Τρία χρόνια μετά την δολοφονία, με χαρακτηριστικά λιντσαρίσματος, του ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, Ζακ Κωστόπουλου, το αντιρατσιστικό – αντιφασιστικό κίνημα βγαίνει και πάλι στον δρόμο απαιτώντας δικαιοσύνη και παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων, με νέα δύναμη που πηγάζει από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, με αφετηρία τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Ads

Άλλωστε, η συμβολική σύνδεση των δύο τραγωδιών «σφραγίστηκε» με συγκλονιστικό τρόπο στο αντιφασιστικό συλλαλητήριο για τον Παύλο το περασμένο Σάββατο, όπου ο φωτογραφικός φακός κατέγραψε την αγκαλιά των δύο μανάδων, λίγο πριν το ξεκίνημα της πορείας από το Κερατσίνι.

image

(Πηγή φωτογραφίας: Justice For Zak/Zackie)

Ads

Μετά την επ’ αόριστο διακοπή της δίκης για την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου τον περσινό Νοέμβριο – με υγειονομική επιχειρηματολογία λόγω πανδημίας που εξόργισε την πλευρά του θύματος – η δίκη είναι προγραμματισμένη να ξεκινήσει από την αρχή, με νέα σύνθεση στην έδρα και νέους ενόρκους, στις 20 Οκτωβρίου.

Ίδιο θα είναι όμως το κατηγορητήριο, δηλαδή θανατηφόρα σωματική βλάβη και όχι ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, όπως ζητάει η οικογένεια του ακτιβιστή. Ίδιοι θα είναι και οι κατηγορούμενοι. Δηλαδή ο κοσμηματοπώλης με τον κτηματομεσίτη και τέσσερις από τους οκτώ αστυνομικούς, με την οικογένεια να ζητά εξαρχής να συμπεριληφθούν και οι υπόλοιποι τέσσερις αστυνομικοί, καθώς και ο διασώστης του ΕΚΑΒ στον οποίο η ΕΔΕ που ακολούθησε διαπίστωσε πειθαρχικές ευθύνες.

Για την Τρίτη, 21 Σεπτεμβρίου, ημέρα της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, έχει προγραμματιστεί συγκέντρωση, στις 18:00 στη Γλάδστωνος και πορεία στο Σύνταγμα με τη συμμετοχή πολλών οργανώσεων και συλλογικοτήτων και με κεντρικό σύνθημα: «Τρία χρόνια χωρίς Δικαιοσύνη, τρία χρόνια μνήμη, τρία χρόνια αγώνα». 

Με αφορμή την τραγική επέτειο της δολοφονίας, το Tvxs.gr συνομίλησε με τον αδερφό του Ζακ, τον Νίκο Κωστόπουλο.

Το χρονικό

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 στην οδό Γλάδστωνος στο κέντρο της Αθήνας, ο Ζακ Κωστόπουλος, υπό αδιευκρίνηστες συνθήκες – οι οποίες ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, δεν είχαν σχέση με κλοπή – βρέθηκε παγιδευμένος μέσα σε κοσμηματοπωλείο, λόγω του μηχανισμού ασφάλειας της πόρτας. Στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί χρησιμοποίησε έναν πυροσβεστήρα για να σπάσει την πόρτα και μετά έσπασε τα τζάμια της βιτρίνας και κυλίστηκε έξω από το κατάστημα.

Ο ιδιοκτήτης  του κοσμηματοπωλείου και ένας κτηματομεσίτης δεν αφήνουν τον Ζακ να φύγει και τον ξυλοκοπούν αγρίως. Διερχόμενος διασώστης του ΕΚΑΒ σε μοτοσικλέτα παρεμβαίνει για να δώσει πρώτες βοήθειες στο θύμα, αλλά, όπως θα τεκμηρίωνε αργότερα πόρισμα σχετικής ΕΔΕ, ο διασώστης έκρινε πως ο Ζακ είναι νεκρός, δεν έκανε ανάνηψη και απέτρεψε το πλήρωμα του ασθενοφόρου, που είχε φτάσει πλέον στο σημείο, να παράσχει τις πρώτες βοήθειες. Αργότερα, στο φως ήρθε βίντεο που δείχνει τους αστυνομικούς να επιτίθενται στο αιμόφυρτο θύμα που είναι πεσμένο μπρούμυτα, να το ακινητοποιούν, να του πατάνε τα πόδια και τον λαιμό, να του τραβάνε τα χέρια και να τον σέρνουν βίαια.

Οι «διαρροές» για το «ποιόν» του Ζακ Κωστόπουλου και το αρχικό αφήγημα ότι ουσιαστικά επρόκειτο για «ναρκομανή» «κλεφτρόνι» κατέρρευσαν πολύ γρήγορα, με την ιατροδικαστική έκθεση. Σύμφωνα με αυτήν, ο Ζακ Κωστόπουλος πέθανε από το στρες που τον κατέβαλε από τα χτυπήματα. Οι «αλλοιώσεις μυοκαρδίου σε έδαφος πολλαπλών τραυμάτων σώματος από τις οποίες επήλθε ο θάνατος συνδέονται αιτιωδώς με τα πολλαπλά τραύματα που έφερε ο θανών σε διάφορα σημεία του σώματος». Αυτά τα χτυπήματα του «προκάλεσαν έντονη στρεσογόνα κατάσταση που απέβη μοιραία για τη ζωή του».

