49% εξ ημών, των Ελλήνων πολιτών, βάσει μιας τελευταίας δημοσκόπησης θεωρεί ως καλύτερη κυβερνητική λύση μια συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΝΔ προφανώς όπου ΠΑΣΟΚ, εννοούνται κάποιοι εκ των νυν υπουργών, καθώς το τμήμα του ΠΑΣΟΚ που αντιπολιτεύεται την κυβερνητική πολιτική προφανώς δε θα συνεργαζόταν με τη ΝΔ, ούτε η ΝΔ μαζί του.

Ads

Με μια πρώτη ανάγνωση φαντάζει εντυπωσιακό: οι μισοί περίπου Έλληνες θεωρούν ως καλύτερη κυβερνητική λύση ένα συνδυασμό αυτών των ίδιων πολιτικών που συστηματικά απαξιώνουν, βρίζουν και κατηγορούν ως εγκληματίες, προδότες, κλέφτες κτλ.
Για μια στιγμή ας αφήσουμε τη σκέψη ότι πρόκειται για μια στημένη δημοσκόπηση. Θα ήταν μια βολική απάντηση αλλά προσωπικά δεν έχω κάποια ένδειξη επ’ αυτού. Ας απορρίψουμε επίσης την ψυχιατρική εξήγηση ότι πάσχουμε ομαδικά από σχιζοφρένεια, καθώς στατιστικά είναι μάλλον απίθανο ένα τέτοιο τμήμα του πληθυσμού της χώρας να πάσχει από την εν λόγω ασθένεια. 

Ποιες απαντήσεις μας μένουν; Πρώτη πιθανή απάντηση ότι πρόκειται για αποτέλεσμα της διαρκούς πλύσης εγκεφάλου που υφιστάμεθα από τα δελτία των 8 και όχι μόνο. Καταρχήν σωστή απάντηση κατά τη γνώμη μου αλλά αμέσως έρχεται το επόμενο ερώτημα: γιατί παραμένουμε δεκτικοί στην πλύση εγκεφάλου από ΜΜΕ και τηλεπαρουσιαστές ή/και δημοσιογράφους που έχουν αποδειχτεί διαπλεκόμενα, παπαγάλοι και αναξιόπιστοι αντίστοιχα;

Δεύτερη πιθανή απάντηση ότι πρόκειται για αποτέλεσμα του φόβου, βάσει του οποίου το κατεστημένο μπορεί ακόμα να χειραγωγεί το λαό: η διαρκής επίκληση του ακόμα χειρότερου σεναρίου και η δαιμονοποίησή του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πλειοψηφία του λαού έχει κάτι ακόμα να χάσει, έστω λίγο ή μικρό, την κρατούν δέσμια του φόβου των πιθανών χειρότερων σεναρίων. Και πάλι όμως ανακύπτει το επόμενο ερώτημα: γιατί η προοπτική της βελτίωσης, της ανόρθωσης, της ανασυγκρότησης μέσα από μια άλλη στρατηγική δεν υπερισχύει του φόβου, τη στιγμή μάλιστα που πια η πλειοψηφία διαπιστώνει ότι η στρατηγική που εφαρμόζει η νυν κυβέρνηση και έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης- έστω με προσπάθεια να τροποποιήσει τη δοσολογία- οδηγεί κατευθείαν στα «χειρότερα», στα δαιμονοποιημένα σενάρια;

Ads

Τρίτη πιθανή απάντηση ότι ο λαός στην πλειοψηφία του δε «βλέπει» άλλη κυβερνητική προοπτική πέραν συνδυασμών των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων. Και πάλι όμως ανακύπτει το επόμενο ερώτημα: γιατί δε βλέπει αυτήν την προοπτική; Γιατί την είδε το 1977 και το 1981 με το ΠΑΣΟΚ, γιατί την είδε με τον ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, γιατί την είδε με τους Φιλελευθέρους του Βενιζέλου και δεν τη βλέπει τώρα; τυφλωθήκαμε ως λαός ή η προοπτική δεν έχει σχηματιστεί ακόμα;

Η απάντηση είναι ότι η προοπτική δεν έχει σχηματιστεί ακόμα. Και αυτή είναι η απάντηση στα ερωτήματα που ανακύπτουν και από τις τρεις πιθανές απαντήσεις. Η απάντηση που μας οδηγεί προφανώς σε ένα ακόμη ερώτημα: γιατί δεν έχει σχηματιστεί ακόμα η άλλη προοπτική;

Να σημειώσω παρενθετικά ότι χρησιμοποιώ τον όρο «σχηματιστεί» και όχι «υπάρχει», διότι η προοπτική μπορεί να υπάρχει – και υπάρχει- αλλά να μην έχει αποκρυσταλλωθεί, αναλυθεί, στοιχειοθετηθεί και εμπνεύσει επαρκώς. Και κυρίως να μην έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση της συλλογικότητας που θα παλέψει να την υλοποιήσει.

