[…] Εξελιχθήκαμε με μία λογική θυλάκων! Το βλέπετε και σήμερα, αυτό, μπροστά σας. Ε, αυτό, έκανε μεγάλη ζημιά, και δημιούργησε μία αντίφαση η οποία μάς έκανε μεγάλο κακό, με την εξής έννοια: Ενώ θεσμικά περάσαμε (ας μη γελιόμαστε, εγώ που ξέρω και το παρελθόν…) την περίοδο της καλύτερα οργανωμένης δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας, ταυτόχρονα εγκλωβιστήκαμε στα επί μέρους ενδιαφέροντα και συμφέροντά μας! Αυτή η αντίφαση μάς πήγε πίσω και στο χώρο του πνεύματος και στο χώρο της γραφής και στο χώρο της τέχνης. Παντού! […] Ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr από το 2010, σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, σε δύο μέρη*.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, ξεκινά από τη ζωή του στην Κωσταντινούπολη, την απόφασή του να ζήσει στην Αθήνα λόγω της συγγραφής του πρώτου θεατρικού του έργου στη μητρική του γλώσσα, αναφέρεται στην ελληνική λογοτεχνία, όπως και στην ξαφνική «εμφάνιση» του βασικού ήρωα των 8 -μέχρι στιγμής- αστυνομικών μυθιστορημάτων του, μιλώντας παράλληλα για την Τριλογία της Κρίσεως*, δίνοντας έμφαση στον ανεπίλυτο -μέχρι σήμερα- διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, και τα αποτελέσματά του.

Ads

Κρ.Π.: Θα ξεκινήσετε από την Κωνσταντινούπολη που γεννηθήκατε;
 
Π.Μ.: Για μας, που γεννηθήκαμε ήταν πάντα η Πόλη του Βύζα που τη δημιούργησε. Μετά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος την έκανε πρωτεύουσα του Βυζαντίου, και εξ ου ονομάστηκε η Πόλη του Κωνσταντίνου.

Εκεί γεννήθηκα, λοιπόν, και εκεί μεγάλωσα. Έφυγα από το 1960. Ως τότε, για μένα η Πόλη, ήταν η μόνη πόλη που γνώριζα στη ζωή μου.
 
Κρ.Π.: Πώς φύγατε;
 
Π.Μ.: Έφυγα για να σπουδάσω. Κάποια στιγμή η αδελφή μου παντρεύτηκε και ήρθε στην Ελλάδα, όπως και εγώ, αφού τελείωσα τις σπουδές. Οι γονείς μου, μείναν εκεί μόνοι, και σε μεγάλη ηλικία πια, ήρθαν και εκείνοι κάποια στιγμή.

Θέμα διωγμού για τη δική μου οικογένεια, που είχε τουρκική υπηκοότητα, δεν ετέθη ποτέ.

Ads

Κρ.Π.: Αλλά τον διωγμό τον βιώσατε…

Π.Μ.: Αυτό το φοβερό άτομο, που λεγόταν Ισμέτ Ινονού, έκανε δύο απόπειρες να εξοντώσει τις μειονότητες. Η πρώτη απόπειρα ήταν μέσα στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, το ’42-’43, με το «φόρο ύπαρξης», η οποία απέτυχε.

Η δεύτερη απόπειρα έγινε το ’64 με το Κυπριακό και εκεί η ιδέα του, τουλάχιστον για τους Ρωμιούς της Πόλης, ήταν, να το πω εντός εισαγωγικών: «ιδιοφυής».

Γιατί σκέφτηκε, ότι: Αν διώξω τους Έλληνες υπηκόους -που ήταν πολλοί στην Πόλη(γιατί έρχονταν πολλοί από την Ελλάδα, για να δουλέψουν, και μένανε)- τί θα κάνουνε; Δεν θα ακολουθήσουν και τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους, κι ας είναι Τούρκοι υπήκοοι; Πράγμα το οποίο επέτυχε! Διότι δεν μπορούσε να «σπάσει» μια οικογένεια. Αναγκαζόταν, για παράδειγμα, η σύζυγος να ακολουθήσει τον σύζυγο ή αντίστροφα, μαζί με τα παιδιά, κλπ.

Κάπως έτσι και οι δικοί μου, είπαν κάποια στιγμή, τα παιδιά μας είναι στην Αθήνα, τί να κάνουμε εμείς εδώ; Και φύγανε…

Κρ.Π.: Εσείς –τα παιδιά της οικογένειας- πώς αποφασίσατε να μείνετε στην Αθήνα;

Π.Μ.: Όπως είπα η αδελφή μου παντρεύτηκε. Εμένα, όμως, η επιλογή μου, ήταν καθαρά γλωσσική. Δηλαδή, από τη στιγμή που κατάληξα στα χρόνια μου, ότι θέλω να γράφω ελληνικά, ότι η επιλογή μου ήταν η μητρική μου γλώσσα, ήταν φυσικό να ‘ρθω στην Αθήνα.

Γιατί όταν έφυγα από την Πόλη ήμουν τρίγλωσσος. Μιλούσα εξίσου καλά, και έγραφα: ελληνικά, γερμανικά και τούρκικα. Μπορούσα, λοιπόν, να επιλέξω μία από τις τρεις. Επέλεξα τη μητρική μου γλώσσα. Έτσι έγινε.

