Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα αποφάσισε – πρωτίστως για επικοινωνιακούς λόγους και ενδοπαραταξιακές ισορροπίες – να αναστείλει προσωρινά τη συμμετοχή του Βίκτορ Όρμπαν στο κόμμα. Ο ίδιος ο Ούγγρος πρωθυπουργός δήλωσε ικανοποιημένος από την απόφαση καθώς, όπως είπε, αποτελεί έναν «συμβιβασμό» και τόνισε πως θα συνεχίσει να υποστηρίζει τον Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εξάλλου, οι ακροδεξιές θέσεις του συνεχίζουν να έχουν απήχηση σε μια μερίδα της ευρωπαϊκής συντηρητικής παράταξης και στην πραγματικότητα ο λόγος της επικοινωνιακής ρήξης ήταν η ακραία αντιευρωπαϊκή εκστρατεία του. Επιπλέον, οι πολιτικές του στην οικονομία είναι απόλυτα εναρμονισμένες με τον νεοφιλελευθερισμό του ΕΛΚ…

Ads

Η ουγγρική εργατική τάξη βρίσκεται σε αναταραχή και κινηματική εγρήγορση από την αρχή του χρόνου, όταν και τέθηκε σε ισχύ το νέο αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο της κυβέρνησης του ακροδεξιού πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, με το οποίο απορρυθμίζεται πλήρως το ωράριο εργασίας προς όφελος των εργοδοτών.  Από την 1η Ιανουαρίου η Ουγγαρία γνωρίζει ένα πρωτοφανές κύμα διαμαρτυριών, με επικεφαλής τα συνδικάτα, τα οποία «επιστρέφουν» δυναμικά στην πολιτική σκηνή, παρά το πολύ χαμηλό ποσοστό συνδικαλισμένων εργαζομένων, που δεν ξεπερνά το 9% σε εθνικό επίπεδο.

Ωστόσο, αφενός το παραπάνω ποσοστό δεν αφορά μόνο στην συνδικαλισμένη μισθωτή εργασία στην Ουγγαρία αλλά και σε όλη την Ευρώπη, αφετέρου, τα συνδικάτα κατάφεραν να πολλαπλασιάσουν γεωμετρικά την επιρροή τους στην κοινωνία, αναδεικνύοντας μια νέα γενιά ηγετών στο προσκήνιο και επιτυγχάνοντας να κινητοποιήσουν χιλιάδες ανθρώπους στη Βουδαπέστη ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό.

Όχι άδικα. Ο νέος νόμος επιτρέπει στην εργοδοσία να απαιτήσει από τους υπαλλήλους τους, οι οποίοι εργάζονται ήδη 40 ώρες την εβδομάδα, να δουλέψουν μέχρι και 400 ώρες υπερωριών ετησίως, έναντι 250 που επιτρεπόταν μέχρι και πέρυσι και 144 που ίσχυαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ads

Επιτρέπει επίσης στους εργοδότες να κατανείμουν το κόστος αυτών των 400 ωρών σε τρία χρόνια, αντί ενός χρόνου που ίσχυε μέχρι τώρα, και να τις πληρώνουν μόνο στο τέλος αυτής της περιόδου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα εξοντώνονται στην δουλειά και στις υπερωρίες, ενώ θα πληρώνονται όποτε βολεύει τους εργοδότες μέσα σε ένα διάστημα τριών χρόνων, ή ακόμη και στο τέλος της τριετίας. Στο μεταξύ, αν υποτεθεί ότι μια επιχείρηση πληρώσει τις υπερωρίες στο τέλος της τριετίας, η υπεραξία που θα έχει παραχθεί και οδηγηθεί στα ταμεία της από αυτή την ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και η κερδοφορία που θα προκύψει από την επανεπένδυση αυτού του κέρδους, θα έχει καταστήσει ακόμη φθηνότερο για την επιχείρηση το μισθολογικό κόστος αυτών των υπερωριών.

Εύλογα, η μεγαλύτερη τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας, η Εθνική Συνομοσπονδία Ουγγρικών Συνδικάτων, δηλώνει ότι αυτό θα οδηγήσει σε «σημαντική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και σε υψηλό επίπεδο εκμετάλλευσης των εργαζομένων». Και για πρώτη φορά από τότε που το κόμμα Fidesz του Όρμπαν ήρθε στην εξουσία το 2010, ακούστηκε το σύνθημα «Δεν θα είμαστε σκλάβοι!», σε πλήθος μαζικών συγκεντρώσεων σε όλη τη χώρα.

Μύθοι και αλήθειες

Ωστόσο, όπως σημειώνει η Le Monde diplomatique, παρά την επιστροφή της εργατικής νομοθεσίας της Ουγγαρίας στον εργασιακό Μεσαίωνα, με τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την προσπάθεια περιθωριοποίησης των συνδικάτων, ο ‘Ορμπαν αυτοπροσδιορίζεται ως «υπερασπιστής» του λαού «ενάντια« στον νεοφιλελευθερισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Ισχυρίζεται ότι έχει απομακρύνει «τα ηλίθια διοικητικά εμπόδια» για όσους επιθυμούν να «δουλέψουν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερα», όπως το έθετε συνήθως ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, επισκέφθηκε τον Όρμπαν στις 15 Δεκεμβρίου, τρεις μέρες μετά την ψήφιση του αντεργατικού νόμου, παραμένοντας άγνωστοί οι λόγοι αυτής της συνάντησης.

Το Fidesz προσπαθεί να εμφανίσει τον νόμο ως ένα είδος «απάντησης» στην έλλειψη εργατικού δυναμικού που πλήττει την Ουγγαρία όπως και τις άλλες χώρες της περιοχής. Δημογραφικές έρευνες εκτιμούν, ότι από τις αρχές του 2010 έχουν μεταναστεύσει περισσότεροι από 600.000 άνθρωποι (σε συνολικό πληθυσμό 9,8 εκατομμυρίων) με τους 350.000 από αυτούς να εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Αυστρία. Λόγω του ανταγωνισμού από χώρες με καλύτερη προετοιμασία έναντι αυτού του προβλήματος, όπως η Πολωνία, η Τσεχία ή η Γερμανία (η οποία σκοπεύει να ανοίξει την αγορά εργασίας της για τους Ουκρανούς), η Ουγγαρία δεν προσελκύει πολλούς «πολιτιστικά συμβατούς» (sic) εργαζόμενους από γειτονικές χώρες, όπως θα ήθελε το οικονομικό υπουργείο της.

Η κατάσταση αυτή έχει δώσει στους εργαζόμενους και στα συνδικάτα μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών. Έτσι, τον Ιανουάριο, μετά από απεργία μιας εβδομάδας, οι 13.000 εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Audi στην πόλη Γκιουρ κέρδισαν αύξηση 18%. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα 4.000 εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Mercedes-Benz στο Κετσκέμετ δεν χρειάστηκε καν να κατεβάσουν διακόπτες στη γραμμή παραγωγής για να κερδίσουν διετή αύξηση άνω του 20%, ενώ οι 7.000 εργαζόμενοι στο ουγγρικό εργοστάσιο της Bosch χρειάστηκαν μόνο έξι ώρες διαπραγματεύσεων για να κερδίσουν σχεδόν ό,τι απαίτησαν.

Οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, οι οποίοι υποχρεούνται να εργάζονται υπερωριακά και φοβούνται ότι θα επηρεαστούν έντονα και προς το χειρότερο από τον νέο νόμο, παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και ήδη γίνονται ζυμώσεις για γενική απεργία. Ορισμένα εκπαιδευτικά και αστυνομικά σωματεία έχουν ήδη συστήσει απεργιακές επιτροπές.

Τα παραπάνω αποδεικνύουν, ότι το Fidesz, με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, δεν «απαντά» στην έλλειψη εργατικών χεριών, αλλά στην απαίτηση των επιχειρήσεων για ακόμη μεγαλύτερη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που θα πρέπει να συνοδεύεται από «εργασιακή ειρήνη», όπως την ονειρεύονται: Χωρίς συνδικάτα.