Ένας χρόνο μετά το πρώτο ξέσπασμα της εξέγερσης στη Συρία, η χώρα βυθίζεται στον φαύλο κύκλο της βίας, βαδίζοντας αργά σε έναν εμφύλιο που θα καταστρέψει και τους τελευταίους εναπομείναντες συνεκτικούς δεσμούς της κοινωνίας. Το αδιέξοδο οφείλεται στο γεγονός ότι καμία από τις δυο πλευρές δεν είναι σε θέση να κερδίσει ταυτόχρονα τόσο τη στρατιωτική υπεροχή στο πεδίο της μάχης όσο και την πολιτική ηγεμονία που θα της επιτρέψει να ασκήσει τη διακυβέρνηση.

Ads

Η μάχη επιβίωσης του καθεστώτος. Το καθεστώς Άσαντ βρίσκεται στην δυσκολότερη ίσως καμπή της ιστορίας του. Χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, δίνει μια μάχη ζωής και θανάτου. Τη μάχη αυτή τη δίνει όχι μόνο η οικογένεια Άσαντ, αλλά και όλες οι συνιστώσες που συναπαρτίζουν το καθεστώς.

Πρώτη και σημαντικότερη, τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού που προέρχονται κατά πλειοψηφία από την αλεβίτικη μειονότητα της χώρας, μειονότητα από την οποία προέρχεται και η οικογένεια Άσαντ. Στον σκληρό πυρήνα του καθεστώτος ανήκουν επίσης η ηγεσία και πολλά στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, υπηρεσιών που και ελέγχουν τα πάντα, σε κάθε γωνιά της συριακής επικράτειας. Τέλος, συνδεδεμένη με το καθεστώς είναι και η μεσαία τάξη που δημιουργήθηκε με την εύνοιά του τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία αποτελείται από πολλούς σουνίτες και χριστιανούς επιχειρηματίες και εμπόρους.

Η μεσαία αυτή τάξη έχει ως βάση της τα αστικά κέντρα της Δαμασκού και του Χαλεπιού και φοβάται ότι η πιθανή αλλαγή καθεστώτος θα σημάνει την απώλεια των προνομίων που απολαμβάνει. Καθώς όλες αυτές οι συνιστώσες μόνο να χάσουν είχαν από την πτώση του καθεστώτος, δεν διαφοροποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, όπως συνέβη στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, με αποτέλεσμα το καθεστώς να εμφανίζεται συμπαγές στην πολιτική της καταστολής της εξέγερσης.[1]

Ads

 Μαζί με το καθεστώς συμπαρατάσσεται, ηθελημένα ή άθελα της, η αλεβιτική μειονότητα της χώρας. Η μειονότητα αυτή έχει κάθε λόγο να φοβάται για τη θέση της στη μετά Άσαντ Συρία, καθώς ταυτίζεται, σε επίπεδο της κοινής συνείδησης, με το καταπιεστικό καθεστώς, και μάλιστα με τις πιο βίαιες και τρομοκρατικές εκφάνσεις του, τις Αλ Σαμπίχα.

Οι τελευταίες είναι παραστρατιωτικές αλεβιτικές οργανώσεις, πιστές στο καθεστώς, που το έχουν βοηθήσει σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας του (λιβανικός πόλεμος, εξέγερση του 1982). Με την ανοχή του καθεστώτος, οι οργανώσεις αυτές ελέγχουν την παραοικονομία της χώρας και συνδέονται με κυκλώματα εκβιασμού και προστασίας της νύχτας. Ως άλλοι πραιτωριανοί του καθεστώτος ενεπλάκησαν στην καταστολή της αντιπολίτευσης, και κατηγορούνται «για πυροβολισμούς αθώων διαδηλωτών, σωρεία βίαιων πράξεων και σκληρά εγκλήματα σε αρκετές περιφέρειες, όπως Μπανιάς, Λατάκια, Χομς και Νταραά».[2]

Όλα αυτά τρομοκρατούν τους Αλεβίτες, που φοβούνται μια πιθανή αντεκδίκηση των σουνιτών εις βάρος τους, και τους οδηγούν να στηρίξουν το καθεστώς. Παρόμοια συμπεριφορά έχουν και άλλες μειονότητες της χώρας (π.χ. χριστιανική), που μπορεί να μην εμπλέκονται άμεσα στην καταστολή εναντίον της σουνιτικής κατά βάση αντιπολίτευσης, έχουν όμως δυσάρεστες εμπειρίες από την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από την παλαιά σουνιτική ελίτ της προ-Μπάαθ εποχής (παραγκωνισμός) και δεν θέλουν την επιστροφή σε αυτή.

