Οι Ιταλοί προσέρχονται σήμερα στις κάλπες. Αν και η Ιταλία δεν φημίζεται για την πολιτική της σταθερότητα – έχει αλλάξει περίπου 30 πρωθυπουργούς και 61 υπουργικά συμβούλια από το 1946 – η προεκλογική εκστρατεία που εξελίχθηκε αυτή τη φορά είναι ίσως η πιο παράδοξη που έχει δει η χώρα τα τελευταία χρόνια.

Ads

Ένα απογοητευμένο εκλογικό σώμα, πολιτικές υποσχέσεις που κοστίζουν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε μια οικονομία που από την αρχή της κρίσης παλεύει να μην καταρρεύσει, το Κίνημα των Πέντε αστέρων με ιδρυτή έναν κωμικό ηθοποιό, η επιστροφή του Καβαλιέρε, Σίλβιο Μπερλουσκόνι με 81 χρόνια και αρκετά σκάνδαλα στην πλάτη και το φάντασμα του φασισμού που ξαναζωντανεύει, είναι τα στοιχεία που την συνθέτουν. Και το αποτέλεσμα της είναι εντελώς αβέβαιο. Την ίδια ώρα, οι συνέπειες όχι μόνο για τη χώρα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικές. 

Η επιστροφή του Καβαλιέρε 

Στην πιο παράδοξη πολιτική εμφάνιση αυτής της εκστρατείας, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στάθηκε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και διάβασε μια δήλωση με τίτλο: «Δέσμευση προς τους Ιταλούς». Μεταξύ άλλων υποσχέθηκε: «Μετά την σίγουρη νίκη των κεντροδεξιών κομμάτων στις εκλογές της 4ης Μαρτίου, θα δημιουργήσω, μαζί με τον πρωθυπουργό, θέσεις εργασίας. Ο στόχος μου είναι να μειώσω το ποσοστό ανεργίας κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά την διάρκεια της θητείας». 

Ads

Επρόκειτο μάλλον για μια τηλεοπτική επανάληψη. Δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, στο ίδιο γραφείο, παρουσία του ίδιου παρουσιαστή, ο Μπερλουσκόνι είχε παρουσιάσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις με τίτλο: «Συμβόλαιο με τους Ιταλούς». Έως πρόσφατα θα φαινόταν αδιανόητο ότι ένας άνθρωπος που υπηρέτησε τέσσερις φορές ως πρωθυπουργός και σχεδόν πτώχευσε την Ιταλία θα μπορούσε σήμερα να επαναδιεκδικεί την πρωθυπουργία και να μιλά για το πολιτικό του μέλλον στα 81 του χρόνια. 

Το 2013, ο Μπερλουσκόνι κρίθηκε ένοχος για φοροδιαφυγή και χρειάστηκε να καταφύγει σε νομικές ταχυδακτυλουργίες για να αποφύγει καταδίκες για κατάχρηση εξουσίας και για σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικης ιερόδουλης. Λόγω της καταδίκης του ο ίδιος απαγορεύεται να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα έως το 2019. Άρα δεν διεκδικεί τη θέση του πρωθυπουργού στις εκλογές της Κυριακής. 

Παρόλα αυτά η «κεντροδεξιά συμμαχία», όπως ο ίδιος την ονομάζει έχει πολύ καλές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές, αφού σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι στην πρώτη θέση των προτιμήσεων, με ποσοστά 38% – 39% και με όριο αυτοδυναμίας το 40%. Φυσικά, εφόσον αυτό συμβεί ο Μπερλουσκόνι θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης και θα προωθήσει έναν στενό του συνεργάτη, αντ’ αυτού στη θέση του πρωθυπουργού. 

Η συμμαχία του Μπερλουσκόνι πάντως είναι μάλλον ακροδεξιά, παρά κεντροδεξιά. Το κόμμα του Forza Italia, έχει συμμαχήσει με την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, η οποία με τη σειρά της έχει συμμαχήσει με το νεοφασιστικό κόμμα Fratelli d’Italia (Αδελφοί της Ιταλίας). Ο Ματέο Σαλβίνι επικεφαλής της Λέγκας περιοδεύει στον φτωχότερο ιταλικό νότο που έχει δεχτεί το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων και μεταναστών και με ρατσιστικό – ξενοφοβικό λόγο που θυμίζει Μαρίν Λεπέν, προσπαθεί να προσελκύσει ψηφοφόρους. Υπόσχεσή του είναι πώς όταν γίνει πρωθυπουργός, «δεν θα υπάρχει κανένας παράνομος μετανάστης». 

