Ο εισαγγελέας έγειρε ελαφρά προς τα πίσω και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, πέρασε το δεξί του χέρι μέσα από τα γκριζαρισμένα μαλλιά του κι ύστερα κοίταξε το ρολόι του, μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη τού σακακιού του το κινητό του τηλέφωνο. Το κοίταξε για λίγο, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να το χρησιμοποιήσει ή όχι, κι ύστερα το έβαλε πάλι στην τσέπη του κι άνοιξε το χαρτοφύλακά του. Ψαχούλεψε τα χαρτιά του κι έβγαλε από μέσα ένα μαύρο ντοσιέ, το έσφιξε στην αγκαλιά του κι έμεινε να κοιτάζει την είσοδο του γκαράζ. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα όταν ακούστηκε στρίγκλισμα από λάστιχα και είδε μια μαύρη Mercedes να μπαίνει στο γκαράζ με μεγάλη ταχύτητα και να σταματάει ακριβώς δίπλα του.

Ads

Ο οδηγός της Mercedes, ένας ψιλόλιγνος, μεσόκοπος άνδρας αμέσως μόλις το όχημα ακινητοποιήθηκε πετάχτηκε έξω, έτρεξε στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου, άνοιξε την πίσω πόρτα και κοίταξε τον εισαγγελέα: «Περάστε». Αυτός του χαμογέλασε, ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και μπήκε στο αυτοκίνητο που, σχεδόν αμέσως, βγήκε από το γκαράζ με την ίδια ταχύτητα που είχε μπει.

Ο ηλικιωμένος άνδρας που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα της Mercedes και φορούσε ένα μαύρο σικάτο κοστούμι, άπλωσε το χέρι του για να χαιρετήσει τον εισαγγελέα: «Συγγνώμη για την αργοπορία, αλλά μόλις τώρα καταφέραμε να ξεμπλέξουμε. Το ζήτημα, όπως καταλαβαίνεις, είναι κάτι περισσότερο από περίπλοκο».

Ο εισαγγελέας του έσφιξε το χέρι: «Κύριε υπουργέ, δεν νομίζω ότι χρειάζονται συγγνώμες, το…» «Σε παρακαλώ, όταν είμαστε οι δυο μας, ο πληθυντικός και οι τίτλοι δεν χρειάζονται. Το Γιάννης είναι αρκετό», τον έκοψε ο υπουργός. Ο εισαγγελέας χαμογέλασε, αμήχανα. Ο πληθυντικός τον βόλευε καλύτερα, η οικειότητα του ενικού τού δημιουργούσε άγχος.

Ads

Όμως, επειδή το ζήτημα που είχαν κληθεί να διαχειριστούν ήταν πολύ σοβαρό, είπε να αφήσει στην άκρη τα διαδικαστικά και να επικεντρωθεί στην ουσία: «Όλα εντάξει;» «Θα δείξει», έκανε προβληματισμένος ο υπουργός, «μπορεί να πήραμε το πράσινο φως, αλλά τα δύσκολα είναι μπροστά μας». «Λέτε να μην δεχθεί;». «Αυτό δεν το ξέρω. Αλλά όταν έλεγα ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας, δεν εννοούσα αυτό. Μετά τι γίνεται, αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα». 

Ο εισαγγελέας συμφώνησε, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Το πιο δύσκολο ήταν το μετά. Αυτό που θα επακολουθούσε, εάν βέβαια κατάφερναν να τον πείσουν, θα ισοδυναμούσε με τσουνάμι. Ό,τι γνώριζαν μέχρι τώρα θα κατέρρεε συνοπτικά, ελάχιστοι ήταν αυτοί που θα έβγαιναν αλώβητοι.

Η Mercedes, λίγο πριν προσεγγίσει τις φυλακές, κόλλησε στην κίνηση. «Δεν μπορούμε να πάμε από αλλού;» ρώτησε, εκνευρισμένος, ο υπουργός τον οδηγό. Ο οδηγός, αντί απάντησης, άφησε το τιμόνι και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, δηλώνοντας την αδυναμία του να βρει εναλλακτική διαδρομή. Ο υπουργός, αφού κατάλαβε ότι το μποτιλιάρισμα δεν μπορούν να το γλιτώσουν, γύρισε προς τον εισαγγελέα:

«Α, και ένα ευχάριστο, που ξέχασα να σου το πω όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Πλέον, τα ανταλλάγματα που μπορούμε να προσφέρουμε είναι απεριόριστα». «Απεριόριστα;», έκανε έκπληκτος ο εισαγγελέας.

Ο υπουργός χαμογέλασε: «Ξέρω ότι σου φαίνεται παράξενο, αλλά εδώ που έφτασαν τα πράγματα… Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα του προσφέρουμε ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Πάντως, έχουμε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε, αν όχι όλα, τουλάχιστον τα περισσότερα από τα βίτσια του. Αρκεί βέβαια να μην πέσουμε σε τοίχο». «Δεν νομίζω. Κι ο ίδιος ξέρει ότι οι εναλλακτικές του είναι ελάχιστες. Για την ακρίβεια, μια: Αυτή που θα του προσφέρουμε».  «Μακάρι».