Γιατί λοιπόν δεν έχει επέλθει η σχηματοποίηση της άλλης προοπτικής;

Διότι οι υπηρέτες της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην Ελλάδα θέτουν και επιβάλλουν ακόμα τα δικά τους ερωτήματα ως τα κατεξοχήν κρίσιμα ερωτήματα- γεγονός που συναντάται και σε άλλες χώρες.

«Που θα βρείτε 8 δις μέχρι τα μέσα Οκτώβρη όσοι διαφωνείτε;», «πως θα εξευμενίσετε τους δανειστές μας όσοι διαφωνείτε;», «πως θα πετύχετε πρωτογενή πλεονάσματα όσοι διαφωνείτε;», «πώς θα μας κρατήσετε μέσα στο ευρώ όσοι διαφωνείτε;» και πάει λέγοντας.

Η δημοκρατική παράταξη, η αριστερά- αναφέρομαι σε όσους από προοδευτική και αριστερή σκοπιά αντιτίθενται στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού είτε μέσα από το ΠΑΣΟΚ, είτε από άλλα κόμματα και συλλογικότητες- τρέχει να προλάβει να απαντήσει, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πειστικότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις το καταφέρνει. Συνολικά ωστόσο ηττάται. Γιατί; διότι έχουμε λησμονήσει ότι το πρωταρχικό και το μείζον είναι ποιος θέτει, ποια ερωτήματα…

Δηλαδή, σε μια περίοδο πλήρους αποτυχίας των δεξιών πολιτικών, η δημοκρατική παράταξη και η αριστερά προσπαθούν να πείσουν ότι μπορούν να απαντήσουν πιο πειστικά στα ερωτήματα που θέτει η δεξιά.

Μάταιος κόπος. Ακόμα χειρότερα: η απόλυτη απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας υπέρ της πλέον αντιδραστικής και καταστροφικής δεξιάς που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες.

Αν η δημοκρατική παράταξη και η αριστερά θέλουν να ανακτήσουν την ιδεολογική ηγεμονία και άρα να πείσουν για την άλλη προοπτική πρέπει να μπορέσουν να θέσουν ως κυρίαρχα τα δικά τους ερωτήματα, οι απαντήσεις στα οποία θα συνθέσουν την προοδευτική στρατηγική εξόδου από την κρίση.

«Ποιες είναι οι πραγματικές, οι δομικές αιτίες της κρίσης διεθνώς, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και πως συνδέονται μεταξύ τους;», «ποιες είναι οι ευθύνες της επιχειρηματικής ελίτ της Ελλάδας για τη σημερινή κρίση;», «ποιες είναι οι παραγωγικές σχέσεις που πνίγουν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας μας;», «ποιες είναι οι σχέσεις εξάρτησης εις βάρος της χώρας που την κρατούν δέσμια;», «ποιο ακριβώς θα είναι το νέο, βιώσιμο, αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και σε ποιους κλάδους θα βασιστεί;», «ποια είναι η σχέση δημοσιονομικής εξισορρόπησης και ανάπτυξης;», «πόσες ανταγωνιστικές, εξαγωγικές οικονομίες χωράει η ζώνη του ευρώ και ο παγκόσμιος καπιταλισμός», «ποια είναι η ρύθμιση που απαιτείται διεθνώς και ποιο είναι το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που πρέπει να διαδεχθεί τον καπιταλισμό για να ξεπεράσουμε την κρίση;», «ποια φιλοδοξούμε να είναι η θέση της χώρας στη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική;», «ποιες είναι εκείνες οι συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και εκείνοι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί που τις προώθησαν και που οδήγησαν στην κρίση ή την όξυναν;», «ποιος είναι ο ρόλος –και όχι το μέγεθος- που οφείλει να επιτελεί το κράτος;», «ποιες είναι οι κοινωνικές ομάδες που κυρίως πλήττονται από την κρίση και άρα χρήζουν της μεγαλύτερης προστασίας και ποιες είναι εκείνες που κέρδισαν αθέμιτα προ κρίσης και κατά τη διάρκειά της;», «τι απέδωσε η μέχρι σήμερα επιβληθείσα στρατηγική, ποιοι κερδίζουν και θα κερδίσουν από αυτήν, εις βάρος τίνος;».

Δεν τα ακούμε συχνά αυτά τα ερωτήματα. Δε συμφέρει το κατεστημένο, την ολιγαρχία και τους πολιτικούς εκφραστές της να τίθενται. Πολύ περισσότερο δεν τους συμφέρουν οι απαντήσεις. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να δώσουμε μάχη για να τα θέσουμε και για να τα απαντήσουμε. Γιατί πάνω σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να οικοδομηθεί η στρατηγική εξόδου από την κρίση για το λαό και όχι η στρατηγική που γιγαντώνει την κερδοσκοπία της ολιγαρχίας- χάρη στην κρίση- εις βάρος του λαού.

Θέμης Τζήμας είναι μέλος του ΕΣ του ΠΑΣΟΚ