Είναι πολλές οι φορές, τα τελευταία χρόνια, που το ΚΚΕ μας άφησε άφωνους με πράξεις και παραλείψεις του. Η στάση του τον Δεκέμβρη του 2008 είναι, από αυτή την άποψη, εμβληματική. Την ώρα που, ως πρελούδιο αυτών που έμελλε να ζήσουμε στην περίοδο της κρίσης, ευρύτατα τμήματα της νεολαίας –και όχι μόνο– έβγαιναν στο δρόμο και απείλησαν τους κυρίαρχους σε έκταση και με ένταση σχεδόν πρωτοφανή ιστορικά, το ΚΚΕ είδε και κατήγγειλε… κουκουλοφόρους. Επιβεβαίωσε, τότε, πόσο απέναντι βρίσκεται πάντοτε στα πραγματικά κινήματα, δηλαδή στα κινήματα τα οποία δεν τα ελέγχει το ίδιο. Και, βέβαια, το σύστημα πολύ χάρηκε τότε με την απομόνωση των… αριστεριστών. Σήμερα, μετά την τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, η χαρά και η «εκτίμηση» προσλαμβάνει ασύλληπτες διαστάσεις. Ο Αλέξης Παπαχελάς ένιωσε την υποχρέωση να γράψει πόσο σοβαρή και συγκροτημένη υπήρξε η γ.γ. του ΚΚΕ — σε αντίθεση με τον παλιοΣΥΡΙΖΑ, προφανώς.

Ads

Ας προσπαθήσουμε να δούμε τι είπε πραγματικά η Παπαρήγα. Πρώτα απ’ όλα, όπως πρέπει, εντόπισε την πραγματική αντιπαράθεση που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία: «Που εμείς, τη λέμε –θα έχετε βαρεθεί να το ακούτε αυτό– με μια αντίθεση: εργαζόμενος λαός-μονοπώλια. Θέλετε να το πείτε: κεφάλαιο-εργασία; Πείτε το όπως θέλετε, για να μην κάνω μεγάλες αναλύσεις».

Μόνο που η αντίθεση εργαζόμενος λαός-μονοπώλια δεν είναι ίδια με την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Αν ο αντίπαλος δεν είναι το κεφάλαιο, αλλά τα μονοπώλια, τότε όλοι όλοι πλην μονοπωλίων χωρούν στη «λαϊκή συμμαχία». Και, για να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο ύφος, πείτε το όπως θέλετε, αλλά ο στρατηγικός προσανατολισμός δεν είναι, σε αυτή την περίπτωση, αντικαπιταλιστικός, αλλά «αντιμονοπωλιακός», με αποτέλεσμα στην πορεία προς τον σοσιαλισμό να παρεμβάλλονται ενδιάμεσα στάδια «προωθημένης δημοκρατίας», «νέας δημοκρατίας» κ.λπ.

 

Από αυτή την άποψη, ο σημερινός παροιμιώδης απομονωτισμός του ΚΚΕ δεν μπορεί παρά να δημιουργεί απορίες σε όποιον επιχειρεί να αντιληφθεί την ορθολογικότητα της πολιτικής συμμαχιών του. Γιατί, π.χ., αν ένα τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης, όπως σημειώνει η Παπαρήγα, ήδη από τη δεκαετία του 1960, αντιδρούσε στην ενσωμάτωση της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, δεδομένης της βαρύτητας που έχει το θέμα της Ευρώπης στην προβληματική του ΚΚΕ, είναι ακατανόητο γιατί δεν θα μπορούσε –τουλάχιστον η μη-μονοπωλιακή της μερίδα– να περιλαμβάνεται σε μια αντιμονοπωλιακή συσπείρωση κόντρα στη «λυκοσυμμαχία». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε την οξύτητα με την οποία το ΚΚΕ θέτει το ζήτημα του πόσο κακό –και όχι από την «άποψη του σοσιαλισμού»– κάνει στην Ελλάδα η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ads

 

