Οκτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε χώρους εργασίας το διάστημα 22 έως 29 Μαΐου και 71 από την αρχή του έτους, με τελευταίο το εργατικό δυστύχημα στο Πέραμα, με θύμα έναν 47χρονο, πατέρα δύο παιδιών.

Ads

Οι εργαζόμενοι κάνουν λόγο για εργοδοτικό «προδιαγεγραμμένο έγκλημα» και καταγγέλλουν εντατικοποίηση της εργασίας και κενά στην ασφάλεια. Ζητούν μεταξύ άλλων εκτεταμένους ελέγχους και συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Διαβάστε: Πέραμα: Ένας νεκρός σε εργατικό δυστύχημα

Τα τελευταία χρόνια άλλωστε τα εργατικά δυστυχήματα αυξάνονται. Από το 2019 όπου είχαμε 51 νεκρούς και το 2020 41, φτάσαμε στο 2022 να έχουμε 104 νεκρούς εργαζόμενους, και μόνο στους πέντε μήνες του 2023 να έχουμε 71.

Ads

Μιλώντας γενικότερα για τα ζητήματα ασφάλειας και υγείας στην εργασία, ο Ανδρέας Στοϊμενίδης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Τεχνικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΟΣΕΤΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, υποστηρίζει πως θα σημειωθεί νέο μαύρο ρεκόρ, αφού το 2023 οι νεκροί αναμένεται να είναι περισσότεροι από την προηγούμενη χρονιά.

«Κάθε μήνας είναι πιο δύσκολος από τον προηγούμενο. Συνήθως το δεύτερο 6μηνο ή το τρίτο 4μηνο, είναι περίοδοι κορύφωσης των εργατικών δυστυχημάτων, σύμφωνα με την στατιστική ανάλυση που κάνουμε», λέει στο tvxs.

Όπως υποστηρίζει, για μια σειρά από λόγους, φαινόταν εδώ και χρόνια πως θα έρθουμε αντιμέτωποι με αυτή τη ζοφερή κατάσταση. «Είχαμε δει ότι είχαν αποδυναμωθεί οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, με την υποβάθμιση του σώματος επιθεωρητών εργασίας, από ειδική γραμματεία σε γενική διεύθυνση, και ακολούθησε με το νόμο Χατζηδάκη ο πειραματισμός μετατροπής της σε ανεξάρτητη αρχή, όπου είχαμε εντοπίσει ως βασική αιτία του πειραματισμού αυτού, όχι την αντιμετώπιση των εργατικών δυστυχημάτων, αλλά την απέκδυση της πολιτικής ευθύνης από την πλευρά του υπουργείου», τονίζει, για να προσθέσει τα εξής:

«Είχαμε δει ότι ο τριμερής διάλογος μεταξύ εργαζομένων – εργοδοτών – κυβερνήσεων, ο οποίος είναι η θεμελιώδης βάση για την συναπόφαση και την εφαρμογή των θεμάτων υγείας και ασφάλειας στην εργασία σε όλη την Ευρώπη, δεν λειτουργεί. Το μοναδικό όργανο που υφίσταται είναι το Εθνικό Συμβούλιο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην εργασία, το οποίο έχει μια τυπική λειτουργία, για την έγκριση κάποιων προγραμμάτων κατάρτισης, για την διατύπωση κάποιων απόψεων επί εγκυκλίων και υπουργικών αποφάσεων, ενώ εμείς θεωρούσαμε ότι έπρεπε να αποκτήσει ουσιαστική λειτουργία για την αντιμετώπιση της ζοφερής κατάστασης».

Ο κ. Στοϊμενίδης προτείνει την ίδρυσης μιας ολιγομελούς ομάδας, «στην οποία θα μπορούσε να συμμετέχει ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ένας των εργαζομένων κι ένας από την πλευρά της εργοδοσίας, για να αντιμετωπιστούν άμεσα κάποια ζητήματα».

Διαβάστε: Εργατικό δυστύχημα στο Πέραμα: Ελλιπή μέτρα ασφαλείας καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι

Οι συλλογικές συμβάσεις αγνοούνται

Βασικό πρόβλημα αποτελεί η απουσία υπογραφής συλλογικών συμβάσεων, την ώρα που στην Ευρώπη, στον ιδιωτικό τομέα, αυτές αποτελούν τον κανόνα. «Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που αφορά στη Δημοκρατία στην εργασία, είναι η μη αποκατάσταση του μνημονιακού εργασιακού δικαίου, καθώς ενώ εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει η πολιτική διατύπωση ότι φύγαμε από τα μνημόνια, συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν έχουμε».

