«Έφυγε» από τη ζωή, λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα της Τετάρτης, ο Κώστας Βουτσάς, σε ηλικία 88 ετών. Ο δημοφιλής ηθοποιός εισήχθη την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου στο νοσοκομείο με λοίμωξη του αναπνευστικού. Παρά τις τελευταίες θετικές πληροφορίες ότι η κατάσταση της υγείας του καλυτερεύει, τελικά δεν τα κατάφερε.

Ads

Ο Κώστας Βουτσάς συνέχισε μέχρι σχεδόν την τελευταία στιγμή να προσφέρει στο θέατρο. Μάλιστα λίγες ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο έπαιζε στην παιδική παράσταση του θεάτρου Μπρόντγουέι, «Σταχτοπούτα».

Το ιατρικό ανακοινωθέν

Το νοσοκομείο Αττικόν, στο οποίο νοσηλευόταν ο αγαπημένος ηθοποιός, εξέδωσε το τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν. 

Ads

«Ο Κώστας Βουτσάς εισήχθη στο Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ» στις 7 Φεβρουαρίου 2020 με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία, που οδήγησαν σε διασωλήνωση και εισαγωγή στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ετέθη σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και της νεφρικής λειτουργίας. Η κατάστασή του σταθεροποιήθηκε αρχικά, αλλά την 24η Φεβρουάριου το βράδυ παρουσίασε σημαντική επιδείνωση που εξελίχθηκε σε πολυοργανική ανεπάρκεια και κατέληξε πάρα τις γενόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις, στις 26/02/2020 στις 02:24» αναφέρει το ιατρικό δελτίο.

Το «αντίο» της συζύγου του

Η τελευταία του σύζυγος, η Αλίκη Κατσαβού, δημοσίευσε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram μια φωτογραφία του ηθοποιού και την συνόδευσε με το εξής μήνυμα:

«Κλάψε καρδιά μα μη ραγίσεις. Αντί να γιορτάσουμε αύριο την 4η επέτειο του γάμου μας σε αποχαιρετώ λατρεμένε μου! Θα ζεις στην καρδιά μου και στο γέλιο του Φοίβου μας. Είσαι ένας γίγαντας σε όλα σου, που ως κι ο χάρος σε φοβήθηκε και 20 μέρες τώρα πάλευε να σε πάρει. Σε ευχαριστώ για όλα» , έγραψε χαρακτηριστικά στη λεζάντα που την συνόδευε.

Διαβάστε επίσης:

Μια ζωή ποιώντας ήθος

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης. Το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα τα έλεγαν «βουτσιά». Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, ένας θιασάρχης τού είχε προτείνει να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά αρνήθηκε.

Ο πατέρας του, Απόστολος, ήταν μέλος του ΚΚΕ και ο μικρός τότε Κώστας έζησε από πρώτο χέρι τις διώξεις, τον βασανισμό και τον εκτοπισμό του από τη Θεσσαλονίκη όταν αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Την περίοδο της Κατοχής, στα μαθητικά του χρόνια ο Κώστας Βουτσάς ήταν Αετόπουλο, ενώ παράλληλα έκανε δουλειές του δρόμου για να βοηθήσει και την οικογένειά του. 

Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα κι έλαβε μέρος στην παράσταση της καστασκήνωσης. Έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.

Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων (μπουλούκια).

Υπήρξε σύζυγος της ηθοποιού και χορεύτριας Έρρικας Μπρόγερ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα (1972). Έχει άλλες δύο κόρες από τον δεύτερο γάμο του, με τη Θεανώ Παπασπύρου, τη Θεοδώρα (1977) και τη Νικολέτα (1979), με την πρώτη να ακολουθεί τα δικά του βήματα στο χώρο της ηθοποιίας. Ο θετός γιος του (από προηγούμενο γάμο της τρίτης γυναίκας του Εύης Καραγιάννη, πρώην μοντέλου και ηθοποιού), Άνθιμος Ανανιάδης, είναι επίσης ηθοποιός.

Το 2016 παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού, με την οποία απέκτησαν ένα γιο, τον Φοίβο.

Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» με το έργο «Άνθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» όπου εμφανίστηκε ως κομπάρσος. Στην Αθήνα ήλθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958 ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό. Μαζί της εμφανίστηκε στην επιθεώρηση “Πάρε Κόσμε” στο θέατρο “Περοκέ” (1958). Την επόμενη σεζόν εντάχτηκε στο δυναμικό του θεάτρου “Ακροπόλ” όπου εμφανίστηκε σε επιτυχημένες επιθεωρήσεις. Στον κινηματογράφο συνέχισε τις εμφανίσεις παίζοντας αρχικά σε δεύτερους ρόλους, όπως στις ταινίες “Η κυρά μας η μαμή” (1958), “Το αγόρι που αγαπώ” (1960), “Η Αλίκη στο ναυτικό” (1961) κ.ά..

Ξεχώρισε το 1961 στην ταινία του Γ. Δαλιανίδη “Ο Κατήφορος” και από την επόμενη χρονιά αρχίζουν οι πρώτοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Μία σειρά από πρωταγωνιστικούς ρόλους σε κωμωδίες, δίπλα σε γνωστούς άλλους πρωταγωνιστές, τον βοηθάνε να καθιερωθεί. Τον συναντάμε στις ταινίες “Μερικοί το προτιμούν κρύο” (1962), “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης” (1963), “Ζητείται τίμιος” (1963), “Κάτι να καίει” (1964), “Τέντυ μπόι αγάπη μου” (1965), “Ραντεβού στον αέρα” (1965), “Κορίτσια για φίλημα” (1965).

Μετά την καθιέρωση του ακολουθούν οι ταινίες “Το πιο λαμπρό μπουζούκι” (1968), “Ο άνθρωπος της καρπαζιάς” (1969), “Ένας άφραγκος Ωνάσης” (1969), “Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά” (1970), “Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ” (1970), “Εθελοντής στον έρωτα” (1971), “Αγάπησα μια πολυθρόνα” (1971), “Ο αντιφασίστας” (1972), “Επτά χρόνια γάμου” (1972), “Αγάπη μου παλιόγρια” (1972), “Τον αράπη κι αν τον πλένεις” (1973), “Ο αισιόδοξος” (1973), “Ένας τρελός, τρελός αεροπειρατής” (1973). Παράλληλα στο θέατρο την περίοδο 1964-72 εμφανίζεται ως συνθιασάρχης με όλα τα μεγάλα ονόματα της κωμωδίας, ενώ από το 1972 και μετά συγκροτεί δικούς του θιάσους.

Έχει λάβει μέρος σε τουλάχιστον 76 ταινίες. Το 1982 σκηνοθέτησε την μοναδική του ταινία με τίτλο «Και το Λουρί της Μάνας». Το 1984 το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον τίμησε με ειδικό βραβείο για την συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο, με αφορμή την ταινία «Ο Έρωτας του Οδυσσέα» (1984) του Β. Βαφέα. Σημαντική ήταν και η παρουσία του στη μικρή οθόνη.