Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η αμαξοστοιχία της οικογενειακής μνήμης έχει σταθμεύσει ώρες ατέλειωτες στον ιστορικό «πέτρινο» σταθμό της Κατοχής και της Αντίστασης.

Ads

Πλήθος οι επώνυμοι και ανώνυμοι άνθρωποι που ανέβηκαν στα βαγόνια της και μοιάζουν ή να μην αποβιβάστηκαν ποτέ από αυτά ή να άφησαν ενθύμιο ακριβό πίσω τους τις δήθεν ξεχασμένες βαλίτσες τους. Εύλογο λοιπόν ήταν να ακούω συχνά το όνομα του θρυλικού πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ να μνημονεύεται με σεβασμό, με θαυμασμό και με βαριά συγκίνηση. Και όταν είδα πρώτη φορά τη φωτογραφία του σε μια εγκυκλοπαίδεια με τριμμένη ράχη, θυμάμαι πόσο ζωηρή εντύπωση μού προκάλεσε το υγρό, μελαγχολικά στοχαστικό βλέμμα του γενειοφόρου αυτού άντρα με τον μαύρο σκούφο, το πέτσινο πανωφόρι, την αρμαθιά από σφαίρες στο στήθος και με το πληγωμένο ή μάλλον – για να το πούμε σωστά – προδομένο φιλότιμο.  

Μια εαρινή νύχτα των φοιτητικών μου χρόνων στη Θεσσαλονίκη σταματώ μπροστά στον τροχήλατο πάγκο ενός πλανόδιου πωλητή μεταχειρισμένων βιβλίων. Το μάτι μου πέφτει πάνω στο βιβλίο του Ρίζου Μπόκοτα «Έτσι χάθηκε ο Άρης». Στο έγχρωμο σκίτσο του εξωφύλλου μια περίλυπη κοπέλα κρατά στο χέρι της μια φωτογραφία του αρχηγού των Μαυροσκούφηδων.

Ήταν η πρώτη, θα έλεγα χρονογραφική, «προσωπική γνωριμία» μου με τον Ήφαιστο του Γοργοποτάμου. Η πρώτη, άγουρη ακόμα, αισθητοποίηση του ιστορικού δράματος του δικού μας Γκουεβάρα. Ένα επεισόδιο της αφήγησης έμελλε να μείνει ανεξάλειπτο στον κόσμο της εικονοποιημένης φαντασίας μου. Είναι το επεισόδιο που ο Βελουχιώτης παίρνει στα χέρια του το «Ριζοσπάστη» και διαβάζει το μικρόψυχο εκείνο πρωτοσέλιδο κείμενο της κομματικής διαγραφής του που τον χαρακτηρίζει τυχοδιώκτη με ύποπτη δράση και κλείνει με την προτροπή «ούτε μπουκιά ψωμί ούτε γουλιά νερό στον δηλωσία». Είναι η σκηνή που σαν χάντρες τα δάκρυα ποτίζουν τη γενειάδα του συντετριμμένου Καπετάνιου και το τσιγάρο καίει ανενόχλητο τα δάχτυλά του.

Ads

Είναι η σκηνή που αμίλητος μαζεύει την ομάδα, ανεβαίνει στο άλογο και κινεί για το ακέφαλο ραντεβού του με το φανοστάτη της πλατείας Τρικάλων. Και πιο πριν με το αυτοκτονικό ραντεβού στη χαράδρα του Φάγκου. Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή στροβιλισμένη στο σίδερο και τη φωτιά, «με την πέτρα προσκέφαλο, την ψείρα συντροφιά, την κάπα σκέπασμα».

Από τότε η «γνωριμία» με τον Καπετάνιο άρχισε να βαθαίνει περισσότερο. Απομνημονεύματα και μαρτυρίες συναγωνιστών του και ανθρώπων που τον γνώρισαν, κείμενα με θέμα την πολιτική διαθήκη του, τις δικαιωμένες πολιτικές προβλέψεις του και την ιστορική συμβολή του στο έπος της Αντίστασης, συλλογικοί τόμοι με εισηγήσεις σε επιστημονικά συμπόσια, Οι Καπετάνιοι του Dominique Eudes, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε του Θανάση Χατζή, αλλά και ιστορικές μονογραφίες με θέμα την πολυτάραχη δεκαετία 1940-1950. Ώσπου η γνωριμία αυτή πέρασε στη φάση της πνευματικής ενηλικίωσης με τους δύο τόμους του Διονύση Χαριτόπουλου για τον Άρη τον Αρχηγό των Ατάκτων, ίσως την πιο φιλοτεχνημένη και ολοκληρωμένη προσωπογραφία του ανθρώπου που αποτίναξε τον ευχερή αστικό του βίο για να αφοσιωθεί στα μεγάλα συλλογικά οράματα, μίλησε κατευθείαν στη λαϊκή ψυχή, συνέγειρε το γνήσιο λαϊκό αίσθημα, μετέτρεψε τα απάτητα βουνά σε ελεύθερη Ελλάδα, έγινε ο φόβος και ο τρόμος ταγματασφαλιτών και δωσίλογων, έθεσε τη στρατηγική μεγαλοφυΐα του στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος, εξέφρασε συνδυασμένα την προσδοκία της εθνικής και λαοκρατικής κοινωνικής απελευθέρωσης, αγνόησε την πεισματική μικρόνοια των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και την αδιέξοδη μεταφυσική ιδεοληψία των κομματικών μηχανισμών, προέβλεψε πιο καθαρά από τον καθένα την ιστορική νομοτέλεια του επερχόμενου Αρμαγεδδώνα από τις μοιραίες πολιτικές υπογραφές και τις καλοστημένες μεθοδεύσεις του ξένου παράγοντα.