Όπως επισημαίνει, οι συλλογικές συμβάσεις «έχουν να κάνουν με τη Δημοκρατία στην εργασία. Δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αμοιβή των εργαζομένων. Έχουν να κάνουν με τους όρους εργασίας των εργαζομένων και με την ενδυνάμωση των συνδικάτων, ώστε να υπάρχει μια ισορροπία με την εργοδοσία.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 85% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 23,4%».

«Καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη πίεση δέχονται τα συνδικάτα όταν δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, έτσι ώστε να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους γύρω τους, και πόσο αδύναμοι είναι οι εργαζόμενοι σε μια συζήτηση με την εργοδοσία, καθώς και τα ζητήματα υγείας και ασφάλειας στην εργασία, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα αντιμετωπίζουν. Αυτοί συνεργάζονται με την τεχνικό ασφαλείας και ζητούν από τον εργοδότη για παράδειγμα την αντιμετώπιση κάποιων ζητημάτων. Όταν έρχεται από αδύναμη θέση ο εργαζόμενος και το συνδικάτο, αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν», συνεχίζει ο ίδιος.

Τα υπόλοιπα προβλήματα και ο νόμος Χατζηδάκη

Επιπρόσθετα, ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα το οποίο επιδεινώνει την κατάσταση, είναι η μη ύπαρξη φορέα ασφάλισης επαγγελματικού κινδύνου και επαγγελματικών ασθενειών: «Σε αυτό τον φορέα οι εργοδότες θα κατέβαλλαν ασφάλιστρα σε σχέση με τα εργατικά ατυχήματα που έχει κάθε επιχείρηση. Άρα, θα έδινε ένα κίνητρο ουσιαστικά, οι καλοί εργοδότες να πληρώνουν χαμηλό ασφάλιστρο και οι κακοί υψηλό. Με αυτό τον τρόπο θα πληρώναμε και ως χώρα τα εργατικά δυστυχήματα. Αυτή τη στιγμή, ουσιαστικά την εργατική αυθαιρεσία καλείται να την πληρώσει ο πολίτης, μέσω των δημοσίων δαπανών ασφάλισης και υγείας».

Ο ίδιος εντοπίζει και πρόβλημα όσον αφορά στην απονομή δικαιοσύνης. Όπως δηλώνει στο Tvxs.gr, υπάρχουν πολύ μεγάλες καθυστερήσεις σε υποθέσεις εργατικών δυστυχημάτων, με διαρκείς αναβολές. «Επίσης, υπάρχει διάχυση των ευθυνών, από τον εργοδότη στα μεσαία στελέχη των επιχειρήσεων, οι οποίοι είναι κι αυτοί ουσιαστικά εργαζόμενοι», προσθέτει ο κ. Στοϊμενίδης, φέροντας ως παράδειγμα έναν μηχανικό που αναγκάζεται να επιβλέπει οκτώ έργα μαζί.

Οι ήδη υπάρχουσες ζοφερές συνθήκες ωστόσο επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο με το νόμο Χατζηδάκη, όπου όπως τονίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων Τεχνικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΟΣΕΤΕΕ), «δόθηκε η δυνατότητα στους εργοδότες να επεκτείνουν το χρόνο εργασίας των εργαζομένων, χωρίς επιπλέον αμοιβή. Αυτό συνέβαλλε αρνητικά στην εντατικοποίηση της εργασίας».

«Επίσης, κάτι που άλλαξε, είναι ότι ενώ με την εξέλιξη των επιστημών της υγείας και της τεχνολογίας περιμέναμε ότι όλο αυτό θα συνεισφέρει θετικά στα θέματα υγείας και ασφάλειας στην εργασία, στη χώρας μας και με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που ψηφίστηκε (4808), η αγορά άνοιξε με πάρα πολύ άγριους ρυθμούς», υπογραμμίζει ακόμη.

