχιστα για το πρόγραμμα και ό,τι είχαν δοκιμάσει η Μοσάντ και η ΑΜΑΝ δεν κατάφερε ούτε να επιβραδύνει το έργο, ούτε να το διαλύσει.

Πλέον η Μοσάντ προσπαθούσε να βρει τρόπους για να στείλει δέματα – βόμβες από την Αίγυπτο, μειώνοντας σημαντικά τον χρόνο μεταξύ της αποστολής και του ανοίγματος της συσκευασίας. Η μέθοδος δοκιμάστηκε σε έναν σχετικά εύκολο στόχο, τον πρώην ναζί γιατρό Εϊζελε, ο οποίος είχε αναλάβει πλέον την ιατρική φροντίδα των Γερμανών επιστημόνων στο αιγυπτιακό πυραυλικό σχέδιο. Αλλά η επιχείρηση κατέληξε σε τραγωδία: Στις 25 Σεπτεμβρίου 1963, ο παγιδευμένος φάκελος ανατινάχθηκε στο ταχυδρομείο στην πολυτελή περιοχή του Μααϊ του Καΐρου τυφλώνοντας έναν ταχυδρόμο. Η αποτυχία αυτής της επιχείρησης έπεισε τον Αμίτ ότι αυτές οι μέθοδοι εξόντωσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο με φειδώ. 

Οι πράκτορες της Μοσάντ διέρρηξαν τις αιγυπτιακές πρεσβείες, την αιγυπτιακή εμπορική αποστολή στην Κολωνία και το γραφείο της Intra στο Μόναχο. Έσπασαν τα γραφεία της Egypt Air στη Φρανκφούρτη τουλάχιστον 56 φορές, από τον Αύγουστο του 1964 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1966. Οι πληροφορίες που μάζεψαν (φωτογραφήθηκαν περίπου 30.000 έγγραφα μόνο μέχρι τα τέλη του 1964) ήταν σημαντικές, αλλά δεν επαρκούσαν. Η Μοσάντ έπρεπε να στρατολογήσει κάποιον στο εσωτερικό του πυραυλικού σχεδίου. 

«Ο αγαπημένος του Φύρερ»

Το 1964, η Μοσάντ αποφασίζει να προχωρήσει στην πιο εντυπωσιακή στρατολόγηση πράκτορα: Του Ότο Σκορτσένυ, ο οποίος ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός της Βέρμαχτ, διοικητής των ειδικών επιχειρήσεων του Χίτλερ και ο εκλεκτός του.  Ο φάκελός του έλεγε ότι ήταν ένα ενθουσιώδες μέλος του αυστριακού ναζιστικού κόμματος, είχε στρατολογηθεί το 1935 σε μυστική μονάδα των SS στην Αυστρία και είχε πάρει μέρος στην Νύχτα των Κρυστάλλων**. Σκαρφάλωσε πολύ γρήγορα στην ιεραρχία της Waffen-SS και έγινε επικεφαλής των μονάδων ειδικών επιχειρήσεων. Οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών χαρακτήριζαν τον Σκορτσένυ ως έναν εκ των «πιο επικίνδυνων ανθρώπων στην Ευρώπη».

Ωστόσο διέφυγε της Δικαιοσύνης και κατέφυγε στην Ισπανία όπου ο δικτάτορας Φράνκο του πρόσφερε άσυλο. Εκεί ασχολήθηκε με το ιδιαίτερα επικερδές εμπόριο που ανέπτυξε με τα φασιστικά καθεστώτα σε όλον τον κόσμο. Η γνωριμία του Σκορτσένυ με τους επιστήμονες στην Αίγυπτο και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ανώτερος αξιωματικός του Βάλεντιν – ο οποίος εκτελούσε πλέον χρέη επικεφαλής ασφαλείας στο αιγυπτιακό πυραυλικό σχέδιο –  ήταν αρκετός για τη Μοσάντ ώστε να προσπαθήσει να τον στρατολογήσει, παρά το ναζιστικό του παρελθόν. Μέσα από διάφορους μεσάζοντες, η Μοσάντ έπιασε επαφή με τη σύζυγο του Σκορτσένυ, κόμισα Ιλζε φον Φίνκενστάιν, η οποία θα χρησίμευε ως το «κλειδί εισόδου» της Μοσάντ, αφού ήταν ένα προβεβλημένο στέλεχος της μεταπολεμικής ναζιστικής ελίτ, έχοντας οργανώσει δικές της «δουλειές», από επενδύσεις, μέχρι εμπόριο όπλων.