Από πίσω σπρώχνει και το νεοφασιστικό ρεύμα που το τελευταίο διάστημα βγαίνει όλο και πιο συχνά στους δρόμους της Ιταλίας και φυσικά ξυπνά τις αντιδράσεις των αντιφασιστών και αριστερών της χώρας. Το νεοφασιστικό Casa Pound, υποστηρίζει επίσημα τη Λέγκα του Βορρά ελπίζοντας ο Σαλβίνι να γίνει πρωθυπουργός. Το σενάριο για τη διακυβέρνηση της Ιταλίας που περιλαμβάνει αυτά τα στοιχεία, χαρακτηρίζεται «σενάριο ταινίας τρόμου» από πολιτικούς αναλυτές της χώρας.  

Το άστρο του Ρέντσι τρεμοσβήνει

Την ίδια ώρα, ο κεντροαριστερός συνασπισμός του Ματέο Ρέντσι παίρνει στις δημοσκοπήσεις ποσοστά από 22% έως και 25%. Στην κεντροαριστερά, κεντρώοι και αριστεροί εμφανίζονται διχασμένοι. 

Ήταν μόνο πριν από τέσσερα χρόνια όταν ο νεαρός σοσιαλδημοκράτης έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας με την υπόσχεση να απομακρύνει την παλιά ελίτ και να προχωρήσει τις χρόνια βαλτωμένες μεταρρυθμίσεις. Δεδηλωμένος στόχος του ήταν να κάνει την Ιταλία πιο ανταγωνιστική και με μεγάλη επιρροή στην ευρωπαϊκή σκηνή. 

Στην οικονομία, την ανεργία και την Ευρώπη έκανε κάποια βήματα, όμως η συνταγματική μεταρρύθμιση στην οποία ήθελε να προχωρήσει αποδείχτηκε μοιραία. Πήγε σε δημοψήφισμα, το οποίο έχασε και αποχώρησε από την πρωθυπουργία. Ξανακέρδισε την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος με εσωκομματικές εκλογές, όμως είχε χαθεί πια τόσο η κυβέρνηση, όσο και η ενότητα του κεντροαριστερού συνασπισμού. 

Παράλληλα η Ιταλία βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια που αφορά 8,5 εκατομμύρια Ιταλούς και το προσφυγικό. Ο θυμός και η οργή των Ιταλών έγιναν παραπάνω από εμφανή στην προεκλογική εκστρατεία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 81% των Ιταλών δεν εμπιστεύονται το κράτος, ενώ μόνο το 5% δηλώνει ότι έχει εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα της χώρας και πιστεύει τα όσα ευαγγελίζονται. Μόλις λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν ήξεραν, ή δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν, ποιοι κατεβαίνουν υποψήφιοι στην εκλογική τους περιφέρεια. 

Μέσα σε όλα αυτά, ο Ρέντσι που έχασε την παλιά του λάμψη, δείχνει ότι δεν θα τα καταφέρει. Όπως έγραφε το Spiegel, ο ίδιος δεν έχει αλλάξει πραγματικά, ούτε στη δυναμικότητα, ούτε στο ύφος της ομιλίας. Αλλά μετά από τρία χρόνια στην εξουσία, ο Ρέντσι κατάφερε να πέσει στις δημοσκοπήσεις κάτω και από τον ακροδεξιό Σαλβίνι. Η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών αποσυνδέθηκε από το κόμμα και η στήριξη των πολιτών σε αυτό μειώθηκε περίπου στο μισό από το 2014. 