Ο εισαγγελέας άνοιξε λίγο το παράθυρο του αυτοκινήτου, για να τον χτυπήσει ο αέρας. Όσο πλησίαζαν τόσο και ένιωθε να τον πνίγει το άγχος. Από την ημέρα που τον κάλεσε ο υπουργός στο γραφείο του και του είπε ότι θέλει να αναλάβει τη συγκεκριμένη υπόθεση, έχασε τον ύπνο του.

Στην αρχή δεν ήθελε να δεχθεί, αισθανόταν ότι η συγκεκριμένη ιστορία, που θα έβγαζε στην επιφάνεια βρομιά δεκάδων ετών, τον ξεπερνούσε, του φαινόταν αδιανόητο, αυτός, ένας ασήμαντος εισαγγελέας, με μόνο του προσόν την εντιμότητά του να τα βάλει με όλες τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ της χώρας.

Γιατί δέχτηκε; Ούτε ο ίδιος δεν ξέρει. Τη μια πίστευε ότι το έκανε από αίσθηση καθήκοντος, την άλλη επειδή, κατά κάποιο τρόπο, του το επέβαλλαν, την παράλλη γιατί ήταν ματαιόδοξος και αλαζόνας. Κατά πάσα πιθανότητα ίσχυαν και τα τρία.

Έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Στο νου του ήρθε κατευθείαν η γνωστή εικόνα: Αυτός όρθιος μπροστά από το γραφείο του, το οποίο ήταν καλυμμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα μικρόφωνα των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, ολόγυρα να αστράφτουν τα φλας δεκάδων φωτογραφικών μηχανών. Ο Έλληνας Ντι Πιέτρο, ο άνθρωπος που σάρωσε τη διαφθορά ήταν έτοιμος να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό…

Άνοιξε πάλι τα μάτια του και κοίταξε τον υπουργό, που είχε απλώσει επάνω στα πόδια του κάποια έγγραφα και τα διάβαζε απορροφημένος. «Να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση;». Ο υπουργός τού έκανε νόημα να περιμένει, και μόλις τελείωσε αυτό που διάβαζε του ένευσε να συνεχίσει. «Γιατί εγώ και όχι κάποιος πιο έμπειρος και υψηλόβαθμος;».

«Νομίζω ότι το έχουμε συζητήσει ξανά αυτό. Ή κάνω λάθος;» «Όχι, δεν κάνετε λάθος. Απλώς, μιας και σε λίγη ώρα δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να υπαναχωρήσουμε, είπα να σας το υπενθυμίσω».

«Δεν έχει αλλάξει κάτι, αγαπητέ. Ό,τι σου είπα την προηγούμενη φορά ισχύει και τώρα.  Πάντως, αν θέλεις να σου τα επαναλάβω για να αναπτερωθεί το ηθικό σου, που εξ όσων βλέπω δεν βρίσκεται και στο υψηλότερο δυνατό σημείο, ευχαρίστως να το κάνω. Σε επιλέξαμε διότι είσαι εργατικός, τίμιος, δεν συμμετέχεις σε φατρίες, κλπ, κλπ, κλπ. Ικανοποιημένος;».

Ο εισαγγελέας ψέλλισε ένα «όπως νομίζετε», κι έριξε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο. Ήταν γραφτό του. Έπρεπε να το πάρει απόφαση.

Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από την πόρτα των φυλακών, ο υπουργός και ο εισαγγελέας πετάχτηκαν μεμιάς έξω και, αφού πρώτα αντάλλαξαν έναν γρήγορο χαιρετισμό με τους φύλακες, κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό. Την ώρα που έφτασαν στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου, από το εσωτερικό εμφανίστηκε, κάθιδρος, ένας εύσωμος, φαλακρός και ηλικιωμένος άνδρας:

«Με συγχωρείτε που δεν σας υποδέχθηκα, αλλά…». «Δεν χρειάζονται οι τυπικότητες, κύριε διευθυντά», τον έκοψε απότομα ο υπουργός, «έχουμε έρθει για πολύ σοβαρό σκοπό και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Ειδοποιήστε να μεταφερθεί ο κύριος Τζογαδόπουλος στο γραφείο σας. Τώρα. Κι όσο θα συζητάμε μαζί του να μην μας διακόψει κανείς. Έγινα κατανοητός;». Ο διευθυντής της φυλακής, αφού πρώτα επανέλαβε κάμποσες φορές τη φράση «Βεβαίως, κύριε υπουργέ», χάθηκε, τρέχοντας σχεδόν, στο εσωτερικό του κτηρίου.

Φτάνοντας έξω από το γραφείο του διευθυντή τους υποδέχθηκε η γραμματέας του, η οποία και τους πέρασε στο εσωτερικό. Ο εισαγγελέας είχε έρθει κάμποσες φορές εδώ, για να μιλήσει με κρατούμενους, και τον γνώριζε καλά τον χώρο. Το αυτό ίσχυε και για τον υπουργό, ο οποίος ήταν δικηγόρος στο επάγγελμα και με τις φυλακές είχε ανέκαθεν πάρε-δώσε.