image
Ότο Σκορτσένυ και Χίτλερ

Μέσω της Ιλζε η Μοσάντ φτάνει στον Σκορτσένυ και του προτείνει συνεργασία. Εκείνος δέχεται επικαλούμενος φόβους για τη ζωή του, λόγω της δράσης των κυνηγών των ναζί. Ο Σκορτσάνυ απαίτησε για αντάλλαγμα αυστριακό διαβατήριο, ασυλία έναντι κάθε δίωξης για όλη τη ζωή του, την άμεση απαλοιφή του ονόματός του από τη λίστα του Βίζενταλ και λεφτά. Οι απατήσεις αυτές δίχασαν τη Μοσάντ, αλλά ο πρωθυπουργός Λεβι Εσκόλ αποφάσισε να δώσει στον Σκορτσένυ λεφτά, διαβατήριο και ασυλία. Συμφώνησε και με την απαίτηση που αφορούσε τον Βίζενταλ, αν και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Βίζενταλ ήταν πολύ πεισματάρης και δεν πείστηκε από τη Μοσάντ να βγάλει τον Σκορτσάνυ από τη λίστα του.

Το τελικό χτύπημα

Ο Σκορτσένυ διέδωσε ότι θα αναβίωνε ένα δίκτυο βετεράνων των SS και της Βέρμαχτ για την «ίδρυση τέταρτου Ράιχ». Για να προετοιμάσει το έδαφος τους είπε, ότι η οργάνωσή του έπρεπε να συγκεντρώσει κρυφά πληροφορίες. Οι Γερμανοί επιστήμονες που εργάζονται για τον Νάσερ θα έπρεπε λοιπόν, υπό τους όρκους της Βέρμαχτ, να παράσχουν στη φανταστική οργάνωση του Σκορτσένι τις λεπτομέρειες της έρευνας των πυραύλων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη νέα γερμανική στρατιωτική δύναμη. Ταυτόχρονα, ο Σκορτσένυ και η Μοσάντ κατάρτισαν ένα σχέδιο για να αποκτήσουν πληροφορίες από τον Βάλεντιν, τον πρώην ναζί αξιωματικό ασφαλείας του αιγυπτιακού πυραυλικού σχεδίου, ο οποίος γνώριζε τα πάντα γι’ αυτό.

Ο Σκορτσένυ κάλεσε τον Βάλεντιν στη Μαδρίτη με το πρόσχημα ότι φιλοξενούσε ένα reunion για τους υφισταμένους του από τον «ένδοξο πόλεμο». Τότε του «αποκάλυψε» ότι αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος για την πρόσκληση στη Μαδρίτη και ότι ήθελε να συναντήσει έναν «στενό φίλο», αξιωματικό της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας MI6. Οι Βρετανοί, όπως είπε, ενδιαφέρονταν για το τι συνέβαινε στην Αίγυπτο και ζήτησε από τον Βάλεντιν να βοηθήσει τον φίλο του. Ο Βάλεντιν ήταν αρχικά καχύποπτος, αλλά στο τέλος πείστηκε να συνεργαστεί εμπιστευόμενος έναν τόσο υψηλόβαθμο ναζί όπως ο Σκορτσένυ.