Καλοκαίρι του 2002 σε μια Θεσσαλονίκη που βράζει από το μεσημβρινό λιοπύρι. Στο αστικό λεωφορείο της γραμμής 40 Εκκλησιές-Κέντρο προσπαθούν οι επιβάτες να κρατηθούν από τις ιδρωμένες χειρολαβές. Απέναντί μου συζητούν δυο ηλικιωμένες γυναίκες. Έχουν ανέβει από την Αριστοτέλους και κρατούν σακούλες με λαχανικά και φρούτα.

Η μία φοράει ποδιά που ακόμα έχει πάνω της αλευρωμένα ίχνη από το πρωινό ζύμωμα. Τα χέρια της είναι δουλεμένα, σχεδόν σκαμμένα. Η όψη της εμφανώς ταλαιπωρημένη αλλά το βλέμμα ζωηρό και έξυπνο. Αίφνης την ακούω να λέει στη φίλη της: «Θυμάσαι τη μέρα εκείνη στα Τρίκαλα; Τέτοια παλικάρια και να κρεμάσουν τα κεφάλια τους στην κολώνα. Και οι εγκληματίες να βαράνε τα νταούλια από κάτω και να χορεύουν σαν τους χιμπατζήδες». Ήθελε να πει και άλλα. Δεν μπόρεσε. Σήκωσε την άκρη της λερωμένης της ποδιάς και σκούπισε τα μάτια της. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα. Το λεωφορείο πλησίαζε στη στάση που θα κατέβαινα. Ήθελα να αποθέσω ευλαβικά στην ποδιά της τα διαπιστευτήρια της ευγνωμοσύνης μου. Το κατάλαβε και με πρόλαβε. Γιατί μου επέστρεφε μια ποδιά γεμάτη ευλογημένη καλοσύνη όταν την είδα να με  χαιρετά με μάτια βαριά από την πικρία. Με μάτια που είδαν ολοζώντανο το φάσμα της φρίκης και από τότε ζουν με αυτό. Αλλά και με μάτια που σαν ακούσουν οπλές αλόγου να χτυπάνε στο πλακόστρωτο της γειτονιάς θαρρούν πως γύρισε ο Καπετάνιος, αφού ποτέ δεν πίστεψαν ότι χάθηκε αλλά ότι απλά έλειπε σε άλλες ηπείρους βοηθώντας την παγκόσμια επανάσταση.

Σκούπισε τα μάτια της με την άκρη της λερωμένης ποδιάς της. Για την εικόνα που είχα για τον Καπετάνιο ισοδυναμούσε με την υπογραφή που βάζει ο ζωγράφος όταν τελειώνει τον πίνακά του. Ήταν η ετικέτα της γνησιότητας των υψηλών αισθημάτων αλλά και του υψηλού βάθρου στο οποίο ξέρει να τοποθετεί ακριβοδίκαια τους σπουδαίους ανθρώπους η λαϊκή (δι)αίσθηση.

Η εγγυημένη ιστορική αλήθεια που δεν εκχωρείται σε ετοιμοπαράδοτα δόγματα και παραμορφωτικές αυθεντίες, σε μετά Χριστόν προφητείες, σε κατόπιν εορτής μερικές αποκαταστάσεις, σε ανατροφοδοτούμενες εσωστρέφειες, σε αποφάσεις κομματικών δικαστηρίων, σε σοφιστείες κομματικών ιερατείων που ασφαλτοστρώνουν την ιστορική μνήμη «εξομαλύνοντας» τις λαοπρόβλητες «εκτροπές» από την «ορθόδοξη οδό». Γιατί είναι φορές που οι «εκτροπές» δικαιώνονται ιστορικά με εκκωφαντικό τρόπο. Και όταν δικαιώνονται απόλυτα, καθ’ ολοκληρίαν και κατ’ επανάληψη, τότε οι διακηρύξεις περί πολιτικής αλλά όχι κομματικής αποκατάστασης επιβεβαιώνουν τη ρήση του Ουγκώ: «Η συνήθεια είναι το εκτροφείο των σφαλμάτων». Γιατί, όπως έγραψε ο Λένιν, κάθε αλήθεια, όποια και αν είναι αυτή, μετατρέπεται σε παραλογισμό όταν ξεπερνά τα όρια της πραγματικής της εγκυρότητας.

Όταν διάβασα κάποτε το βιβλίο του Γκέοργκ Λούκατς «Η σκέψη του Λένιν» υπογράμμισα μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα λόγια του μεγάλου θεωρητικού της επανάστασης: «Ο έξυπνος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που δεν κάνει κανένα λάθος. Τέτοια όντα δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν. Ο έξυπνος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν κάνει πάρα πολύ σοβαρά λάθη και ξέρει να τα διορθώνει γρήγορα και με ευκολία».

Σκούπισε τα μάτια της με την άκρη της λερωμένης ποδιάς της. Και από τότε νιώθω ότι σμίλεψε με την κίνησή της αυτή το πιο περιεκτικό επιμύθιο στην ιστορία της συλλογικής μνήμης και του λαϊκού υποσυνείδητου.