Ο υπουργός, αφού πρώτα έδωσε εντολή στη γραμματέα να μην τους ενοχλήσει κανείς και για οποιονδήποτε λόγο, τονίζοντας με το ύφος του τη σοβαρότητα της κατάστασης, κάθισε κατευθείαν στην πολυθρόνα του διευθυντή, ενώ ο εισαγγελέας κάθισε στο μικρό δερμάτινο καναπέ που βρισκόταν απέναντι από το γραφείο και άρχισε να βγάζει τα χαρτιά του και να τα ακουμπάει επάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του.

Τακτοποίησε τα χαρτιά του, κι αφού τα επιθεώρησε κάμποσες φορές με το βλέμμα για να επιβεβαιώσει ότι όλα είναι εντάξει, γύρισε προς τον υπουργό: «Όπως τα έχουμε συζητήσει, εσείς θα κάνετε την εισαγωγή κι εγώ θα εξειδικεύσω». Ο υπουργός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πήγε δίπλα στο παράθυρο, ρίχνοντας το βλέμμα του στο προαύλιο των φυλακών: «Κοντός ψαλμός, φίλτατε. Σε λίγη ώρα θα ξέρουμε εάν τα όσα έχουμε σχεδιάσει θα πιάσουν τόπο».

Ένα τέταρτο περίπου αργότερα, ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Ο εισαγγελέας πετάχτηκε μεμιάς όρθιος κι ο υπουργός φώναξε «περάστε». Η πόρτα άνοιξε δειλά· μπρος ο διευθυντής των φυλακών και πίσω του ο Τάκης Τζογαδόπουλος εισήλθαν στο γραφείο. Ο διευθυντής προσπάθησε κάτι να πει, αλλά ο υπουργός δεν τον άφησε: «Κύριε διευθυντά, ο χρόνος μας είναι λιγοστός. Θα σας παρακαλούσα να μας αφήσετε». Ο διευθυντής χαμογέλασε αμήχανα, έκανε μια ελαφρά υπόκλιση και βγήκε από το γραφείο.

Όταν έμειναν μόνοι τους, ο εισαγγελέας, διακριτικά αλλά επίμονα, έπιασε να εξετάζει τον Τζογαδόπουλο που φορούσε μια κόκκινη αθλητική φόρμα Adidas και, παρά τα εβδομήντα και βάλε χρόνια του αλλά και την πολύμηνη προφυλάκισή του, έδειχνε σε καλή κατάσταση. Δεν τον γνώριζε προσωπικά, ούτε είχε εμπλακεί, μέχρι την ημέρα που του τηλεφώνησε ο υπουργός, στην υπόθεσή του.

Προσπάθησε, όπως έκανε πάντοτε όταν βρισκόταν για πρώτη φορά με κάποιον κατηγορούμενο, να τον ψυχολογήσει. Πενιχρά τα αποτελέσματα. Ο Τζογαδόπουλος είχε φορέσει τη μάσκα της αδιαφορίας· κλασική αμυντική τακτική των απανταχού κατηγορουμένων.

Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα χωρίς κανείς να πει το παραμικρό, ο υπουργός θέλησε να σπάσει τον πάγο: «Κάθισε, Τάκη. Δεν υπάρχει λόγος να στέκεσαι όρθιος». Ο Τζογαδόπουλος υπάκουσε χωρίς να μιλήσει. «Πώς τα πας;», συνέχισε ο υπουργός. «Γιάννη, δεν αφήνεις τις σάλτσες για να μου πεις γιατί μου κουβαληθήκατε εδώ; Κι αυτός τι είναι;», κι έδειξε τον εισαγγελέα.

«Αναστάσιος Περδικάρης, εισαγγελέας εφετών», πετάχτηκε ο εισαγγελέας και αφού έκανε λίγα βήματα για να πλησιάσει τον Τζογαδόπουλο, άπλωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Ο Τζογαδόπουλος έμεινε για λίγο αναποφάσιστος, κι ύστερα άπλωσε κι αυτός το χέρι του: «Τι μου τον κουβάλησες αυτόν εδώ; Δώσατε σε άλλον την υπόθεσή μου;», απευθύνθηκε πάλι στον υπουργό. «Όχι, Τάκη, δεν τη δώσαμε σε άλλον. Πάντως, έχουμε έρθει για καλό». «Ρε Γιάννη, σε ξέρω πενήντα χρόνια και καλό δεν είδα από σένα. Τώρα σ’ έπιασε ο πόνος;», τον ειρωνεύτηκε ο Τζογαδόπουλος.

Ο υπουργός έβγαλε από το σακάκι του το πακέτο με τα τσιγάρα του, άναψε ένα, και πέταξε το πακέτο στον Τζογαδόπουλο. «Κάνε τσιγάρο. Θα τα πούμε όλα με τη σειρά τους. Πάντως, επιμένω ότι έχουμε έρθει για καλό».