Από κει και πέρα, βεβαίως, δεν ακολούθησα την πορεία των παιδιών της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη. Δεν έβγαλα το Δημοτικό και μετά να πάω σε ένα ελληνόφωνο Γυμνάσιο, π.χ. στη Ζωγράφειο, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπως έκανε η συντριπτική πλειοψηφία. Ο πατέρας μου ήθελε να μάθω γερμανικά -και τότε, ο πατέρας αποφάσιζε!- για δύο λόγους:

Ο ένας λόγος ήταν, ότι εκείνος πίστευε ακράδαντα πως τα γερμανικά θα γίνουν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα. Έπεσε έξω. Και αυτό συνδεόταν με την επιθυμία του να συνεχίσω τη δουλειά του(εταιρεία εισαγωγών) στην Πόλη. Ούτε αυτό έγινε.

Συνεπώς, εγώ έμεινα με τα γερμανικά μου. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι την αγάπησα τη γερμανική γλώσσα και την αγαπώ ακόμη πολύ. Είναι μία πολύ ωραία γλώσσα, με τρομερές δυνατότητες, αλλά εγώ ήθελα να γράψω στη μητρική μου γλώσσα, κι αυτή ήταν τα ελληνικά. Τελείωσε!

Τα ελληνικά που γράφω, είναι ελληνικά Δημοτικού! Διότι η μέση εκπαίδευση σε μένα, ήταν στα γερμανικά. Από την πρώτη Γυμνασίου πήγα σε γερμανόφωνο σχολείο και συνέχισα με τα γερμανικά. Καταλαβαίνετε, ότι για να ξαναγυρίσω στα ελληνικά, πρώτον χρειαζόταν προσπάθεια –δεν ήταν εύκολο-, δεύτερον έπρεπε να ακούω τη γλώσσα συνέχεια. Αν δεν την άκουγα, δεν θα μπορούσα να εκφραστώ. Γι’ αυτό και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα.

Κρ.Π.: Και πότε έγινε αυτό;

Π.Μ.: Ή το 1964 ή το 1965. Δεν θυμάμαι πια. Είναι πολλά χρόνια.

Κρ.Π.: Τότε που γράψατε και το πρώτο θεατρικό, την Ιστορία του Αλή Ρέτζο;

Π.Μ.: Ναι. Το πρώτο θεατρικό, το έγραψα το ’64. Αν δείτε την πρώτη γραφή, θα δείτε πόσο Πολίτικα, είναι τα ελληνικά μου…
 
Κρ.Π.: Και ο πατέρας σας πώς αντέδρασε, όταν του ανακοινώσατε τις επιλογές σας;
 
Π.Μ.: Ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Για τη γενιά του και την ηλικία του, ήταν ένας πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Ποτέ δεν έφερε εμπόδιο στα παιδιά του. Είπε, αν θέλεις να πας.

Περισσότερο η μητέρα μου ήταν της οικογένειας, όπως ήταν όλες οι γυναίκες νοικοκυρές της εποχής, που κρατούσαν τις οικογένειες. Αλλά τελικά, ο πατέρας μου, είπε, άμα θέλει θα πάει, δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι, έγινε.

Βεβαίως, η Πόλη του τότε και η Πόλη του σήμερα, είναι δύο διαφορετικές πόλεις πλέον. Εγώ άφησα την Πόλη με πληθυσμό 1μιση εκατομμύριο -που ήταν πολύ μεγάλη πόλη για την εποχή εκείνη-, και τη βρίσκω σήμερα, μια πόλη σχεδόν 20 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κρ.Π.: Οι Έλληνες, πόσοι ήταν τότε, και πόσοι είναι τώρα;
 
Π.Μ.: Τα στοιχεία που υπάρχουν, λένε ότι πριν τα Σεπτεμβριανά, ο ελληνικός πληθυσμός της Πόλης, ήταν γύρω στις 60 χιλιάδες. Σήμερα υπάρχουν καθαροί Ρωμιοί, γύρω στους χίλιους διακόσους.
 
Κρ.Π.: Και το ’64, πόσοι ήταν οι Έλληνες;
 
Π.Μ.: Το ’64 έγινε η μεγάλη φυγή. Από το ’64 μέχρι το ’66, που γινότανε η «έξοδος», να την πω έτσι, στο τέλος η Πόλη κατάληξε με μία μειονότητα η οποία ήταν γύρω στις 5 με 6 χιλιάδες, πια. Αυτοί είχαν μείνει. Σήμερα, έχει μείνει ένας πληθυσμός, ο οποίος, μπορώ εγώ να τον χωρίσω στα δύο:

Δηλαδή, ή αυτοί που δεν έχουν που να πάνε και είναι στο γηροκομείο του Μπαλούκλ, ή εκείνοι οι οποίοι είχαν τέτοιες περιουσίες –ιδιαίτερα ακίνητες- που δεν μπορούσαν να τις αφήσουν και να φύγουν.  Αυτοί μείνανε πια.
 
Κρ.Π.: Το βιβλίο που μιλάτε για όλα αυτά…
 
Π.Μ.: … είναι το Παλιά, πολύ παλιά, ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται, όλο, στην Πόλη΄  δεν υπάρχει Αθήνα, δεν υπάρχει τίποτα.
Και είναι ένα βιβλίο, το οποίο, ίσως, μαζί με το τελευταίο, το Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, με βασάνισαν περισσότερο απ’ όλα.

Ιδιαίτερα το πρώτο, γιατί ήταν οι μνήμες, ήταν τα νιάτα μου, ήτανε όλη αυτή η εξέλιξη και η σημερινή πραγματικότητα της κοινότητας και της μειονότητας, κι αυτό με βασάνισε πάρα πολύ. Δεν ήταν εύκολο να το γράψω.