Τα νομοθετήματα που δημιούργησαν επιπλέον κινδύνους

Υπάρχουν ωστόσο κι άλλα νομοθετήματα, συγκεκριμένα του περσινού φθινοπώρου, τα οποία αντί να λύνουν ζητήματα, δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους. «Μια διάταξη του υπουργείου Ανάπτυξης, έδινε τη δυνατότητα σε μη αδειούχους χειριστές μηχανημάτων ανύψωσης φορτίων, να τα χειρίζονται για την ανύψωση φορτίων μέχρι 2μιση τόνων, όταν ξέρουμε ότι το 90% αφορά τέτοια φορτία.

Επίσης, δινόταν η δυνατότητα σε μη αδειούχους ηλεκτρολόγους να εργάζονται σε ηλεκτρικά έργα στο έδαφος. Αλλά ακόμα και στο έδαφος, εάν κάποιος δεν είναι αδειούχος, δεν μπορεί να προστατευθεί από μια επικίνδυνη συνθήκη. Στη χώρα μας άλλωστε δεν είναι και σπάνιο το να πει ένας εργολάβος στον εργαζόμενο “άντε ανέβα πάνω να τελειώνουμε”. Ποιος θα το ελέγξει αυτό;». Κι όλα αυτά την ώρα που όπως παρατηρεί και ο ίδιος, είχαμε αύξηση των εργατικών δυστυχημάτων σε αυτές τις εργασίες.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη πως οι παραπάνω θάνατοι έχουν κατά βάση ταξικό πρόσημο. «Αφορούν ανθρώπους οι οποίοι καλούνται να κάνουν μια απολύτως εξειδικευμένη εργασία, χωρίς οι ίδιοι να είναι εκπαιδευμένοι κι ενώ αμείβονται με πάρα πολύ χαμηλούς μισθούς. Είναι άνθρωποι που δεν είναι οργανωμένοι στα συνδικάτα, συνήθως δηλαδή εμποδίζεται η οργάνωσή τους, και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Όταν όμως γενικεύεται ένα φαινόμενο, γιατί πλέον έχουμε γενίκευση, τότε κανείς δεν γλιτώνει από αυτό», λέει στο Tvxs ο Ανδρέας Στοϊμενίδης. Ειδικοί κατηγορία αποτελούν και οι μετανάστες εργάτες, μερικοί από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους ως χειριστές κλαρκ, μη αδειούχοι.

Επαγγελματικές ασθένειες… δεν υπάρχουν

Τέλος, ένα ακόμη ζήτημα που βάζει στη συζήτηση ο κ. Στοϊμενίδης, είναι αυτό των επαγγελματικών ασθενειών. «Σε όλη την Ευρώπη υπάρχει η παραδοχή ότι 200 χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω παθήσεων που οφείλονται στο περιβάλλον εργασίας. Στην Ελλάδα, τα τελευταία 5 χρόνια μετρήθηκε μόνο μια τέτοια περίπτωση, όπου ένα δικαστήριο αναγνώρισε ως επαγγελματική ασθένεια το θάνατο από καρδιακή προσβολή ενός ανθρώπου».

Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο ίδιος, οι θάνατοι από επαγγελματικές ασθένειες είναι στην πραγματικότητα περισσότεροι από τα εργατικά δυστυχήματα. «Πόσοι εργάτες γης ή εργάτες σε κατασκευαστικά έργα ή σε μια βαριά βιομηχανία πεθαίνουν ύστερα από κάποια χρόνια μετά τη λήξη της εργασίας τους; Δεν γίνονται προεπιδημιολογικοί έλεγχοι, δεν υπάρχει καταγραφή, αλλά ούτε και σχετικές έρευνες». Εφόσον λοιπόν δεν τις μετράμε, δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε.

Συμπερασματικά, τα ζητήματα ασφάλειας και υγείας στην εργασία δυστυχώς δεν αποτελούν προτεραιότητα. Το υπάρχον καθεστώς βέβαια ευνοεί την ύπαρξη χαμηλού κόστους εργασίας.

«Τα μέτρα ασφαλείας έχουν ένα κόστος, όπως και η απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού. Έχουμε λοιπόν αύξηση του περιθωρίου κέρδους, ειδικά των κακών επιχειρηματιών», καταλήγει ο Ανδρέας Στοϊμενίδης.