Ο Τζογαδόπουλος άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον εισαγγελέα: «Θα έπρεπε να ντρέπεστε. Φυλακίσατε ολόκληρη την οικογένειά μου. Ούτε ο Χίτλερ δεν τα έκανε αυτά». Ο εισαγγελέας τα έχασε από την ξαφνική επίθεση: «Δεν έχω χειριστεί εγώ την υπόθεσή σας», αμύνθηκε. «Ίδιοι είσαστε όλοι», συνέχισε στον ίδιο επιθετικό τόνο ο Τζογαδόπουλος, «μόνο οι ναζί φυλάκιζαν ολόκληρες οικογένειες». «Τάκη», επενέβη ο υπουργός, «ο άνθρωπος αυτός δεν φταίει σε τίποτα. Εντολές εκτελεί». «Εντολές… εντολές… Όλοι εντολές εκτελείτε. Κανείς σας δεν έχει τ’ αρχίδια να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό που μου συμβαίνει», αγανάκτησε ο Τζογαδόπουλος.

Ο υπουργός, μολονότι ο Τζογαδόπουλος συνέχισε να βρίζει και να επιτίθεται εναντίον όλων, δεν του απάντησε. Τον άφησε να ξεσπάσει κι όταν τελείωσε το, κατά κάποιο τρόπο, παραλήρημά του τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. «Τάκη, έχουμε έρθει για να σου προσφέρουμε την ελευθερία σου». Ο Τζογαδόπουλος έστρεψε μεμιάς το βλέμμα του και κοίταξε τον υπουργό στα μάτια. «Όπως το άκουσες», συνέχισε ο υπουργός, «είμαστε εδώ για να σου προτείνουμε μια συμφωνία που, αν την υιοθετήσεις, από αύριο κιόλας θα σε βγάλει εκτός φυλακής».  

«Η μεγαλοψυχία σας με τρομάζει. Κάτι μου λέει ότι και αύριο και τις επόμενες πολλές ημέρες θα βρίσκομαι στο ίδιο κελί».

«Τάκη, περάσαμε σχεδόν σαράντα χρόνια στο ίδιο κόμμα. Τα περισσότερα απ’ αυτά ήμασταν, θέλω να πιστεύω, φίλοι. Με ξέρεις και σε ξέρω, δεν ήρθα να σου πουλήσω φούμαρα. Εάν δεχθείς αυτό που θα σου προτείνουμε, αύριο κιόλας θα μεταφερθείς εκτός φυλακής. Κι όχι μόνο εσύ, αλλά ολόκληρη η οικογένειά σου».

Για πρώτη φορά ο Τζογαδόπουλος απέβαλλε το ύφος του σκληρού που είχε υιοθετήσει κι έδειξε να μαλακώνει. Έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το κρέμασε στο στόμα του χωρίς να το ανάψει. Ο εισαγγελέας, χαμογέλασε αμυδρά: Οι πρώτες ρωγμές στο ηθικό του σκληρού Τάκη Τζογαδόπουλου είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους.

Ο Τζογαδόπουλος σηκώθηκε όρθιος, έκανε μια βόλτα γύρω από τον καναπέ κι ύστερα γύρισε και κάθισε ξανά. «Όλη η οικογένειά μου;», ρώτησε κι η φωνή του ίσα που βγήκε. «Όλη, Τάκη. Αν συμφωνήσεις, αυτή θα είναι η τελευταία ημέρα που διανυκτερεύετε στη φυλακή. Στο χέρι σου είναι. Υπήρξες ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς και υπουργούς· όποια κι αν είναι τα λάθη σου δεν σου αξίζει να βρίσκεσαι εδώ μέσα».

Ο Τζογαδόπουλος έγειρε στην πλάτη του καναπέ και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κοιτώντας το ταβάνι. «Για να μου κάνετε τέτοια πρόταση, κάτι μου λέει ότι τα πράγματα έχουν ζορίσει πολύ. Πάρα πολύ», και χαμογέλασε ειρωνικά.

«Δεν έχεις άδικο. Τα πράγματα είναι κάτι περισσότερο από ζόρικα. Το σύστημα κατέρρευσε. Όλα όσα χτίσαμε τα τελευταία σαράντα χρόνια αποδείχθηκαν ψεύτικα, άθλια. Ακολουθήσαμε ένα δρόμο αδιέξοδο, και τώρα έχουμε φτάσει στο τέρμα του. Κατάλαβες; Το σύστημα κατέρρευσε γενικώς, ειδικώς και αμετακλήτως. Δεν υπάρχει επιστροφή. Μας δίνεται όμως μια μοναδική ευκαιρία να αποσβέσουμε κάποιες από τις τεράστιες ευθύνες μας. Και το κυρίως βάρος αυτής της απόσβεσης πέφτει στις πλάτες σου. Τα υπόλοιπα θα σ’ τα πει ο κύριος Περδικάρης», κι έκανε νόημα στον εισαγγελέα να πλησιάσει.

Ο εισαγγελέας τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε δίπλα τους κι αφού πρώτα ακούμπησε επάνω στο τραπεζάκι τα χαρτιά που κρατούσε, ξεκίνησε να μιλάει: «Κύριε Τζογαδόπουλε, καταρχήν, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό που θα σας προτείνω δεν υποκρύπτει κάποια υστεροβουλία. Μολονότι αυτή η πρωτοβουλία δεν είναι δικής μου έμπνευσης, είμαι πεπεισμένος για το αγαθό της πρόθεσης αυτών που την σκέφτηκαν.

