Σε ένα νομοσχέδιο δόθηκαν για διαβούλευση το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό. Το νομοσχέδιο με τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό και τις συντάξεις και τις αλλαγές στη φορολογία των εισοδημάτων τίθεται σε δημόσια διαβούλευση και κατατίθεται το απόγευμα της Τρίτης στη Βουλή στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές.

Ads

Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο θεσπίζει ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους σε Δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά και για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Οι νέες συντάξεις με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι αυξημένες για όσους έχουν εισόδημα μέχρι τα 1.000 ευρώ. Στον αντίποδα, σημαντικές θα είναι οι μειώσεις για τους υψιλόμισθους ασφαλισμένους με πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό άνω των 1.500 ευρώ. Ειδικά για το Δημόσιο, οι απώλειες για όσους συνταξιοδοτηθούν από την ψήφιση του νόμου και μετά, ενδέχεται να αγγίξουν και το 30% (μεσοσταθμικά 15%-20%) σε σύγκριση με το σημερινό καθεστώς. Στον αντίποδα, προστατευμένες θεωρούνται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, καθώς παραμένουν στο σημερινό τους ύψος έως το τέλος του 2017 και στη συνέχεια διατηρούνται σε αυτό έως ότου μηδενιστεί η «προσωπική διαφορά».

Επίσης προβλέπεται αύξηση εισφορών κατά μια μονάδα για μια τριετία, 0,5 της μονάδας για τους εργοδότες και 0,5 για τους εργαζόμενους από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019. Ειδικότερα, σχετικά με τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης, από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων, πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο ΕΤΕΑ όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015.

Ads

Άλλες ειδικές εισφορές άπαξ καταβαλλόμενες από τους ασφαλισμένους εντασσόμενων στο ΕΤΕΑ ταμείων, τομέων κλάδων και λογαριασμών, καθώς και άλλα επιπλέον έσοδα που προκύπτουν, πέραν από τις ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, παύουν να καταβάλλονται από 1.1.2018.

Η ανταποδοτική σύνταξη η οποία θα προστίθεται στην εθνική, θα ανέρχεται στο 11,5% του μισθού των εν ενεργεία ασφαλισμένων και θα φτάνει στα 40%, αλλά για 40 έτη ασφάλισης.

Από 1.6.2016 και μέχρι την 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο ΕΤΕΑ και στα εντασσόμενα σε αυτό ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του εισοδήματος. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο ΕΤΕΑΕΠ, υπολογίζεται σε ποσοστό 6,5% επί του εισοδήματος. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015. Με απόφαση των υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δύναται, εντός του διαστήματος των τριών αυτών ετών, θα μειώνεται αναλόγως το ύψος των εισφορών των ασφαλισμένων μισθωτών και αυταπασχολούμενων, ανάλογα με την αύξηση της εισπραξιμότητας αυτών. Εισφορές που καταβλήθηκαν νόμιμα δεν επιστρέφονται.

Σε άλλα άρθρα του νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι η σύνταξη λόγω θανάτου θα καταβάλλεται στους χήρους που έχουν συμπληρώσει το 55 έτος ηλικίας, ενώ για τους νεώτερους θα καταβάλλεται μόνο για μια 3ετια. Για όσους λαμβάνουν σήμερα διπλές συντάξεις τίθεται πλαφόν 720 ευρώ. Επίσης με άλλη διάταξη θα καταβάλλονται εισφορές από τους απασχολούμενους για κάθε απασχόληση, ενώ όσοι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία, θα περικόπτεται το 60% της σύνταξης.

Αναφορικά με τις εισφορές ασφαλισμένων στον ΟΓΑ, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του κλάδου κύριας ασφάλισης αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν, από 1.1.2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα, ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα, εκτός αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση. Σε αυτή την περίπτωση, η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της.

Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ’ επάγγελμα αγρότες, ορίζεται από την 1.1.2022 σε ποσοστό 20%, αυξανόμενο σταδιακά από την 1.7.2015 έως την 1.1.2022, ως εξής:

  • Από 1.7.2015 έως 31.12.2016, το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10% επί των υφισταμένων κατά τη δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
  • Από 1.1.2017 και εφεξής, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
  • Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017, το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%.
  • Για το διάστημα από 1.1.2018 και έως 31.12.2018, το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19%, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19.5% και από 1.1.2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%.