Η Α. Παπαρήγα, στην ομιλία της, «ξεκαθάρισε» πως το κόμμα της απορρίπτει ακόμη και τη στοιχειώδη συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ γιατί είμαστε φιλομονοπωλιακή δύναμη και, μ’ όλες τις όποιες σημερινές διαφορές μας, θα συγκλίνουμε με τη Δεξιά, όχι γιατί είμαστε ανίκανοι ή προδότες, «αλλά γιατί η επιλογή διαχείρισης της κρίσης του συστήματος υπέρ των μονοπωλίων θα σε οδηγήσει σε μία τέτοια σύγκλιση και ταύτιση η οποία, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει, αλλά δεν φαίνεται». Η ανάλυση, μάλιστα, μετασχηματίζεται σε «ταξική»: «ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζ[ει] ένα τμήμα επιχειρηματιών στην Ελλάδα, αυτό που λέγεται « λόμπι της δραχμής», αλλά και ένα τμήμα κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]. Πραγματικά, με τη δραχμή ο τουρισμός θα λάμψει στην Ελλάδα. Ενδεχομένως, να συμφέρει και τον κλάδο των κατασκευών, τους τσιμεντάδες. Υπάρχουν κλάδοι σήμερα που τους συμφέρει η επιστροφή στη δραχμή». Επομένως, βάσιμα γεννάται το ερώτημα, συνεχίζει: «Ο ελληνικός λαός, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ταυτιστούν, λοιπόν, με ένα τμήμα του κεφαλαίου –για να το πω καθαρά– εναντίον του άλλου;».

 

Βεβαίως, είναι σουρεαλιστικό να καταγγέλλεις για εκπρόσωπο του λόμπι της δραχμής τον ΣΥΡΙΖΑ, που μονίμως τον παρουσιάζεις ως σημαιοφόρο του… ευρωμονόδρομου. Ή να θεωρείς πως η δραχμή ευνοεί ένα μόνο τμήμα του κεφαλαίου, αλλά πως η είσοδος στην ευρωζώνη αποδιάρθρωσε συνολικά την «ανταγωνιστικότητα» του ελληνικού καπιταλισμού. Ας είναι. Θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μερικές ακόμη σκέψεις, από σεβασμό σε έναν ευρύ κόσμο της Αριστεράς, που αγωνιά και προβληματίζεται.

 

Πολλές φορές το ΚΚΕ φαίνεται να αρνείται τη δυνατότητα επίτευξης βελτιώσεων αν δεν επιτευχθεί αρχικά η «λαϊκή εξουσία». Στην πραγματικότητα, αρνείται την ίδια την ανάγκη διατύπωσης μεταβατικών αιτημάτων, όπως π.χ. της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, της δημόσιας ιδιοκτησίας των τραπεζών και άλλων στρατηγικών επιχειρήσεων, του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως η Α. Παπαρήγα, στην περίφημη ομιλία, συντάχθηκε ρητά, ονομάζοντάς τους ευθαρσώς, με «τον κ. Βορίδη και τον κ. Κουβέλη», στην αντίρρηση κατά πόσο μπορεί να επιβληθεί φόρος 45% στο κεφάλαιο χωρίς αυτό να αναχωρήσει γι’ άλλες πολιτείες. Εδώ, πραγματικά, έχουμε την αντιστροφή μιας ολόκληρης και συνεκτικής ταξικής παράδοσης του κομμουνιστικού ρεύματος, για το οποίο η δυνατότητα αλλαγών υπέρ των εργαζομένων είναι διαρκώς παρούσα. Η στρατηγική του ενιαίου μετώπου, βασική αναφορά της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις καλύτερες στιγμές της, δεν είναι παρά η έμπρακτη μετουσίωση αυτής της αντίληψης.

 

Τα μεταβατικά αιτήματα ενδυναμώνουν τον κόσμο της εργασίας, του δίνουν εμπιστοσύνη ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Επεκτείνουν την ατζέντα, δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορετικές λύσεις από εκείνες που υποδεικνύει ο κυρίαρχος λόγος και αλλάζουν τις συνειδήσεις. Απέναντι στην κυριαρχία του ανταγωνισμού και του ατομικισμού, που επιτάσσει η ηγεμονική ιδεολογία, μπορούν να αναδειχτούν νέες αξίες, οι δικές μας αξίες, η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η ισότητα. Κι αν δεν περάσεις μέσα από αυτά ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά απλή διακήρυξη: όπως εμφατικά σημείωνε ο Μαρξ, ο κομμουνισμός δεν είναι… τελικός στόχος, αλλά το πραγματικό κίνημα, που καθημερινά ανατρέπει την κρατούσα τάξη.