Κρ.Π.: Και το γράψατε, αργά, το 2008 κυκλοφόρησε.
 
Π.Μ.: Γιατί το ανέβαλα συνέχεια. Φοβόμουν να το γράψω. Ήταν, απλώς, το λέω πολύ καθαρά: Φόβος. Πώς θα αντιμετωπίσω αυτό το παρελθόν.
 
Κρ.Π.: Και πώς το αντιμετωπίσατε, τελικά;
 
Π.Μ.: Ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Ένα διάστημα, είχα φρακάρει τελείως, και ήρθε η κόρη μου και μου είπε: Κοίτα να δεις, ή θα το γράψεις αυτό το μυθιστόρημα, ή θα παραιτηθείς, γιατί κοντεύουμε να πεινάσουμε με σένα!
 
Κρ.Π.: Από πότε ξεκινήσατε να το γράφετε;
 
Π.Μ: Από το 2000.  Με βασάνιζε, όπως σας είπα, πάρα πολλά χρόνια αυτή η ιδέα. Ήθελα να το γράψω, αλλά και δεν μπορούσα να το γράψω.

Τελικά, αυτό που ξεκλείδωσε το μυθιστόρημα, είναι η δολοφόνος. Το λέω, γιατί η δολοφόνος, από τις πρώτες σελίδες γίνεται γνωστή. Κι αυτή η γυναίκα, ήταν η γυναίκα που με μεγάλωσε. Η Μαρία μού ξεκλείδωσε το μυθιστόρημα, και μεσ’ το μυθιστόρημα έχει μείνει με το πραγματικό της όνομα: Μαρία Θάμπου.

Κρ.Π.: Και η Μαρία τότε ζούσε;
 
Π.Μ.: Όταν άρχισα να το γράφω είχε πεθάνει. Αυτό ήταν μία τραγωδία σ’ αυτή την οικογένεια, με την έννοια ότι η Μαρία ήταν μαζί μας 35 χρόνια περίπου. Να σκεφτείτε ότι την αδελφή μου την πήρε από 6 μηνών.

Όταν οι γονείς μου αποφάσισαν την μετεγκατάσταση στην Αθήνα, η Μαρία ήταν περίπου στην ηλικία που είναι και στο μυθιστόρημα, δηλαδή, κοντά στα 90.

Η μητέρα μου θεώρησε ότι δεν θα άντεχε να κάνει την μετεγκατάσταση και ότι γι αυτήν θα ήταν πιο καλό να της εξασφάλιζε ένα δωμάτιο στο γηροκομείο(το ελληνικό γηροκομείο όπως και το νοσοκομείο, της Πόλης, διατηρούνται και λειτουργούν πολύ καλά μέχρι σήμερα), να έμενε στο χώρο της. Η Μαρία όμως, ήταν πάρα πολύ δυστυχισμένη. Δεν το ήθελε με τίποτα, αυτό. Και πέθανε δυστυχισμένη.

Αυτό για τη μάνα μου ήταν μία τύψη και μία ενοχή, που δεν περνούσε με τίποτα. Έλεγε, ότι εγώ στο τέλος, την έκανα δυστυχισμένη αυτήν τη γυναίκα. Όταν λοιπόν μου ήρθε η ιδέα να βάλω τη Μαρία στο μυθιστόρημα, είπα, ότι τουλάχιστον τώρα, μπορώ να κάνω κάτι για τη Μαρία: Να την αφήσω να υπάρχει…

Κρ.Π.: Συγκινητικό…
 
Π.Μ.: Δεν ήμασταν οι μόνοι. Ξέρετε πόσα τέτοια δράματα πέρασαν οι Πολίτες; Πολύ χειρότερα σας διαβεβαιώ. Πέρασαν πάρα πολλά.
 
Κρ.Π.: Η επινόηση, λένε, είναι η μεγαλύτερη αλήθεια. Εσείς, τι πιστεύετε;
 
Π.Μ.: Αυτό που λέω, πάντα, είναι ότι δεν υπάρχει κανόνας, γι’ αυτό και είμαι πολύ επιφυλακτικός με τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Γιατί ο καθένας από εμάς, γράφει, όπως του πάει καλύτερα. Αυτή είναι μία αρχή, η οποία δεν ξεπερνιέται.

Εγώ δεν ήθελα να γράψω μυθιστόρημα ποτέ. Έλεγα ότι το θέατρο και το σενάριο μου φτάνουν. Και δεν ήθελα να γράψω μυθιστόρημα, επειδή δεν άντεχα τις περιγραφές. Εξ ου και το σενάριο ήταν μία βολική λύση. Έλεγα: την περιγραφή την κάνει η εικόνα, άρα ο σκηνοθέτης. Εγώ δεν χρειάζεται να κουραστώ…

Όταν όμως, το 1993, έγραφα το σενάριο της Ανατομίας ενός εγκλήματος, στον τρίτο χρόνο της μου εμφανίστηκε αυτή η οικογένεια, δηλαδή ο Χαρίτος, η γυναίκα του, και η κόρη του!