Ο Σκορτσένυ προσκάλεσε στη Μαδρίτη και άλλους πρώην αξιωματικούς της Βέρμαχτ που συμμετείχαν στο σχέδιο πυραύλων. Συμμετείχαν σε πάρτι και συναθροίσεις πρώην στελεχών των Waffen-SS. ‘Επιναν, έτρωγαν και γλεντούσαν χωρίς να υποψιάζονται πως τα πάρτι αυτά πληρώνονταν από την ισραηλινή κυβέρνηση και οι συζητήσεις τους παρακολουθούνταν.

Οι πληροφορίες που μάζεψε η Μοσάντ από την επιχείρηση της Μαδρίτης ήταν πολύτιμες και έλυσαν πολλά σκοτεινά σημεία γύρω από το αιγυπτιακό πυραυλικό πρόγραμμα. Προσδιορίστηκε ποιος συμμετείχε στο πρόγραμμα και ποια ήταν η τρέχουσα κατάσταση των ευθυνών του. Χάρη στις πληροφορίες από αυτή την επιχείρηση, η Μοσάντ κατάφερε να καταστρέψει το πυραυλικό σχέδιο από μέσα, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους.

Για παράδειγμα, μπόρεσε να εντοπίσει ένα μυστικό αιγυπτιακό σχέδιο για την πρόσληψη δεκάδων εργαζομένων από το εργοστάσιο πυραύλων Hellige στο Freiburg που επρόκειτο να απολυθούν. Η Μοσάντ έπρεπε άμεσα να ακυρώσει τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Για τον σκοπό αυτό κατάφερε να πείσει τον Λούντβιγκ Μπόλγκοβ, έναν ισχυρό παράγοντα στη γερμανική αεροδιαστημική βιομηχανία, να συνεργαστεί και να προσφέρει στους απολυμένους δουλειές στις επιχειρήσεις του και καλές συνθήκες διαβίωσης με τον όρο να μην πάνε στην Αίγυπτο. Το σχέδιο πέτυχε και το πυραυλικό έργο υπέστη μεγάλη ζημιά, αφού το προσωπικό εκείνο ήταν απόλυτα εξειδικευμένο και απαραίτητο.

Το τελικό χτύπημα ήρθε όταν ένας εκπρόσωπος του Μπόλγκοβ έφτασε στην Αίγυπτο για να πείσει τους επιστήμονες που εργάζονταν ήδη εκεί να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο ένας μετά τον άλλο εγκατέλειπαν το πρόγραμμα και μέχρι τον Ιούλιο του 1965 ακόμη και ο Πίλτς έφυγε για τη Γερμανία.

Στην υπόθεση των Γερμανών επιστημόνων ήταν η πρώτη φορά που η Μοσάντ κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις της για να σταματήσει αυτό που εκλήφθηκε ως υπαρξιακή απειλή από έναν αντίπαλο και η πρώτη φορά που το Ισραήλ επέτρεψε να θέσει στο στόχαστρό του πολίτες από χώρες με τις οποίες είχε διπλωματικές σχέσεις. Στην έκθεσή της του 1982, η Μοσάντ ανέλυσε το αν θα μπορούσε να λυθεί η υπόθεση χρησιμοποιώντας «μαλακές» μεθόδους – όπως γενναιόδωρες προσφορές χρημάτων από τη γερμανική κυβέρνηση στους επιστήμονες – χωρίς «τη μυστηριώδη εξαφάνιση» του Κρουγκ ή τη βόμβα που τραυμάτισε βαριά τη Βέντε ή τις άλλες επιστολικές βόμβες και τις επιθετικές μεθόδους εν γένει. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν θα ήταν εφικτό». Η Μοσάντ πίστευε ότι χωρίς την απειλή βίας, οι Γερμανοί επιστήμονες δεν θα ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν χρήματα και να εγκαταλείψουν το έργο… 

** Το μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και στην Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938. Ο στόχος ήταν οι Εβραίοι πολίτες όλης της χώρας και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος.