Οι Ευρωπαίοι Πράσινοι ξεκινήσανε πριν από περίπου 2 χρόνια την πανευρωπαϊκή καμπάνια για τη φορολόγηση του πλούτου, με πρωτοβουλία των Πράσινων Ευρωβουλευτών Σβεν Γκίγκολντ (Γερμανία) και Μιχάλη Τρεμόπουλου (Ελλάδα). Του Θανάση Μακρή

Ads

Οι Οικολόγοι Πράσινοι θεωρούν κεντρικό ζήτημα τη φορολόγηση του πλούτου με βασικό χαρακτηριστικό το προσωπικό αφορολόγητο που καθορίζεται αθροιστικά από ό,τι έχει ο καθένας – φυσικό ή νομικό πρόσωπο – δηλώσει ως εισόδημα, ώστε με αυτόν τον τρόπο να εστιάζει στη σύλληψη μέρους της φοροδιαφυγής και να επιβραβεύει το συνεπή φορολογούμενο.

Γιατί άραγε υποστηρίζουν τη φορολόγηση του πλούτου οι Οικολόγοι;  

Γιατί η φορολόγηση του πλούτου έχει ισχυρή περιβαλλοντική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική διάσταση. Στο πρώτο μέρος θα περιγράψω την περιβαλλοντική και πολιτική διάσταση ενώ στο δεύτερο την οικονομική και κοινωνική για να καταλήξω στο γιατί η φορολόγηση του πλούτου είναι ανταποδοτική και στους πλούσιους.  

Ads

Η  ισχυρή περιβαλλοντική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
 
Ο πλούτος συνδέεται τόσο με την κλιματική αλλαγή όσο και με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Τόσο οι πλούσιες κοινωνίες, όσο και οι πλούσιοι μέσα στις κοινωνίες, συμβάλλουν με συντριπτικά πολλαπλάσιο ρυθμό στην περιβαλλοντική υποβάθμιση μέσα από την πρωτογενή και δευτερογενή κατανάλωση ενέργειας, αγαθών και πόρων ταυτόχρονα κι έτσι η κατανάλωση, ως συνάρτηση του πλούτου, γίνεται ένας από τους βασικούς ενόχους για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι πλούσιοι όχι μόνο έχουν περισσότερα, μεγαλύτερα, πιο ενεργοβόρα αυτοκίνητα, σπίτια, ταξίδια, τρόπους ψυχαγωγίας, αλλά και περισσότερη καθημερινή – και πολυτελή – αγορά προϊόντων, άρα και πολύ περισσότερα σκουπίδια, καυσαέρια και απόβλητα.

Από την άλλη, ο ίδιος ο πλούτος είναι αποτέλεσμα παραγωγικών διαδικασιών προϊόντων και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων που αποτελούν την κύρια πηγή του περιβαλλοντικού προβλήματος. Δηλαδή στη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία καταναλώνονται ως πρώτες ύλες αλλά και για συσκευασία ενέργεια, νερό, ορυκτά καύσιμα, δάση και άλλοι φυσικοί πόροι και επιπλέον παράγονται ρύποι σε νερά, αέρα, εδάφη, οικοσυστήματα και τροφική αλυσίδα. Η ρύπανση συνεχίζεται και στη διάρκεια ζωής των προϊόντων, όπως πχ από τη συσκευασία ενός αφρόλουτρου, την ενέργεια που καταναλώνει ένα κλιματιστικό, μια μπαταρία μετά τη χρήση, τον καπνό, τη γόπα ενός τσιγάρου, το καυσαέριο ενός αυτοκινήτου και δυστυχώς από μια σειρά τέτοιων ενδεικτικών παραδειγμάτων. Αν δούμε και τους άλλους τομείς που δίνουν πλούτο στις επιχειρήσεις στο χώρο των υπηρεσιών, όπως οι μεταφορικές εταιρείες και οι εταιρείες ηλεκτρισμού, που έχουν μεγάλη συμβολή στη ρύπανση του περιβάλλοντος και στην κατανάλωση ενεργειακών μη ανανεώσιμων πόρων, θα κατανοήσουμε ότι η δημιουργία του πλούτου άμεσα ή έμμεσα, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με την καταστροφή ή έστω την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Για παράδειγμα, είναι τεκμηριωμένο από διεθνείς οργανισμούς ότι το 80% της κλιματικής αλλαγής οφείλεται στους 25% πιο πλούσιους αυτού του πλανήτη.