Στην αρχή, έβλεπα μπροστά μου, μία τυπική, μικροαστική, ελληνική οικογένεια. Και επειδή στην Ανατομία, πέρασαν ένα σωρό μικροαστοί, είπα δεν θέλω άλλους παιδιά, φτάνει! Δεν μπορώ! Ότι ήταν να γράψω, το ‘γραψα…
 
Κρ.Π.: Ο Κώστας Χαρίτος, είναι ο κεντρικός ήρωας στα αστυνομικά σας μυθιστορήματα. Τί εννοείτε «εμφανίστηκε»;
 
Π.Μ.: Κάποια στιγμή, ενώ καθόμουν στο γραφείο μου να γράψω, ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου, τρία άτομα. Δεν τα έβλεπα πραγματικά αυτά τα τρία άτομα. Αλλά, ήξερα τι ήταν, ήξερα ότι ήταν μια μικροαστική οικογένεια. Δεν ήθελα όμως, ν’ ασχοληθώ.

Το ζήτημα είναι, ότι ο άντρας της οικογένειας, ο Χαρίτος δηλαδή, δε με άφηνε σε ησυχία!

Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να γράψω τα επεισόδια. Και ξέρετε, η τηλεόραση είναι ένα παμφάγο κτήνος, δηλαδή, με παίρνανε δέκα τηλέφωνα την ημέρα, για να μου πουν: Πού είναι το επεισόδιο για την Ανατομία; Το έγραψες; Περιμένει η Παραγωγή! Αυτό γίνεται. Έτσι είναι το είδος. Τι να κάνουμε…

Αυτό, μετά από ένα διάστημα, μου έγινε μαρτύριο. Ώσπου μια μέρα είπα: Αν αυτός με βασανίζει έτσι, δύο τινά μπορεί να είναι: Ή μπάτσος, ή οδοντίατρος! Όταν κατάλαβα, ότι αυτός είναι αστυνομικός, την ίδια στιγμή ήξερα το ονοματεπώνυμό του, ήξερα πώς έλεγαν τη γυναίκα του, και πως έλεγαν την κόρη του. Δεν είπα ποτέ: Μα πώς να τον πω; Το ήξερα.

Κρ.Π.: Απίστευτο…
 
Π.Μ.: Καταλαβαίνετε, πόση μακρά ήταν η επώαση μέσα μου, στο υποσυνείδητο, για να τα ξέρω όλα αυτά. Έτσι γεννήθηκε ο Χαρίτος!

Και επειδή ήταν αστυνομικός, στράφηκα σε ένα είδος, δηλαδή στο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα το χρησιμοποιήσω. Από την άλλη μεριά, όμως, ήμουν ένας μανιώδης αναγνώστης, πάντα, αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Εξ ου, και το πρώτο μυθιστόρημα το Νυχτερινό δελτίο, είναι τοποθετημένο σε τηλεοπτικό κανάλι. Γιατί εκεί ήμουν όλη μέρα λόγω Ανατομίας. Έτσι βγήκε. Από κει ξεκίνησε η ιστορία.

Βέβαια, στη διαδρομή του αστυνομικού μυθιστορήματος, γενικά, οι αστυνομικοί με οικογένεια σπανίζουν.

Οι αστυνομικοί στα μυθιστορήματα είναι συνήθως μοναχικοί, όπως είναι ο Μάρλοου για παράδειγμα. Η δική μου επιλογή, του μικροαστού αστυνομικού με την οικογένειά του, είναι τελείως ελληνική εκδοχή.

Ο μόνος που θυμάμαι ότι είναι σ’ αυτήν την κατηγορία, είναι ο αστυνόμος Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν. Ο οποίος, όμως, έχει γυναίκα, αλλά δεν έχει παιδιά.

Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω ακόμα με τον εαυτό μου, αν ήτανε επιρροή της τηλεόρασης, ή επιρροή του γεγονότος ότι τοποθέτησα τον ήρωά μου μέσα σε μία οικογένεια, η διαδρομή των μυθιστορημάτων. Τι θέλω να πω:

Όλα τα μυθιστορήματα, από το πρώτο μέχρι το Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, έχουνε μία διαδρομή της οικογένειας, η οποία, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα εξελίσσεται, και μία αστυνομική πλοκή η οποία σε κάθε μυθιστόρημα είναι αυτόνομη.

Δηλαδή, αν διαβάσει κανείς αυτά τα 8 μυθιστορήματα, μόνο από τη σκοπιά της οικογένειας, αφήνοντας έξω την αστυνομική πλοκή, θα δει ότι η οικογένεια αυτή έχει εξελιχθεί τρομερά. Και έχει εξελιχθεί οικογενειακά: η κόρη παντρεύτηκε, έκανε επάγγελμα… και έχει εξελιχθεί και με την έννοια της διαβίωσης, δηλαδή, στα τρία τελευταία βιβλία, περνάει όλες τις δυσκολίες που περνάει ο μέσος Έλληνας.

Κρ.Π.: Στο σήμερα… Είναι η *τριλογία σας που εξελίσσεται εν μέσω της ελληνικής κρίσης:Ληξιπρόθεσμα δάνειαΠεραίωσηΨωμί, παιδεία, ελευθερία. Η οικογένεια του Κώστα Χαρίτου, μοιάζει σα να ζει κάπου παράλληλα με σάς…
 
Π.Μ.: Ξέρετε, η περίπτωση του Χαρίτου, η προσωπικότητά του, κατά κάποιον τρόπο μου καθόριζε και τον τρόπο δουλειάς μου. Δηλαδή, ο τρόπος που γράφω έχει άμεση σχέση με τον ήρωα.

Κάποια στιγμή, όταν μιλούσα στην Ισπανία για τα μυθιστορήματα, κάποιος ακροατής με ρώτησε: Πώς γράφετε κύριε Μάρκαρη; Του λέω, είναι πολύ απλό το πώς γράφω. Σηκώνομαι το πρωί και πίνω έναν καφέ με τον Χαρίτο. Και του λέω: Ρε παιδί μου, τώρα, γιατί πρέπει να πας εσύ, εκεί ειδικά, να ψάξεις και να ερευνήσεις; Κι αυτός μου εξηγεί γιατί θα το κάνει, και εγώ αυτό το γράφω!