Κατά δεύτερον, ως νομικός που τις τελευταίες ημέρες μελέτησε με προσοχή την υπόθεσή σας, είμαι υποχρεωμένος να σας ενημερώσω ότι η θέση σας είναι δυσχερής. Δυσχερέστατη. Οι κατηγορίες οι οποίες σας βαραίνουν είναι πολλές, οι περισσότερες εξ αυτών αυταπόδεικτες, και σχεδόν όλες τους επισύρουν βαρύτατες ποινές. Συμπέρασμα; Εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, το υπόλοιπο της ζωής σας θα το περάσετε στη φυλακή. Συγχωρέστε μου την ωμότητα της διατύπωσης, αλλά αυτή είναι η πλήρης αλήθεια.

Οι πιθανότητες να βγείτε από τη φυλακή είναι από ανύπαρκτες έως απειροελάχιστες». «Προσπαθείτε να με τρομοκρατήσετε ή είναι η ιδέα μου;», αντέδρασε ο Τζογαδόπουλος. «Προσπαθώ να σας περιγράψω την περίπτωσή σας όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Δεν έχω καμία διάθεση να σας τρομοκρατήσω». Ο Τζογαδόπουλος ανακάθισε και άναψε το τσιγάρο που κρεμόταν από τα χείλη του. «Κύριε εισαγγελέα, οι νομικοί μου σύμβουλοι δεν έχουν την ίδια άποψη με τη δική σας. Και χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω τη νομική σας επάρκεια, θα μου επιτρέψετε να είμαι περισσότερο αισιόδοξος αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσής μου».

Ο εισαγγελέας δεν αιφνιδιάστηκε. Στο σχεδιασμό που είχε κάνει στο μυαλό του, ήταν βέβαιος πως ο Τζογαδόπουλος θα αντιδρούσε κάπως έτσι. Όπως ήταν επίσης βέβαιος, πως η παροιμιώδης αλαζονεία του, που σε συνδυασμό με την απληστία του ήταν αυτή που τον οδήγησε στη φυλακή,  δεν θα τον είχε εγκαταλείψει. Τουλάχιστον ολοσχερώς.

Ο εισαγγελέας έβγαλε από το χαρτοφύλακά του ένα μπουκαλάκι με νερό, ήπιε μια γουλιά κι ύστερα ξεκίνησε πάλι να μιλάει: «Δεν έχω καμία διάθεση να αμφισβητήσω τους νομικούς σας συμβούλους, των οποίων την επάρκεια αλλά και τις ικανότητες γνωρίζω από πρώτο χέρι. Όπως, επίσης, δεν έχω τη διάθεση να εμφανιστώ ως ο φορέας της μοναδικής και απόλυτης αλήθειας. Θα σας εκθέσω την άποψή μου, κι εσείς θα την κρίνετε. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι, κατά την εκτίμησή μου πάντα, η θέση σας είναι δυσχερέστατη.

Και είναι δυσχερέστατη όχι μόνο από νομική σκοπιά αλλά και από κοινωνική. Τα περισσότερα ΜΜΕ σας έχουν ήδη καταδικάσει. Εάν θα κάνετε μια βόλτα στο διαδίκτυο θα δείτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών σας έχει ταυτίσει με τη διαφθορά και…». «Εξακολουθείτε να προσπαθείτε να με τρομοκρατήσετε», τον έκοψε εκνευρισμένος ο Τζογαδόπουλος, «θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι δεν είμαι από αυτούς που φοβούνται εύκολα». «Σας επαναλαμβάνω και πάλι ότι κάνετε λάθος», του απάντησε ατάραχος ο εισαγγελέας, «προσπαθώ να σας δώσω μια αντικειμενική και ολοκληρωμένη εικόνα της θέσης σας.

Κι αυτό δεν το κάνω τυχαία, είναι σε άμεση συνάρτηση με αυτό που θα σας προτείνω». «Τάκη, άφησέ τον να ολοκληρώσει, και μετά του λες ό,τι θέλεις», επενέβη ο υπουργός. Ο Τζογαδόπουλος έκανε ένα μορφασμό δυσφορίας και, κουνώντας νευρικά το χέρι του, προέτρεψε τον εισαγγελέα να συνεχίσει. «Λοιπόν, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μπούμε στην ουσία της πρότασης, την οποία θα σας την παρουσιάσω, αρχικώς, σε αδρές γραμμές και κατόπιν θα εξειδικεύσω».
Η πρόταση, που για μια περίπου ώρα ανέλυε ο εισαγγελέας στον Τζογαδόπουλο, ήταν η εξής:

Ο Τζογαδόπουλος θα κατέδιδε με πάσα λεπτομέρεια τα όσα γνώριζε για τη διαφθορά οποιασδήποτε μορφής, είτε αυτή αφορούσε κρατικούς λειτουργούς είτε επιχειρηματίες είτε δημοσιογράφους είτε οποιονδήποτε άλλον, και το κράτος, προς ανταπόδοση, πρώτον, θα τον απάλλασσε συνοπτικά από τις κατηγορίες που τον βάραιναν και, δεύτερον, θα τον ενέτασσε, μαζί με όλα τα μέλη της οικογένειάς του, σε ειδικό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