Στον οργανισμό του θύματος του περιστατικού στη Γλάδστωνος δεν ανιχνεύτηκε καμία ναρκωτική ουσία, ενώ η εξέταση είναι θετική μόνο στην κατηγορία των οργανικών φαρμάκων, όπου ανιχνεύτηκε ουσία που εμπεριέχεται στα κοινά αναλγητικά φάρμακα. Η ποσότητα αλκοόλ στο αίμα δε, ήταν τόσο μικρή που δεν εμπίπτει καν στους κανονισμούς για τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κλοπιμαία δεν βρέθηκαν, δεν απείλησε τη ζωή κανενός και δεν έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, από τα οποία να προκύπτει κίνδυνος για άλλους ανθρώπους.

Το κατηγορητήριο

Μετά από όλα αυτά – και με ένα μαζικότατο και πολύμορφο αντιρατσιστικό κίνημα να έχει ήδη ξεσηκωθεί – η οικογένεια ζήτησε την παραπομπή με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση, αλλά το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο υιοθέτησε πλήρως την εισαγγελική πρόταση, η οποία, παρά το σκεπτικό της, έριξε στα «μαλακά» τους κατηγορούμενος.

Ο εισαγγελέας λοιπόν στο σκεπτικό του δεν αποδέχεται κανένα επιχείρημα περί άμυνας των κατηγορουμένων. Αντίθετα, κάνει λόγο για «τιμωρητικές ενέργειες» των δραστών και στον «εξευτελισμό του θύματος στα όρια του λιντσαρίσματος». Επισημαίνει ρητά ότι ο θάνατος του Ζακ δεν θα επέρχονταν, εάν δεν είχε πληγεί με το συγκεκριμένο τρόπο στη οδό Γλάδστωνος και αναγνωρίζει ότι όταν χτυπάς έναν άνθρωπο με σφοδρότητα στο κεφάλι ξέρεις καλά ότι μπορεί να τον σκοτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι το επιδιώκεις ή τουλάχιστον το αναλαμβάνεις σαν ενδεχόμενο. Ωστόσο, δεν αποδίδει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Έτσι, ο καταστηματάρχης και ο μεσίτης που επιτέθηκαν στον Ζακ Κωστόπουλο, αλλά και οι τέσσερις αστυνομικοί, που επίσης τον χτύπησαν άγρια για να τον συλλάβουν, παραπέμπονται με το αδίκημα της πρόκλησης θανατηφόρου σωματικής βλάβης.

«Νιώθω οργή επειδή οι κατηγορούμενοι είναι ακόμη είναι ελεύθεροι»

Τρία χρόνια μετά λοιπόν και με την έναρξη της δίκης να πλησιάζει, το Tvxs.gr, μίλησε με τον μικρό αδελφό του Ζακ, τον Νίκο Κωστόπουλο, ζητώντας καταρχήν να μάθουμε τι περιμένει από την διαδικασία.

«Πολύ βασική μου ανάγκη είναι να φανεί η σαπίλα του συστήματος και η σαπίλα των ίδιων των κατηγορουμένων», απαντά. «Δεν μου αρκούν οι κατηγορίες που έχουνε. Είναι πολύ ελαφριές και δεν είναι όλοι στο κατηγορητήριο. Είναι μόνο τέσσερις από τους οκτώ αστυνομικούς, δεν περιλαμβάνεται ο ΕΚΑΒίτης, και φυσικά είναι ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης. Αλλά είναι όλοι με σκοπούμενη θανατηφόρα σωματική βλάβη και όχι για ανθρωποκτονία. Δυστυχώς, όπως λειτουργεί το σύστημα και βλέποντας και παρακολουθώντας και άλλες υποθέσεις, διακρίνω πως και ισόβια να φάει κάποιος σε λίγα χρόνια βγαίνει έξω. Το εύχομαι να φάνε ισόβια αν και το βλέπω δύσκολο έτσι όπως είναι το κατηγορητήριο αλλά σημασία έχει να κριθούν ένοχοι. Ένοχοι και για την σωστή κατηγορία. Εγώ αναμένω ακόμα να αλλάξουν οι κατηγορίες κατά τη διάρκεια της δίκης και να γίνει ανθρωποκτονία.».