Διότι, εγώ δεν ξέρω ποτέ πώς θα εξελιχθεί το μυθιστόρημα. Έχω ένα γενικό θέμα, μια γενική πλοκή στο μυαλό μου, αλλά από κει και πέρα το μυθιστόρημα αναπτύσσεται κεφάλαιο – κεφάλαιο. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου, λέω, τί θα γίνει τώρα παρακάτω;

Αυτός ο τρόπος, είναι δικός μου προσωπικός. Άλλοι συγγραφείς γράφουν πολύ διαφορετικά.
 
Κρ.Π.: Υπάρχει βιβλιογραφία που αναφέρει πως κάνουμε έργο ότι δεν απωθούμε… Οπότε, το να μπορεί κάποιος να αφήσει τον εαυτό του να εκφράσει και κομμάτια ασυνείδητα, είναι σημαντικό…
 
Π.Μ.: Ανήκω σε αυτούς τους συγγραφείς που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να μη χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κανένας.

Μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφικό ένα μυθιστόρημα, αλλά έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξ ορισμού! Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

Θα σας πω ένα παράδειγμα γι’ αυτό που σας λέω:

Όταν ασχολήθηκα με τη γυναίκα του Χαρίτου, την Ανδριανή, σκέφτηκα ότι πρέπει να της βάλω -γιατί απ’ την αρχή ήταν η κλασική γυναίκα αστυνομικού, δηλαδή, νοικοκυρά- κάποιο χαρακτηριστικό. Σκέφτηκα, λοιπόν, τότε, ότι το χαρακτηριστικό θα είναι αυτά τα περίφημα «γεμιστά».

Γιατί τα γεμιστά; Γιατί η μάνα μου, έφτιαχνε καταπληκτικά γεμιστά! Και στο σπίτι όταν ήρθε, γιατί πέθανε η γυναίκα μου και η κόρη μου ήταν πολύ μικρή και έπρεπε να τη φροντίσει κάποιος, έφτιαχνε πολύ συχνά.

Η κόρη μου, της έλεγε: γιαγιά, θα φτιάξεις γεμιστά; Εκείνη άρχιζε, λοιπόν, ένα καταπληκτικό παιγνίδι, γιατί η μάνα μου ήταν, εντός εισαγωγικών, “ντίβα”. Κι έλεγε: Α, δεν μπορώ. Είναι πάρα πολύ κουραστικό φαγητό. Ποιός θα κάτσει να κόψει τις ντομάτες, να κάνει τη γέμιση, να… Πα πα πα! Δεν το κάνω με τίποτα! Η κόρη μου, έφτανε στο σημείο σχεδόν γονατιστή να την εκλιπαρεί, για να της πει η γιαγιά στο τέλος: Ναι, αλλά θα είναι η τελευταία φορά, και να το ξέρεις. Ε, ποτέ δεν ήταν η τελευταία φορά. Ήταν πάντα η προτελευταία!

Αυτό ήταν που με οδήγησε να πω: Α! Τα γεμιστά! Από εκεί ξεκίνησα.

Ένα άλλο παράδειγμα: Όταν έφτασε το τρίτο μυθιστόρημα, δηλαδή Ο Τσε αυτοκτόνησε, έχουν πυροβολήσει το Χαρίτο, και έχει αναρρωτική άδεια, οπότε η ιστορία αναφέρεται συχνά στη γυναίκα του. Το διαβάζει η αδελφή μου, και μου λέει: Ρε συ, αυτή είναι η μάνα μας! Της λέω: Γιατί το λες; Μου λέει: Έτσι μας τρομοκρατούσε όταν ήμασταν άρρωστοι από το φόβο μην πάθουμε τίποτα!

Λοιπόν, σήμερα, η Ανδριανή(η γυναίκα του Χαρίτου), είναι ταυτισμένη με τη μητέρα μου. Απόλυτα! Καμιά φορά, όταν θέλω να τσιγκλήσω τους ακροατές, τους ρωτάω: Σας αρέσει η Ανδριανή; Κι όταν μου λένε, ναι, αλλά, ξέρετε… τους απαντώ: Ναι, αλλά, δεν θα σας άρεσε και η μητέρα μου! Και κει κομπλάρουν οι κακόμοιροι.

Συνήθως οι Ισπανοί και οι Ιταλοί, μου λένε: Καταπληκτική γυναίκα! Γιατί έχουν την ίδια περίπτωση μάνας στα σπίτια τους. Είναι ο νότος…

Όταν μιλάω με τους Γερμανούς, επειδή οι γερμανίδες είναι εργαζόμενες και δεν δέχονται αυτήν τη μοιρολατρία της γυναίκας του νότου, έχουν αντιρρήσεις. Οπότε, εκεί είναι που τους λέω: Δεν θα συμπαθούσατε ούτε τη μάνα μου!

Γι’ αυτό, δεν υπάρχει θέμα. Υπάρχει παντού το αυτοβιογραφικό στοιχείο! Αλίμονο αν δεν υπήρχε.

Από κει και πέρα, υπάρχει κάτι άλλο, που από συγγραφέα σε συγγραφέα διαφέρει. Να σας πω τι είναι αυτό:

Υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι όταν θέλουν να γράψουν έναν χαρακτήρα, κάθονται στο γραφείο τους και τον φαντάζονται. Λένε, θέλω να έχει αυτό το χαρακτηριστικό, αυτές τις αδυναμίες. Ωραία. Είναι μία μέθοδος πολύ διαδεδομένη.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη κατηγορία συγγραφέων, η οποία φτιάχνει τους ήρωες παίρνοντας παραδείγματα και χαρακτηριστικά από ανθρώπους που τους γνωρίζουν. Σε αυτήν την κατηγορία, ανήκω εγώ. Σε μένα ήρωας που να τον φανταστώ στο μυαλό μου, δεν υπάρχει!

Θα σας πω και ένα άλλο παράδειγμα: Κάποια στιγμή στην Άμυνα ζώνης, ο Χαρίτος πάει να ανακρίνει κάποιον που φτιάχνει παιδικά ρούχα. Αυτός είναι ένας βιοτέχνης, ο οποίος είναι σχολαστικός με την καθαριότητα και την τάξη. Όσο λοιπόν απαντάει στον Χαρίτο, του σπάει ταυτόχρονα και τα νεύρα γιατί ξεσκονίζει, ή βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Όταν τελείωσε αυτό το κεφάλαιο, λέω στην αδελφή μου, το διαβάζεις να μου πεις πώς το βρίσκεις;

Το διαβάζει λοιπόν εκείνη, κι όταν το τελειώνει φωνάζει: (στον άντρα της) Τάσο! Ρεζίλι έγινες! Στο μυθιστόρημα σ’ έβαλε!

Δεν έχω και καμία αναστολή για να το κάνω, για να λέμε και την αλήθεια. Αλλά, έτσι δουλεύω.

Γι αυτό, σας λέω, δεν υπάρχει τρόπος. Ο καθένας κάνει αυτό που του πάει καλύτερα.
 
Κρ.Π.: Υπάρχει και κάποιος που προβάλατε πάνω στον ίδιο τον Χαρίτο;  
 
Π.Μ.: Όχι, δεν υπάρχει. Εκείνο το οποίο λέω όταν με ρωτάνε καμιά φορά, είναι ότι: Εγώ έχω κοινό με τον Χαρίτο. Τί; Τη ματιά μου πάνω στην Αθήνα και τους Έλληνες. Η ματιά του, είναι η ματιά μου.

Η κόρη μου, μού λέει καμιά φορά: Έχω βαρεθεί να ακούω τα σχόλια και τις ειρωνείες σου και μετά να τα διαβάζω σε μυθιστόρημα από το Χαρίτο! Βρες κάτι άλλο!

Αυτό είναι το ένα. Από την άλλη μεριά, όμως, η οικογένεια του Χαρίτου, δεν έχει καμία σχέση με την οικογένεια που είχα εγώ, ή η με τη σχέση μου…

Όμως, η οικογένεια του Χαρίτου, είναι πολύ κοντά στην δική μου οικογένεια. Δηλαδή, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου. Η σχέση τους είναι πάρα πολύ κοντά, στη σχέση που είχαν οι γονείς μου. Πάρα πολύ κοντά. Και βεβαίως, η κόρη, η Κατερίνα, έχει πάρα πολλά στοιχεία από την κόρη μου.

Όταν μπαίνει σπίτι η κόρη μου και με βλέπει να γράφω, μου λέει: Γράφεις μυθιστόρημα; Λέω, ναι. Εκείνη η αδελφούλα μου, μου λέει, τί κάνει;
 
Κρ.Π.: Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, είχε αναφέρει ότι σε κάθε έργο δεν υπάρχει μόνο μία φωνή, π.χ. του συγγραφέα, αλλά και πολλές άλλες φωνές…
 
Π.Μ.: Παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο η εμπειρία και τα βιώματα που έχεις μέσα σου. Αυτό το οποίο, ουσιαστικά, είναι όλο σου το προσωπικό παρελθόν, και των ανθρώπων γύρω σου. Χωρίς τα βιώματα αυτά, δεν μπορείς να γράψεις.

Δεν είναι εγκεφαλική η διαδικασία. Διατυπώνεται με καθαρό μυαλό, αλλά αφού προηγηθεί η βιωματική ανάκληση και επεξεργασία.

Όταν γράφω, είμαι τελείως προσηλωμένος. Ξέρω τι θα κάνω και πως θα το χτίσω. Αλλά για να φτάσω στο σημείο να γράψω, έχω περάσει μια διαδικασία ολόκληρη, βιωμάτων, εικόνων, προσωπικών εμπειριών, πραγμάτων που με πόνεσαν, ανθρώπων που τους γνώρισα και ή τους αγάπησα ή δεν τους αγάπησα. Όλα αυτά, προηγούνται!

Κρ.Π.: Η λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια σαν να ακολουθούσε μία προκάτ διαδικασία; Πολύ χιούμορ κατασκευασμένο, και μία εξέλιξη ιστοριών που δεν σε έκαναν να νιώθεις, τελικά να “ζεις”; Γιατί η ανάγνωση δεν πρέπει να είναι βιωματική πράξη, όσο και δημιουργία, από μόνη της;
 
Π.Μ.: Εγώ προέρχομαι από τη γερμανόφωνη λογοτεχνία.