Έχοντας τη στήριξη, ή τουλάχιστον την ανοχή, των παραπάνω κοινωνικών ομάδων, το καθεστώς επιδίδεται σε μια διπλή πολιτική: καταρχάς της καταστολής της αντιπολίτευσης και τρομοκράτησης του πληθυσμού και στη συνέχεια της προβολής της δικής του μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Για την καταστολή χρησιμοποιήθηκαν οι τακτικές δυνάμεις του συριακού στρατού με χρήση πυροβολικού και τεθωρακισμένων, ελεύθεροι σκοπευτές και παραστρατιωτικές ομάδες. Το παραπάνω πλέγμα δυνάμεων στρέφεται όχι μόνο εναντίον των ένοπλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αλλά και άοπλων διαδηλωτών, γεμίζοντας τους δρόμους θύματα και σπέρνοντας τον τρόμο στην κοινωνία.

Τρόμο ο οποίος ενισχύεται ποικιλοτρόπως και από την προπαγανδιστική μηχανή του καθεστώτος, το οποίο άλλοτε με την ανάρτηση πανό που προειδοποιούν τους πολίτες για ανεξέλεγκτες συγκρούσεις σε περίπτωση συνέχισης της «ανωμαλίας», και άλλοτε με την εμφάνιση κατασκευασμένων εικόνων περί δήθεν συγκέντρωσης όπλων σε τζαμιά από σουνίτες με στόχο την εγκαθίδρυση ισλαμικού χαλιφάτου, πολώνει τις σχέσεις των κοινοτήτων και συσπειρώνει τις μειονότητες γύρω του.[3]

Στόχος του καθεστώτος είναι η δημιουργία κλίματος αστάθειας στη χώρα και η όξυνση των εντάσεων μεταξύ των κοινοτήτων, έτσι ώστε να εμφανιστεί το ίδιο ως εγγυητής της σταθερότητας της χώρας, εκμεταλλευόμενο τους φόβους των Δυτικών για αποσταθεροποίηση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής ως συνέπεια των εξελίξεων στη Συρία. Έτσι, σύμφωνα με τους πολιτικούς ιθύνοντες στη Δαμασκό, τόσο οι Δυτικοί όσο και η αντιπολίτευση θα θελήσουν να έλθουν σε συνεννόηση μαζί του, συμμετέχοντας έτσι στον καθορισμό των δεδομένων της επόμενης ημέρας.

Μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Την ίδια στιγμή, αυτό που ονομάζεται αντιπολίτευση στο καθεστώς Άσαντ ταλανίζεται από εσωτερικές έριδες και προχειρότητα πολιτικών θέσεων, επιβεβαιώνοντας το ηγετικό έλλειμμα που εμφανίζεται και στη συριακή εξέγερση. Το μεν Συριακό Εθνικό Συμβούλιο αποτελείται από προσωπικότητες που βρίσκονται εκτός χώρας, κάτι που μειώνει εξαρχής την πολιτική επιρροή που μπορεί να ασκήσει στα πράγματα εντός Συρίας. Η κομβική πολιτική επιλογή του για ξένη επέμβαση στη χώρα, κατά τα πρότυπα της Λιβύης, το αποξένωσε ακόμα περισσότερο από τη δρώσα αντιπολίτευση στη Συρία, και ειδικά τις Επιτροπές Τοπικού Συντονισμού, μια οργάνωση-ομπρέλα που συντονίζει τις διαδηλώσεις εντός Συρίας και έχει ταχθεί ξεκάθαρα εναντίον κάθε ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Το δε γεγονός ότι το Συμβούλιο προβάλλεται πολύ από τα διεθνή ΜΜΕ και έχει επαφές με ξένους αξιωματούχους αυξάνει την καχυποψία πολλών Σύριων για τον ρόλο που θέλει να παίξει και την κατεύθυνση που θέλει να δώσει στην εξέγερση.[4]

Την ίδια στιγμή, εντός της Συρίας, δρα η Εθνική Συντονιστική Επιτροπή για τη Δημοκρατική Αλλαγή στη Συρία. Το συγκεκριμένο μόρφωμα αποτελείται από τις συνιστώσες του λεγόμενου Εθνικού Δημοκρατικού Συναγερμού, ενός εκτός νόμου μέχρι τώρα πολιτικού μετώπου που συσπείρωνε τις εκτός νόμου παναραβικές και αριστερές δυνάμεις της χώρας. Η Επιτροπή φαίνεται πως έχει κάποια επιρροή εντός της Συρίας, στις περιοχές που υπάρχουν οργανωτικές δομές των κομμάτων που τη στηρίζουν. Πέρα όμως από τις συγκεκριμένες περιοχές, η επιρροή της είναι περιορισμένη.