Τον ρωτάμε αν έχουν αμβλυνθεί ή αλλάξει κάποια συναισθήματα στο πέρασμα αυτών των τριών χρόνων. Ο Νίκος δηλώνει οργισμένος επειδή «ακόμη είναι ελεύθεροι». «Ότι ζουν την ζωή τους ακριβώς όπως πριν. Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι από την καθημερινότγητά τους, εκτός από το ότι έκλεισε το κοσμηματοπωλείο. Ο άλλος συνεχίζει κανονικά την ζωή του και φαίνεται πως παρενοχλεί κιόλας, χτύπησε την δημοσιογράφο* και στο πρώτο δικαστήριο ήταν εριστικός απέναντί μας. Αυτό με ενοχλεί. Ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι έξω. Όπως και οι αστυνομικοί. Δεν έχουμε κανένα νέο για απόλυση ή παύση εργασίας, δεν γνωρίζουμε τι γίνεται με την ΕΔΕ. Οι δικηγόροι το κοιτάνε κατά περιόδους, αλλά ούτως ή άλλως η ΕΔΕ είναι μια εσωτερική διαδικασία και αν δεν βγάλουν οι ίδιοι την πληροφορία είναι δύσκολο να μάθεις κάτι.».

Εκτός όμως από το ποινικό και δικαστικό μέρος της υπόθεσης υπάρχει και το κοινωνικό – πολιτικό. «Δυστυχώς», τονίζει ο Νίκος, «ο Ζαχαρίας, όντας και έχοντας πολλές ταυτότητες – οροθετικός, ακτιβιστής, όλα αυτά τα πράγματα που ήταν – δέχθηκε τρομακτικές επιθέσεις, οι οποίες αποκάλυψαν ένα μεγάλο κομμάτι της σαπίλας της κοινωνίας. Από το να τον αποκαλουν πρεζάκι και ληστή, από τα ομοφοβικά σχόλια, από τα σχόλια για την οροθετικότητά του. Κι αν ήταν ναρκομανής, ας πούμε, άξιζε να δολοφονηθεί; Βγήκε ένα κομμάτι της κοινωνίας που υπήρχε, απλά φάνηκε. Φάνηκε και είμαστε σε θέση πλέον να γνωρίζουμε ότι υπήρχει και πρέπει οι φωνές ενάντια σε αυτό να είναι πιο δυνατές.».

Υπάρχουν όμως και οι φωνές αντίστασης που υψώθηκαν. «Υψώθηκαν ναι. Ήταν συγκινητικό πώς συσπειρώθηκε ο απλός κόσμος που απλά είδε το άδικο και διαφορετικά κινήματα και οργανώσεις και ασχολήθηκαν με την υπόθεση. Και ασχολούνται και θέλουν να μαθαίνουν και θέλουν δικαιοσύνη και αυτό με αγγίζει πολύ. Το ειστράττω σε μεγάλο κομμάτι. Είμαι και άνθρωπος που πιστεύω ότι ο ρατσιστής, ο ομοφοβικός, δεν αλλάζει εύκολα. Αλλά μεγαλώνοντας την φωνή και αντιδρώντας, ίσως μπει στη φωλιά του, ίσως να μην το εκφράζει δημόσια και να παρενοχλεί. Δεν θα αλλάξει εσωτερικά το πώς σκέφτεται, αλλά να φορβάται να το εκφράσει.».

Η τελευταία ερώτηση ήταν πιο προσωπική. Πώς σκέφτεται σήμερα τον Ζακ. «Μου έρχεται η φιγούρα του, οι ατάκες του, το χιούμορ του. Όλα τα θετικά. Το πόσο γελούσαμε. Ειδικά οι ατάκες του. Γιατί πάντα είχε ατάκα. Κάθε συνθήκη, αρνητική ή θετική την διακωμωδούσε με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Και κάτι αρνητικό να συνεβαινε το έφερνε έτσι ώστε τελικά να γελούσες με αυτό. Είχε έναν τρόπο να αντιμετωπίζει τα πράγματα που έκανε τους άλλους ανθρώπους να γελάνε. Καμιά φορά το τραγικό κρύβει και το γέλιο. Οπότε έβρισκε αυτό το κομμάτι του τραγικού, πάντα.».

Σύμφωνα με την καταγγελία της, στις 23 Δεκεμβρίου 2019, το απόγευμα, στην οδό Γλάδστωνος, η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εργατική Αλληλεγγύη» Αφροδίτη Φράγκου, δέχθηκε επίθεση με γροθιά στο πρόσωπο από τον μεσίτη, τον έναν από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, επειδή αφαίρεσε από τα ρολά του κοσμηματοπωλείου αφίσες ακροδεξιού περιεχομένου, που σκέπαζαν γκράφιτι αφιερωμένο στη μνήμη του Ζακ. Την ώρα που αφαιρούσε τις αφίσες, αισθάνθηκε κάποιον να την τραβά και να της λέει ότι αυτό που κάνει «είναι φασιστικό». Η δημοσιογράφος αντέδρασε, με αποτέλεσμα να δεχτεί τη γροθιά του δράστη στο σαγόνι, ενώ της φώναζε «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Η δημοσιογράφος τον φωτογράφισε για να μπορέσει να τον ταυτοποιήσει αργότερα, όπως και έγινε.