Εάν δεχόταν τη συμφωνία, την επόμενη κιόλας ημέρα θα μεταφερόταν μαζί με την οικογένειά του σε κάποιο άγνωστο μέρος, το οποίο θα γνώριζαν ελάχιστοι και θα φυλασσόταν νυχθημερόν από άνδρες της αντιτρομοκρατικής, ώστε να μην υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος για τη ζωή τους, ενώ, όταν η δικαιοσύνη θα είχε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία και οι υποθέσεις που θα προέκυπταν από την κατάθεσή του θα οδηγούνταν στο ακροατήριο, η οικογένεια Τζογαδόπουλου θα εισέπραττε το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ, θα εφοδιαζόταν με καινούργια έγγραφα και θα μεταφερόταν, πάντα υπό άκρα μυστικότητα, σε όποια χώρα τους υποδείκνυε.

Ο εισαγγελέας, όταν τελείωσε, έβγαλε πάλι το μπουκαλάκι με το νερό από τον χαρτοφύλακά του και το άδειασε μονομιάς. Αισθανόταν απίστευτα κουρασμένος, λες και είχε τρέξει μαραθώνιο. Απ’ την άλλη όμως, αισθανόταν και ανακουφισμένος. Η υπόθεση αυτή που τον είχε ταλανίσει όσο καμία άλλη, έβαινε προς την ολοκλήρωσή της.

Έβαλε το άδειο μπουκαλάκι πάλι στον χαρτοφύλακά του και σηκώθηκε όρθιος: «Κύριε Τζογαδόπουλε, αυτή ήταν η πρόταση. Τα υπόλοιπα θα σας τα πει ο κύριος υπουργός» και βγήκε από το γραφείο βιαστικά διότι ανέκαθεν η πίεση και το άγχος του δημιουργούσαν συχνουρία.

Ο υπουργός κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν ο εισαγγελέας κι άναψε τσιγάρο. Το κάπνισε ολόκληρο χωρίς κανείς τους να πει το παραμικρό. Όταν το έσβησε, άπλωσε το χέρι του και χτύπησε φιλικά τον Τζογαδόπουλο στο γόνατο:

«Έχεις δικαίωμα είκοσι τέσσερις ώρες για να το σκεφθείς. Λίγος ο χρόνος, αλλά οι εποχές που τον είχαμε σύμμαχό μας πέρασαν ανεπιστρεπτί. Πάντως, σαν φίλος σου σε συμβουλεύω να δεχθείς. Θα περάσεις λίγους μήνες ζόρικους στην αρχή, αλλά όταν ολοκληρωθεί η υπόθεση θα πάρεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου και θα ξεκινήσετε τη ζωή σας από την αρχή. Είναι κρίμα τα τελευταία χρόνια που σου απομένουν να τα περάσεις μέσα σ’ ένα τσιμεντένιο κουτί».

«Ρε Γιάννη, το ενδεχόμενο αυτά που θα πω να αφορούν κι εσένα, το έχεις σκεφθεί»;

«Όλα τα έχω σκεφθεί. Αλλά δεν με νοιάζει. Και ξέρεις γιατί δεν με νοιάζει; Προχθές, που είχα πάει επίσκεψη στο σπίτι της κόρης μου, έπιασα τον πιτσιρικά τον εγγονό μου, που είναι δευτεροετής στη νομική, για να του δώσω χαρτζιλίκι. Ξέρεις, έχω πέντε εγγόνια, αλλά σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο έχω μεγάλη αδυναμία. Από μικρός ήταν σκληρό καρύδι και τον γούσταρα. Την ώρα λοιπόν που τον πιάνω, για να του δώσω χαρτζιλίκι, και κάνω να βγάλω το πορτοφόλι, μου πιάνει το χέρι και μου λέει ότι δεν θέλει. Τον ρώτησα γιατί, αλλά δεν μου απάντησε, βγήκε από το σπίτι χωρίς να μου πει το παραμικρό. Στην αρχή είπα ότι θα έχει τα νεύρα του. Θα τον χώρισε η γκόμενα,  θα έχασε ο ολυμπιακός ή τίποτα τέτοιο, τέλος πάντων. Ύστερα από λίγο όμως εμφανίστηκε ξανά, παρέα με δυο φίλους του. Τον φώναξα μήπως και είχε αλλάξει γνώμη. Και ξέρεις τι μου είπε; Ότι ντρέπεται να έχει αυτός λεφτά και οι φίλοι του να μην έχουν δεκάρα τσακιστή. Κι ότι εγώ και οι όμοιοί μου φταίμε που αυτός έχει πάντοτε λεφτά και οι φίλοι του όχι. Κι ότι μπορεί κάποτε να καμάρωνε που με είχε παππού, αλλά σήμερα ντρέπεται, γιατί εγώ και οι όμοιοί μου κατακλέψαμε και καταστρέψαμε τον τόπο. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι την ώρα που μου τα έλεγε αυτά οι δυο άλλοι πιτσιρικάδες ήταν μπροστά και τα άκουγαν όλα. Ντράπηκα, ρε Τάκη. Πρώτη φορά ντράπηκα τόσο πολύ στη ζωή μου. Ειλικρινά σου μιλάω, αν είχα ένα όπλο εκείνη τη στιγμή θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα».