Η αποτυχία αυτή σχετίζεται με το μετριοπαθές, κατά πολλούς, πρόγραμμα της επιτροπής, κεντρικό σημείο του οποίου είναι να πεισθεί το καθεστώς για την αναγκαιότητα διαλόγου με την αντιπολίτευση, και μέσα από αυτόν να προκύψει ο εκδημοκρατισμός της χώρας. Το πρόγραμμα αυτό φαίνεται σε μεγάλη μερίδα των αντικαθεστωτικών αναντίστοιχο με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα στη χώρα, τη στιγμή που το καθεστώς συνεχίζει την καταστολή. Πολλοί δε είναι αυτοί που βλέπουν πίσω από τη μετριοπάθεια αυτού του προγράμματος το ίδιο το καθεστώς, το οποίο ελέγχει και καθοδηγεί την Επιτροπή στα μονοπάτια που το ίδιο θέλει.

Νίκη του καθεστώτος στα σημεία; Καμία από τις δυο αντιπαρατιθέμενες πλευρές δεν μπορεί να κερδίσει τη σύγκρουση ούτε με στρατιωτικούς ούτε με πολιτικούς όρους. Το καθεστώς υπερέχει σαφώς στρατιωτικά και μπορεί να αντιμετωπίσει τις ανοργάνωτες δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται απώλειες για το ίδιο. Αυτή η επικράτηση όμως δεν του δίνει διαβατήριο για την αναπαραγωγή της πολιτικής του ηγεμονίας, καθώς η σχέση του με ευρύτατα στρώματα της συριακής κοινωνίας έχει πλέον τραυματιστεί σοβαρά. Η δε αντιπολίτευση βρίσκεται σε ακόμα χειρότερη θέση, καθώς όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το καθεστώς στρατιωτικά, αλλά αδυνατεί να ενοποιηθεί και να καθοδηγήσει τα κοινωνικά στρώματα που εναντιώνονται στο καθεστώς.

Οι Δυτικοί πιστεύουν, μετά και την ενεργό παρέμβαση της Ρωσίας, πως μόνο η συνεργασία καθεστώτος και αντιπολίτευσης μπορούν να φέρουν σταθερότητα στη χώρα. Θα πρόκειται για έναν ακόμα συμβιβασμό πολιτικών ελίτ, με μια νέα πολιτική ισορροπία μεταξύ καθεστώτος και αντιπολίτευσης. Θα μπορέσει όμως αυτή να τιθασεύσει τον εξεγερμένο συριακό λαό, τουλάχιστον τα τμήματα εκείνα που συμμετέχουν ενεργά στις κινητοποιήσεις για μια άλλη Συρία; Αν κρίνουμε από τη περίπτωση της Αιγύπτου και της Τυνησίας, η απάντηση είναι όχι.

Ο Γιάννης Πλάκας είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και ασχολείται με ζητήματα Μέσης Ανατολής.
 

[1] Βλ. Bassam Haddad, «The Syrian Regime’s Business Backbone», Middle East Report, αρ. 262 (άνοιξη 2012), https://www.merip.org/mer/mer262/syrian-regimes-business-backbone

[2] Βλ. Άρεφ Αλομπέιντ, Οι παραστρατιωτικές ομάδες (αλ-Σαμπίχα) στη Συρία, γνώμη στην ιστοσελίδα του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο https://www.cemmis.edu.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=256%3A2011-06-13-01-45-16&catid=76%3Agnomes&Itemid=95〈=el

[3] Peter Harling και Sarah Birke, «Beyond the Fall of the Syrian Regime», άρθρο στο Middle East Report On Line, https://www.merip.org/mero/mero022412

[4] Για μια κριτική του τρόπου λειτουργίας του Εθνικού Συριακού Συμβουλίου και των αδυναμιών του, βλ. Bassam Haddad, «The end of Taking the Syrian Revolution at Face Value», στην ιστοσελίδα Jaddaliya https://www.jadaliyya.com/pages/index/4519/the-end-of-taking-the-syrian-revolution-at-face-va

Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