Γιατί θα έπρεπε οι πολίτες να τον ψηφίσουν ξανά; Ο Ρέντσι στην ερώτηση αυτή απαντά: «επειδή είμαστε οι μόνοι που δεν εξαπατούν τους ψηφοφόρους τους με μη ρεαλιστικές υποσχέσεις». Και είναι αλήθεια ότι σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία έχουν δοθεί μεγάλες υποσχέσεις. Ο Μπερλουσκόνι υποσχέθηκε ριζικές περικοπές φόρων, ελάχιστη σύνταξη 1.000 ευρώ και φορολογικές απαλλαγές στις επιχειρήσεις που θα απασχολούν νέους Ιταλούς. Ο Σαλβίνι δεσμεύτηκε ότι θα επαναφέρει την πρόωρη συνταξιοδότηση και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων την παροχή βασικού εισοδήματος 780 ευρώ το μήνα για όλους και οικογενειακά επιδόματα ύψους 17 δισ. ευρώ!

Πέντε αστέρια, τρίτος παίκτης

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέμπε Γκρίλο είναι ο τρίτος μεγάλος παίκτης των εκλογών. Στις δημοσκοπήσεις προηγείται έξι μονάδες του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, υπολείπεται όμως κατά δέκα μονάδες του συνασπισμού του Μπερλουσκόνι. Ως μεμονωμένο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο, έρχεται πρώτο συγκεντρώνοντας ποσοστά γύρω στο 28%. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να διεκδικήσει ο πρόεδρός του Λουίτζι Ντι Μάιο την πρωθυπουργία. 

Όμως το δόγμα του κινήματος απαγορεύει το σχηματισμό συνασπισμών. Και ο νέος εκλογικός νόμος της Ιταλίας που επιτρέπει την κοινή κάθοδο στις εκλογές κομματικών συμμαχιών είναι τροχοπέδη για ένα κόμμα που απορρίπτει στις συμμαχίες με τους υπόλοιπους. 

Όταν ρωτούν τον Ντι Μάιο πως σκοπεύει να δημιουργήσει πλειοψηφία, αυτός προς το παρόν υπεκφεύγει. «Αν δεν καταλήξουμε με απόλυτη πλειοψηφία μετά τις εκλογές, τότε θα πρέπει απλώς να καλέσουμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να βρουν κοινό έδαφος για τα διάφορα ζητήματα. Αν υπάρχει επιθυμία να γίνει κάτι τέτοιο, τότε μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα πρόγραμμα για την 18η κοινοβουλευτική περίοδο», είναι πάνω – κάτω η γραμμή του. 

Μένει να φανεί αν θα αλλάξει κάτι στους αυστηρούς κανόνες που τέθηκαν κατά την ίδρυση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων – και οι οποίοι δεν έχουν τηρηθεί πάντα στο ακέραιο – εφόσον το κόμμα πάει καλά στις εκλογές. Ήδη υπάρχουν κάποιες μετακινήσεις. Ο Ντι Μάιο δεν μιλά πια για δημοψήφισμα για την παραμονή ή την αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη, όπως έκανε μέχρι πρόσφατα. Αντίθετα εγκωμιάζει «το ευρωπαϊκό μας σπίτι». 

Η πρόθεση ψήφου των Ιταλών

image

Ο πίνακας του Politico δείχνει την πρόθεση ψήφου των Ιταλών ψηφοφόρων ανά περιφέρεια με βάση τα όσα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Με κίτρινο χρώμα το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, με μπλε ο κεντροδεξιός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι και με κόκκινο ο κεντροαριστερός συνασπισμός του Ρέντσι. Με δυο χρώματα σημειώνονται οι περιοχές όπου δυο κόμματα έχουν ελάχιστη διαφορά για την πρώτη θέση και με γκρι οι περιοχές στις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη. 

Τα μετεκλογικά σενάρια 

Τα βασικά μετεκλογικά σενάρια που υπάρχουν μέχρι στιγμής είναι τρία: μια νίκη του κεντροδεξιού συνασπισμού, ο σχηματισμός ενός μεγάλου συνασπισμού και η αποτυχία επίτευξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. 

Στην περίπτωση που ο κεντροδεξιός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι κερδίσει, τότε το κόμμα που θα συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ποσοστό θα είναι αυτό που θα ηγηθεί της κυβέρνησης, σύμφωνα με την προεκλογική συμφωνία. Στις δημοσκοπήσεις η Forza Italia, συγκεντρώνει μεγαλύτερο ποσοστό από τη Λέγκα. 