Ο εισαγγελέας, που είχε μπει στο γραφείο λίγο πριν ο υπουργός ολοκληρώσει τα όσα έλεγε στον Τζογαδόπουλο, και στεκόταν πλάι στο παράθυρο για να μην τους ενοχλήσει, έμεινε έκπληκτος από το συναισθηματικό ξέσπασμα του υπουργού. Μολονότι η εκ του σύνεγγυς γνωριμία τους ήταν πολύ μικρής διάρκειας, θα έπαιρνε όρκο πως αυτός ο άνθρωπος είναι ψυχρός, κυνικός· πάντως, καμία σχέση με αυτό που μόλις είχε παρακολουθήσει.

Ο υπουργός έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτομάντιλο, σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του. Ύστερα άνοιξε το χαρτοφύλακά του και έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο, το οποίο το άφησε στο τραπεζάκι μπροστά από τον Τζογαδόπουλο: «Αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο. Ο διευθυντής είναι ενήμερος, δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Αν όχι, θα τα πούμε αύριο τέτοια ώρα. Κι όπως είπαμε, σκέψου το. Σκέψου το καλά. Η ευκαιρία που σου δίνεται είναι μια και μοναδική, άλλη δεν πρόκειται να υπάρξει», κι άπλωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει.

Ο Τζογαδόπουλος, που ήταν εμφανώς προβληματισμένος, σηκώθηκε όρθιος και έσφιξε το χέρι του υπουργού: «Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο. Τι να προλάβω σε μια ημέρα; Ούτε με τους δικηγόρους δεν θα προλάβω να μιλήσω». «Στο ξεκαθάρισα», απάντησε αυστηρά ο υπουργός, «επιπλέον χρόνος δεν υπάρχει». «Κι αν θες τη συμβουλή μου, χεσ’ τους δικηγόρους. Η πρόταση που σου έγινε είναι λαχείο. Εξαργύρωσέ το πριν προλάβει κάποιος άλλος…», κι έκανε νόημα στον εισαγγελέα για να φύγουν.

                Μόλις βγήκαν στο προαύλιο των φυλακών ο εισαγγελέας ζήτησε για πρώτη φορά ένα τσιγάρο από τον υπουργό: «Καπνίζεις;». «Το έχω κόψει χρόνια, αλλά τώρα θέλω ένα». Ο υπουργός έβγαλε το πακέτο και του πρόσφερε: «Καταλαβαίνω. Η πίεση είναι μεγάλη». «Όντως. Έχω χειριστεί πάμπολλες υποθέσεις αλλά πρώτη φορά αισθάνομαι τόσο πιεσμένος. Κι εσείς όμως, εξ όσων είδα, δεν πάτε πίσω». Ο υπουργός τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία. Μα σχεδόν αμέσως απέβαλε το απορημένο βλέμμα και χαμογέλασε: «Θα εννοείς την ιστορία με τον εγγονό μου». «Ναι, η συγκίνησή σας ήταν εμφανής. Πρέπει να σας στεναχώρησε η αντίδρασή του».

Το χαμόγελο του υπουργού έγινε πλατύ, έδινε την εντύπωση ότι βαστιόταν με το ζόρι για να μην γελάσει. «Η ιστορία αυτή ήταν προϊόν μυθοπλασίας, αγαπητέ. Ο συγκεκριμένος εγγονός μου σπουδάζει στη Βοστώνη και δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες. Τα χρήματα που του προσφέρω τα αρπάζει πριν ακόμη τα βγάλω από την τσέπη μου. Άσε που όλοι οι φίλοι του είναι εξίσου εύποροι με αυτόν. Στηρίζω πολλά σ’ αυτό το παιδί. Αν τα πράγματα πάνε καλά, σύντομα θα τον βάλω στη βουλή».

«Δηλαδή…». «Δεν υπάρχει δηλαδή», τον έκοψε ο υπουργός, «ο Τζογαδόπουλος πρέπει πάση θυσία να δεχθεί την πρότασή μας. Όλα τα υπόλοιπα είναι άνευ σημασίας. Και να είσαι σίγουρος ότι, τελικά, θα τη δεχθεί». «Μα πώς είστε τόσο σίγουρος;». «Τον ξέρω πολύ καλά. Γνωρίζω ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το τομάρι του και η καλοπέρασή του. Γι’ αυτό και είμαι βέβαιος ότι θα συνεργαστεί».