Έχω παρατηρήσει δύο φάσεις στην ελληνική λογοτεχνία. Υπάρχει μία περίοδος μυθιστοριογραφίας –όχι πεζογραφίας- όπου ουσιαστικά η επιρροή της ποίησης πάνω της, ήταν τεράστια. Δηλαδή, η ποίηση ήταν τόσο καταλυτική στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, ώστε η πρόζα επηρεάστηκε, με την έννοια ότι εξελίχθηκε ως μία άσκηση ύφους, θέτοντας στο περιθώριο την εξέλιξη του μύθου και της ιστορίας.

Διάβαζες τρομερά ωραία υφολογικά έργα, αλλά έλεγες: Παρακάτω, τί θα γίνει παιδιά;(γιατί εγώ, έτσι έμαθα…) Και δεν γινόταν τίποτα!

Τα τελευταία χρόνια, αυτό, η ελληνική πεζογραφία προσπαθεί να το ξεπεράσει, και έχει δείγματα που το ξεπερνάει.

Από την άλλη όμως, επειδή αυτή είναι μία μεταβατική φάση, πολλές φορές πηγαίνουν στο άλλο άκρο οι συγγραφείς.
 
Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε παραδείγματα;
 
Π.Μ.: Θεωρώ ότι οι συγγραφείς όπως ο Ηλίας Βενέζης, όπως ο Μυριβίλης, όπως μια σειρά από μεταπολεμικούς συγγραφείς, επηρεάστηκαν πάρα πολύ στο ύφος τους, επειδή η ποίηση χάραζε τη γραμμή σ’ αυτό.

Οι συγγραφείς οι οποίοι, δεν επηρεάστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία απ’ αυτό, είναι ο Τσίρκας(ο οποίος ήταν στην Αίγυπτο), είναι ο Καραγάτσης, ο οποίος για μένα είναι ο πιο ικανός μυθιστοριογράφος που έχουμε, ακόμα και σήμερα το λέω αυτό. Ανεξαρτήτως αν συμφωνείς ή δεν συμφωνείς, ο Καραγάτσης ήξερε πως γράφεται ένα μυθιστόρημα.

Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι παρασύρονταν πολλές φορές από μία υφολογική προτεραιότητα.

Τα τελευταία χρόνια, αυτό, παραμερίζεται από τους νεώτερους συγγραφείς, καταλήγουν όμως, πολλές φορές, σε ένα άλλο άκρο, δηλαδή, σε μία περιγραφικότητα(άλλοτε είναι χιουμοριστική, άλλοτε ψυχογραφική, κλπ) η οποία όμως, κάπου εγκλωβίζεται! Και επίσης, δεν μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστοι από το γενικό «δήθεν» που χαρακτήριζε τη ζωή μας τα τελευταία 30 χρόνια.

Κρ.Π.: Αυτό ήθελα να σας πω, γι’ αυτό το δήθεν…
 
Π.Μ.: Δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν! Οι συγγραφείς ζούμε την κοινωνία! Δεν ζούμε εκτός. Ζούμε εντός.

Από τη στιγμή που ζούνε εντός, επηρεάζονται. Θα μου πεις, ναι, αλλά εσύ; Εγώ, έρχομαι από άλλη γενιά! Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο.

Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, καμιά φορά μου λένε διάφορα για τους σημερινούς νέους, και τους απαντώ: Μου λέτε για τους σημερινούς νέους, αλλά αυτές οι γενιές μεγάλωσαν με την πεποίθηση ότι η μαμά Ευρώπη θα τους λύσει όλα τα προβλήματα! Η δική μου η γενιά, όχι η μαμά Ευρώπη, αλλά καλά καλά ούτε η μαμά δεν είχε να μου δώσει! Ε, είναι μεγάλη διαφορά! Τι να κάνουμε!
 
Κρ.Π.: Και είναι και αυτός ο τρόπος ζωής στην πόλη, όλοι περιτριγυρισμένοι από το μπετόν…
 
Π.Μ.: Σε αυτήν την 25ετία, δημιουργήθηκε, και το βλέπετε σήμερα στην ακραία και παρακμιακή μορφή του, το κλείσιμο της κοινωνίας σε ομάδες!

Η ελληνική κοινωνία από τη μεταπολίτευση και μετά, από την πτώση της δικτατορίας και μετά, εξελίχτηκε με τη λογική μιας κοινωνίας θυλάκων.

Ήταν ο θύλακας των κλαδικών, ήταν ο θύλακας του… ο δικός μου δήμος είναι η επικράτειά μου και όλοι οι άλλοι είναι εχθροί(σιγά σιγά θα βάλουν και σύνορα!). Αυτοί οι θύλακες, όμως, ουσιαστικά εγκλώβισαν και τους συγγραφείς στο δικό τους θύλακα!
 
Κρ.Π.: Δηλαδή;
 
Π.Μ.: Δηλαδή, η συγγραφική δραστηριότητα, έγινε μία δραστηριότητα παρέας, συζήτησης, πέραν από την κοινωνία.
 
Κρ.Π.: Σε πιο προσωπικό κύκλο εννοείτε;
 
Π.Μ.: Ναι! Σε πιο προσωπικό κύκλο, και σε μια λογική: μαζευόμαστε όλοι μαζί, ανταλλάσσουμε τις απόψεις μας, διαβάζουμε ο ένας το βιβλίο του άλλου…  Αυτό, είναι καταστροφικό!
 