Εάν το Forza Italia είναι πρώτο, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος δεν έχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, έχει δηλώσει ότι επιθυμία του είναι την πρωθυπουργία να αναλάβει ο Αντόνιο Ταγιάνι, νυν πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – αν και ο ίδιος δεν έχει ξεκαθαρίσει αν ενδιαφέρεται ή όχι. 

Εάν η Λέγκα έλθει πρώτη, τότε ο Ματέο Σαλβίνι θα γίνει πρωθυπουργός υπό τον όρο, ωστόσο, ότι ο Μπερλουσκόνι θα κρατήσει τον λόγο του και θα τον υποστηρίξει. Στην πραγματικότητα Forza Italia και Λέγκα έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για την ΕΕ και η συμμαχία τους είναι μάλλον εύθραυστη. Δεν φαίνεται να τους συνδέει κάτι περισσότερο από την επιθυμία τους για εξουσία. 

Υπάρχει παράλληλα η επίμονη φήμη ότι ο Μπερλουσκόνι, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο υποσχέθηκε στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών ότι δεν θα κυβερνήσει μαζί με τη Λέγκα του Σαλβίνι. Αντί αυτού θα μπορούσε να σχηματίσει πλειοψηφία μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες του Ρέντσι, κάτι που είχε κάνει και το 2013. 

Αυτό είναι και το δεύτερο μετεκλογικό σενάριο. Ο σχηματισμός ενός μεγάλου συνασπισμού αλά γερμανικά ανάμεσα στη Forza Italia και το Δημοκρατικό Κόμμα, δύο φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Σε αυτό το σενάριο ποντάρουν οι Βρυξέλλες και αυτό θα εξηγούσε και τα σχόλια του Γιούνκερ που χαρακτήρισε τη συνάντησή του με τον Μπερλουσκόνι «εξαιρετική». 

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας πάντως, ούτε ο Μπερλουσκόνι, ούτε ο Ρέντσι αναφέρθηκαν σε τέτοιο ενδεχόμενο. Επιπλέον τίποτε δεν εγγυάται ότι το Δημοκρατικό Κόμμα, το Forza Italia και οι φιλοευρωπαίοι σύμμαχοί τους – ενισχυμένοι ενδεχομένως από κάποια πρόσωπα από τη Λέγκα που δεν είναι ικανοποιημένα από την εθνικιστική στροφή του κόμματος – θα εξασφαλίσουν αρκετές έδρες για να έχουν την πλειοψηφία στα δύο σώματα του ιταλικού Κοινοβουλίου.

Ένας άλλος υποθετικός συνασπισμός, που διαψεύδεται όμως από τις πλευρές που εμπλέκονται με μεγάλη κατηγορηματικότητα, θα μπορούσε να είναι μια συνεργασία της Λέγκα και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Αυτή η συμμαχία πάντως δύσκολα θα συγκέντρωνε αρκετές έδρες στο κοινοβούλιο ενώ θα υπάρξουν ισχυρές αντιδράσεις στο εσωτερικό των δυο παρατάξεων αν γίνουν τέτοιου είδους συζητήσεις. 

Υπάρχει τέλος η περίπτωση οι εκλογές να μην καταλήξουν σε έναν συνασπισμό που θα συγκεντρώνει την πλειοψηφία – εξάλλου το ποσοστο των αναποφάσιστων είναι πολύ υψηλό, 30% -, με τρεις πολιτικές δυνάμεις, περίπου ισοδύναμες, να στέκονται η μία απέναντι στην άλλη. Τότε αναμένεται ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα θα αφήσει στην θέση της, τη σημερινή κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι για τη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων.

Σε κάθε περίπτωση οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού θα μπορούσαν να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι δεν μπορεί να σχηματιστεί καμία κυβέρνηση χωρίς την έγκριση του Μπερλουσκόνι. Κι όπως σημειώνει το Spiegel, «όταν πρόκειται για μηχανορραφίες κανείς δεν είναι καλύτερος». 

Τέλος οι εκλογές της 4ης Μαρτίου δεν είναι σημαντικές μόνο για το μέλλον της Ιταλίας αλλά και της ΕΕ. Κι αυτό για η ΕΕ θα επηρεαστεί πολύ από την κατεύθυνση που θα αποφασίσει να πάρει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.