Τέλος, ο πλούτος δημιουργεί ένα πρότυπο ζωής και κατανάλωσης στην κοινωνία και τις κοινωνίες σύμφωνα με το οποίο ο καθένας έχει στόχο να γίνει πλούσιος σε υλικά αγαθά, όπως να αποκτήσει, δεύτερο, μεγαλύτερο, πιο γρήγορο πιο χλιδάτο, αυτοκίνητο, σπίτια, ταξίδια, ψυχαγωγία, που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά στο περιβάλλον από την παραγωγή και τη χρήση ως και την απόρριψή τους. Και παρότι ο καπιταλισμός είναι πιο στενά συνδεδεμένος με τον πλούτο, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν ήταν λιγότερο επιβαρυντικές στο περιβάλλον, αφού παρά το χαμηλότερο βαθμό κατανάλωσης κι έτσι τη μικρότερη ατομική συμβολή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στον τομέα κυρίως της παραγωγής το οικολογικό αποτύπωμά τους ήταν βαρύ.

Φυσικά, ακόμα και αν με το πρασίνισμα της οικονομίας η συμβολή του πλούτου έπαυε να είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας του οικολογικού προβλήματος, οι Οικολόγοι Πράσινοι θα ζητούσαν τη φορολόγησή του γιατί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν είναι εφικτή χωρίς την κοινωνική, οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα.
 
Η πολιτική διάσταση της φορολόγησης του πλούτου
 
Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί τόσο δείκτη διαφάνειας και ουσιαστικής λειτουργίας της δημοκρατίας όσο και ενισχυτικό παράγοντά τους, καθώς με αυτή αποδυναμώνεται ο πολιτικός έλεγχος από τους οικονομικά ισχυρούς.

Η μη φορολόγηση των πλουσίων και η ύπαρξη «νόμιμων παράθυρων» για φοροαποφυγή, αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της δυνατότητας άσκησης πίεσης και ουσιαστικά εκβιασμού λίγων ισχυρών έναντι των πολλών. Είτε γίνεται με την επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών, δηλαδή σε παράβαση, μη τήρηση ή  πλημμελή τήρηση των νόμων (πχ λίστα Λαγκάρντ, πλημμελή έλεγχο), ή δεν υιοθετούνται υποτίθεται λόγω τεχνικών αδυναμιών (όπως η μη εφαρμογή ενιαίου φόρου ακινήτων επί περιουσιολογίου, συνεχίζοντας το χαράτσι λόγω μη τεχνικής ετοιμότητας), είτε γίνονται ανεκτά σχήματα φοροδιαφυγής όπως οι υπεράκτιες εταιρίες χωρίς αντιμετώπιση, είτε νομοθετικά προστατεύεται με απόρρητα και ασυλίες. Αλλά κυρίως με την ανυπαρξία σωρρευτικού προοδευτικού φόρου επί του πλούτου αυτού καθεαυτού. 

Ακριβώς λοιπόν η δύναμη που διαθέτει ο πλούτος για διακριτική μεταχείριση από την εξουσία, πρέπει να περιορίζεται. Αυτός ο περιορισμός -ή μη- αποτελεί και δείκτη διαπλοκής με την πολιτική εξουσία και ελέγχου της τελευταίας.  Η αναδιανομή του πλούτου δίνει την ευκαιρία στους πολίτες να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος μέσα από την παιδεία, την πληροφόρηση, την κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών λειτουργιών και των συμμετοχικών θεσμών.

Η φορολόγηση του πλούτου αποτελεί μια πράσινη πολιτική προτεραιότητα αιχμής για να σταματήσει άμεσα η άδικη υπερφορολόγηση με το αντικοινωνικό μέτρο του χαρατσιού στην εποχή της κρίσης.
 
* Ο Θανάσης Μακρής είναι εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων