Η συμφωνία για την αξιολόγηση έκλεισε, η κυβέρνηση πατώντας στα θετικά της; σημεία και στα – υπό προϋποθέσεις – αντίμετρα την παρουσιάζει ως «ισορροπημένη και βιώσιμη», και η αντιπολίτευση, δείχνοντας τα – μετά το 2019 – μέτρα λιτότητας των 3,6 δις, την χαρακτηρίζει «4ο Μνημόνιο χωρίς χρηματοδότηση».

Ads

Το τι εκ των δύο, ή πέραν των δύο, ισχύει θα κριθεί από το δεύτερο σκέλος του deal με τους δανειστές  – ήτοι, από το στοίχημα που αφορά την ελάφρυνση του χρέους και τα πλεονάσματα. Και επ’ αυτού του στοιχήματος ξεκινά ένας νέος μαραθώνιος 20 ημερών έτσι ώστε στο Eurogroup της 22ας Μαίου, εκτός από το οριστικό κλείσιμο του staff level agreement, να έχει αν μη τι άλλο, δρομολογηθεί και η λύση για το χρέος.

Τζανακόπουλος: Θέλουμε λύση που θα μας βάζει στο QE

Για την ελληνική πλευρά, όπως ξεκάθαρα δήλωσε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος η λύση αυτή θα είναι η οποιαδήποτε «διατύπωση θα εντάσσει τη χώρα στο QE», στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι και της ΕΚΤ.

Ads

Για τον ευρωπαϊκό άξονα των δανειστών, όπως διαμήνυσαν Ντάισελμπλουμ και Κομισιόν, η λύση θα είναι η χάραξη μιας «αξιόπιστης στρατηγικής» που θα καθιστά το χρέος βιώσιμο.

Αμφότερες οι πλευρές, με τα μηνύματα αυτά και πίσω από τις προσεκτικά διατυπωμένες εκφράσεις, δείχνουν ουσιαστικά τον ίδιο δρόμο: Την αναζήτηση ενός συμβιβασμού που αφ’ ενός δεν θα εμπεριέχει πολιτικό κόστος για το
Βερολίνο και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εν’ όψει των γερμανικών εκλογών και, αφ’΄ετέρου, θα παρέχει στον Μάριο Ντράγκι τις αναγκαίες νομικές και πολιτικές εγγυήσεις για να εντάξει την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση και να της ανοίξει την πόρτα εξόδου στις αγορές.

Στην πράξη, και όπως αναγνώρισαν τόσο ο Δημήτρης Τζανακόπουλος όσο και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο συμβιβασμός που αναζητείται είναι μια φόρμουλα περιγραφής των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που θα εφαρμοστούν μετά το 2018, αλλά θα δίνουν την άμεση δυνατότητα συμμετοχής του Ταμείου στο πρόγραμμα έως τη λήξη του είτε χωρίς νέα δάνεια, είτε με μια μικρή χρηματοδότηση.

«Λελογισμένες παραχωρήσεις» από το Βερολίνο

Πηγές τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες θεωρούν δύσκολο μεν, ρεαλιστικό δε τον εν λόγω στόχο, με κοινοτικούς παράγοντες να σημειώνουν χθες ότι υπάρχουν μηνύματα περί «πρόθεσης λελογισμένων παραχωρήσεων» από πλευράς Σόιμπλε.

Πρόκειται, κατά τις ίδιες πηγές, για παραχωρήσεις οι οποίες μπορούν να φθάσουν έως τις έγγραφες δεσμεύσεις της ευρωζώνης – και, ουσιαστικά, του Βερολίνου – για επιμήκυνση των ελληνικών δανείων «εάν κριθεί αναγκαίο μετά τη λήξη του προγράμματος» και για μια σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους εάν όχι μέσω μιας «ακριβής» για τους δανειστές μείωση των επιτοκίων, μέσω τουλάχιστον συγκεκριμένων τεχνικών εργαλείων που θα κρατούν σε βιώσιμα επίπεδα τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.

Το διπλό σχέδιο της Κομσιιόν

Προκειμένου, δε, να ενισχυθεί αυτή «η πρόθεση λελογισμένων παραχωρήσεων», η Κομισιόν έχει ήδη εκπονήσει ένα διπλό σχέδιο υποστήριξης της λύσης – ένα σχέδιο το οποίο βασίζεται στον διπλό άξονα της χορήγησης εγγυήσεων προς το ΔΝΤ για την αποπληρωμή των δανείων του προς την Ελλάδα και της σταδιακής αποκλιμάκωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Στο πρώτο του σκέλος, το σχέδιο προβλέπει ουσιαστικά προβάδισμα του Ταμείου στη διαδικασία αποπληρωμής των μνημονιακών δανείων που έχουν χορηγηθεί προς την Αθήνα – προβάδισμα, το οποίο μπορεί να διασφαλιστεί μέσω των επιμηκύνσεων των ευρωπαϊκών δανείων αλλά και με τη χρήση ήδη διαθέσιμων κεφαλαίων που δεν θα επιβαρρύνουν τις κυβερνήσεις και τους φορολογούμενους της ευρωζώνης. Τα κεφάλαια αυτά δεν είναι άλλα από τα περίπου 20 δις ευρώ που έχουν μείνει αδιάθετα από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς και τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Στο δεύτερο σκέλος, εκείνο των πλεονασμάτων, η πρόταση που έχει βάλει στο τραπέζι  η Κομισιόν προβλέπει πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για τέσσερα χρόνια συμπεριλαμβανομένου και το 2018 (έως το 2021) και, εν συνεχεία σταδιακή αποκλιμάκωσή τους στο 2,5 έως και το 1,5% αναλόγως και με τις επιδόσεις και τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Το σχέδιο αυτού του συμβιβασμού τελεί σε πλήρη γνώση της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ παράγοντες της Κομισιόν έχουν αναλάβει τον ρόλο της προώθησής του και προς το Βερολίνο με τις αναγκαίες – πολιτικού χαρακτήρα κυρίως – προσαρμογές.

Η απάντηση του ΔΝΤ

Το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι εάν αυτές οι προσαρμογές θα είναι αποδεκτές και από το ΔΝΤ ώστε να δώσει, έστω με αστερίσκους και διπλωματική διατύπωση, το «πράσινο φως» για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Μέχρι στιγμής, το Ταμείο περιορίστηκε με μια νέα διαρροή χθες στο Reuters να υπενθυμίσει ότι η τεχνική συμφωνία τακτοποιεί το ένα προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή του οργανισμού στο ελληνικό πρόγραμμα, καθώς το έτερο είναι η ελάφρυνση του χρέους.

Στην δε τελική του απάντηση βασικό, εάν όχι τον καίριο, ρόλο θα παίξει μια ακόμη πολιτική απόφαση – η απόφαση, που αναμένεται να πάρει εντός των επόμενων εβδομάδων η κυβέρνηση Τραμπ για τον μελλοντικό ρόλο του Ταμείου στις διασώσεις αναπτυγμένων χωρών. Κι εδώ, τα το πρώτο μήνυμα του αμερικανού υπουργού Οικονομικών Στήβεν Μνιούτσιν μπορεί μεν να ήταν ενθαρρυντικό, σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν ήταν και δεσμευτικό…