                Ο εισαγγελέας έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαζός. Ο τόσος κυνισμός, ακόμη κι αν αυτό θα βοηθούσε ώστε να ευοδωθεί η υπόθεσή τους, του ήταν αποκρουστικός. Μα πάνω κι απ’ αυτό τον ενόχλησε η διαπίστωση ότι στο συγκεκριμένο άνθρωπο δεν θα έπρεπε να έχει καμία εμπιστοσύνη. Ο υπουργός, που προφανώς αντελήφθη την ενόχληση τού εισαγγελέα, βάλθηκε να δικαιολογηθεί:

«Άκουσέ με, εξ αρχής σου είχα ξεκαθαρίσει ότι αυτή δεν είναι μια απλή υπόθεση. Η έκβασή της θα κρίνει εάν η χώρα θα συνεχίσει να κυβερνιέται από αυτούς που την κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια και τη μετέτρεψαν από μια χώρα αγράμματων νομάδων σε ένα κράτος σύγχρονο και ευρωπαϊκό, ασχέτως αν δεν τα κάναμε όλα καλά, ή θα παραδώσουμε την εξουσία στους αγράμματους κατσαπλιάδες».

«Μα εγώ νόμιζα ότι εάν πείθαμε τον Τζογαδόπουλο να μιλήσει, θα κατέρρεε το υπάρχον πολιτικό σύστημα». «Μην είσαι αφελής, το υπάρχον πολιτικό σύστημα είναι τόσο βαθιά ριζωμένο που είναι αδύνατον να καταρρεύσει καθ’ ολοκληρία. Απλώς, επειδή για πρώτη φορά έχουμε βρεθεί σε αδιέξοδο είμαστε υποχρεωμένοι να θυσιάσουμε ένα –μικρό, θέλω να πιστεύω– μέρος του. Λυπηρό μεν, αναγκαίο δε». «Μα πώς ξέρετε τι θα προκύψει από την κατάθεσή του, ώστε να καταφέρετε να το ελέγξετε;».

Ο υπουργός χαμογέλασε σαρδόνια: «Αυτά είναι μυστικά του επαγγέλματος, κύριε εισαγγελέα. Θα σας συμβούλευα, σαν φίλος, να μην ασχολείστε με πράγματα εκτός των αρμοδιοτήτων σας. Και τώρα να με συγχωρείτε αλλά πρέπει να επιστρέψω στο υπουργείο. Θα έρθετε μαζί μας;». «Ευχαριστώ, αλλά προτιμώ να επιστρέψω με τη συγκοινωνία».

Ο υπουργός κινήθηκε κατευθείαν προς την παρκαρισμένη στο προαύλιο των φυλακών Mercedes, κι ο εισαγγελέας έμεινε να τον ακολουθεί με τα μάτια. Μέσα του έβραζε από θυμό, ένιωθε ότι τον είχαν χρησιμοποιήσει με τον πιο χυδαίο τρόπο. Όταν ο υπουργός της δικαιοσύνης τον κάλεσε στο γραφείο του και του πρότεινε να αναλάβει αυτή την υπόθεση ένιωσε σαν τον Ηρακλή που θα καθάριζε την κόπρο του Αυγείου, και τώρα, εντελώς αναπάντεχα, διαπίστωνε ότι όχι μόνο δεν θα καθάριζε τα σκατά αλλά θα τα έτρωγε κιόλας. Μα δεν θα τους έκανε τη χάρη, τα σκατά θα τους τα πετούσε στα μούτρα.

Την ώρα που η υπουργική Mercedes ξεκίνησε, έτρεξε προς το μέρος της και χτύπησε το τζάμι του υπουργού.  «Κύριε υπουργέ, υποβάλλω την παραίτησή μου από την υπόθεση», του είπε, όταν αυτός κατέβασε το τζάμι. Ο υπουργός τον κοίταξε κατάματα: «Δεν νομίζω ότι θέλεις να παραιτηθείς. Θα σου πρότεινα να το σκεφθείς πιο ψύχραιμα». «Επιμένω», έκανε αποφασιστικά ο εισαγγελέας. Ο υπουργός άνοιξε τον χαρτοφύλακά του και έβγαλε από μέσα ένα μικρό κίτρινο φάκελο. «Δεν θέλεις να παραιτηθείς», επανέλαβε ο υπουργός και του έδωσε το φάκελο. Κι αμέσως ανέβασε το παράθυρό του και έδωσε εντολή στον οδηγό να ξεκινήσει.

Ο εισαγγελέας ακολούθησε, με το βλέμμα, το αυτοκίνητο κι όταν αυτό βγήκε εκτός φυλακών, άνοιξε το φάκελο. Τράβηξε τις δέκα περίπου φωτογραφίες που βρίσκονταν εντός του, κι έμεινε να τις κοιτάζει. Η αρχική του έκπληξη σύντομα μετατράπηκε σε ένα αμυδρό, πικρό χαμόγελο.

Τώρα, επιτέλους, μπορούσε να εξηγήσει γιατί διάλεξαν αυτόν και όχι κάποιον πιο έμπειρο και υψηλόβαθμο. Μα πάνω απ’ όλα κατάφερε να εξηγήσει πως ένας δεκαεφτάχρονος και κατά γενική ομολογία πολύ όμορφος νεαρός, που θα μπορούσε να έχει στο κρεβάτι του τον οποιονδήποτε, επέλεξε για σύντροφό του αυτόν, έναν πλαδαρό, στριφνό και στα όρια του γήρατος εισαγγελέα. –

*Διήγημα του συγγραφέα Νίκου Αραπάκη