 

Πολύ χαρακτηριστική συνέπεια της βαριά στραμπουληγμένης λογικής του ΚΚΕ είναι, επιπλέον, το γεγονός πως, ενώ αντιλαμβάνεται τους διεθνείς περιορισμούς στην άσκηση ακόμα και μετριοπαθώς προοδευτικών πολιτικών, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, θεωρεί πως μια εθνικοκρατική επιλογή αποδέσμευσης ουσιαστικά τους υπερβαίνει. Βέβαια, όπως επισημαίνει η συντρόφισσα, «μόνη της η αποδέσμευση δεν σου αλλάζει τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, ούτε σε φέρνει σε μια διαφορετική θέση από μια χώρα που είναι έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα την Αργεντινή». Την ίδια στιγμή, όμως, «πρέπει να απαγορευθούν οι εισαγωγές», εφόσον «με τη “θάλασσα” των εισαγωγών τελείωσε η ανταγωνιστικότητα». Φανταζόμαστε πως η «ανταγωνιστικότητα» δεν είναι μέλημα της «λαϊκής εξουσίας», αλλά αφορά τον ελληνικό καπιταλισμό και τη δική του «αποδέσμευση». Για μια ριζοσπαστική πολιτική, με ορίζοντα την υπέρβαση του καπιταλισμού, αλλά και για την αντιμετώπιση προβλημάτων πλανητικών διαστάσεων, από το οικολογικό μέχρι τη δράση των πολυεθνικών και του ιμπεριαλιστικού τραπεζικού Mολώχ, λύσεις που δεν έχουν ως κεντρική την υπερεθνική διάσταση είναι προβληματικές, για να το πούμε σεμνά.

 

Το ΚΚΕ, ως γνωστόν, είναι για τα μεγάλα και όχι για τα μικρά. Και, επομένως, είναι με τα μεγάλα παραγωγικά συμπλέγματα –σχεδιαστικής τεχνολογίας ΕΣΣΔ– και όχι με τις μικρής κλίμακας παρεμβάσεις στην παραγωγή. Με γενικούς όρους, το αναπτυξιακό μοντέλο φαίνεται να είναι αυτό που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «big is beautiful» — οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, οι τοπικοί συνεταιρισμοί, οι μεσαίες αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα σε σχέση τόσο με το παραγωγικό αποτέλεσμα όσο και με την ανεργία και την απασχόληση. Όπως σημείωσε επ’ αυτού η γ.γ. του ΚΚΕ: «Λέει, να κάνουμε πολύ μικρά έργα […]. Η παραγωγική, όμως, ανασυγκρότηση γίνεται με το να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας με τα μικρά έργα, με το να κάνουμε ένα δρομάκι εκεί, ένα δρομάκι αλλού;».

 

Και αυτό είναι θέμα στρατηγικής σημασίας. Για μας, λοιπόν, η παραγωγή θα πρέπει να λειτουργεί σε κλίμακα τέτοια που, εκτός των άλλων, να μην εμποδίζει τη δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης αυτών που απασχολεί, αλλά να την ενδυναμώνει. Η μικρή και προσαρμοσμένη όχι μόνο στον χώρο, αλλά και στους ανθρώπους, κλίμακα, δίνοντας μεγαλύτερο έδαφος στις αυξημένες γνώσεις και δεξιότητες, που διαθέτουν, εν τέλει μπορεί να είναι και περισσότερο παραγωγική. Αυτά, σε συνδυασμό με την οικολογική διάσταση της μικρής κλίμακας και τη δυνατότητα που παρέχει για δημοκρατική αυτοδιεύθυνση και κοινωνικό έλεγχο, την κάνουν, όχι μόνο κατάλληλη για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών ήδη από σήμερα, αλλά και προνομιακή μορφή στην πορεία προς μια πραγματικά χειραφετημένη κοινωνία.

 

Είναι πολλές και σοβαρές, πράγματι, οι διαφορές ανάμεσα στον δικό μας κομμουνισμό και τον δικό τους. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει να επιμείνουν στην πρότασή τους για κατάργηση των Μνημονίων, που ήδη κατέθεσαν και, συντεταγμένοι όπως είμαστε κι εμείς στον ίδιο άμεσο στόχο, να επιχειρήσουμε από κοινού να τον πετύχουμε. Δεν είναι καλή ιδέα; Εκτός και αν κατατέθηκε μόνο για να μας ξεμπροστιάσει. Κι ως προς αυτό δεν πέτυχε τον στόχο. Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα.

Πηγή: Ενθέματα