Εξελιχθήκαμε με μία λογική θυλάκων! Το βλέπετε και σήμερα αυτό μπροστά σας. Ε, αυτό, έκανε μεγάλη ζημιά, και δημιούργησε μία αντίφαση η οποία μάς έκανε μεγάλο κακό, με την εξής έννοια:

Ενώ θεσμικά περάσαμε(ας μη γελιόμαστε, εγώ που ξέρω και το παρελθόν…) την περίοδο της καλύτερα οργανωμένης δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας, ταυτόχρονα εγκλωβιστήκαμε στα επί μέρους ενδιαφέροντα και συμφέροντά μας! Αυτή η αντίφαση μάς πήγε πίσω και στο χώρο του πνεύματος, και στο χώρο της γραφής, και στο χώρο της τέχνης. Παντού!

Κρ.Π.: Ο πρώην διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Κοινωνίας, Γρηγόρης Γκιζέλης, έχει πει, ότι οι Έλληνες πριν το ’21 ζούσαν σε κοινότητες, γι’ αυτό όταν τους επιβλήθηκε η κεντρική εξουσία με την έννοια του κράτους από τον Όθωνα, δεν μπόρεσαν –ακόμα και μέχρι σήμερα- να προσαρμοστούν. Δηλαδή, βλέπουν το κράτος πάντα εχθρικά, θέλουν μόνο να το εκμεταλλευτούν, π.χ. λέμε «κατέλαβε τη θέση στο Δημόσιο», σα να είναι πόλεμος! Και φροντίζουν μόνο για τους δικούς τους, το μικρό προσωπικό τους κύκλο…
 
Π.Μ.: Αυτό είναι σωστό. Από την άλλη μεριά, βεβαίως, θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει το γεγονός, ότι η Ελλάδα έχασε τρεις ευκαιρίες να γίνει σύγχρονο κράτος. Η πρώτη ευκαιρία ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος ήρθε απ’ έξω με τη γνώση του πώς δομείτε ένα κράτος, αλλά χωρίς να το κάνει ποτέ.

Η δεύτερη περίπτωση, ήταν οι Βαυαροί με τον Όθωνα. Βεβαίως, οι Βαυαροί δεν καταλάβαιναν την ελληνική νοοτροπία καθόλου. Από την άλλη μεριά όμως, είχαν τη διάθεση να φτιάξουν ένα κράτος.

Και η τρίτη χαμένη ευκαιρία, ήταν μετά τον εμφύλιο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Χάσαμε, λοιπόν, τρεις ευκαιρίες να φτιάξουμε ένα κράτος! Και δεν τις χάσαμε μόνο. Όλες αυτές οι αποτυχίες, ουσιαστικά ενίσχυσαν τον κατακερματισμό της κοινωνίας.

Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε περισσότερα, για την τρίτη φορά που χάσαμε την ευκαιρία;
 
Π.Μ.: Διότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ουσιαστικά η χώρα, ο λαός, κόπηκε στα δύο. Σε δύο στρατόπεδα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν εμφύλιο!

Εάν, εγώ, που το υποστηρίζω και δημόσια, λέω ότι το μεγάλο λάθος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ότι ξεκίνησε τον εμφύλιο, άλλο τόσο το μεγάλο λάθος της εθνικής παράταξης μετά και το πέρας του εμφυλίου, ήταν ότι ποτέ δεν μπόρεσε να συμφιλιώσει το λαό και την κοινωνία. Να πει: Ξέρετε κάτι παιδιά; Σφαχτήκαμε, σκοτωθήκαμε, αλλά τώρα πρέπει να συμφιλιωθούμε, να ενωθούμε! Δεν έγινε αυτό.

Ταυτόχρονα ενίσχυσαν την εμπεδωμένη πεποίθηση πολύ μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, ότι: εγώ είμαι μέσ’ την κοινότητά μου, στην οικογένειά μου, στην παρέα μου, στο δήμο μου, και οι άλλοι, όλοι, είναι ξένοι για μένα!

Αυτό, δεν αφήνει ανεπηρέαστη ούτε τη γραφή, ούτε την τέχνη.  Οπότε, γι’ αυτό μιλάω για μια κοινωνία θυλάκων!
 
Κρ.Π.: Άρα λέτε για έναν εμφύλιο που συνεχίζεται…
 
Π.Μ.: Διότι, ξέρετε, ένα από τα μεγάλα λάθη που κάναμε είναι ότι ποτέ δεν επεξεργαστήκαμε την ιστορία μας! Ποτέ δεν είπαμε, να κάτσουμε κάτω και να πούμε: Τί έγινε βρε παιδιά; Να τα βγάλουμε όλα, και να δούμε πού κάναμε ο καθένας τα λάθη του! Αυτή η επεξεργασία είναι απαραίτητη!

Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, η γενιά του ’68 στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γερμανία, επωμίζεται τεράστιες ευθύνες, όπως εγώ θεωρώ, ότι επωμίζεται σε μάς η γενιά του Πολυτεχνείου.

Η διαφορά όμως, ποιά είναι, με τη γενιά του ’68, στη Γερμανία; Ότι αυτή ήταν η γενιά εκείνη που πήγε στους πατεράδες και στους παππούδες και τους είπε: Μιλήστε για το τι κάνατε, πέστε τι κάνατε! Να τα ξεκαθαρίσουμε! Έκανε μεγάλο καλό στη γερμανική κοινωνία αυτό. Κι αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά αυτής της γενιάς. Ότι είπε: πρέπει να μιλήσετε! Πρέπει να βγει η αλήθεια! Πρέπει να την αντιμετωπίσουμε!

Εμείς, δεν το κάναμε αυτό!
 
Κρ.Π.: Η ενοχή δεν αφήνει αυτές τις γενιές να τα… βάλουν κάτω;
 
Π.Μ.: Ναι, αλλά η επεξεργασία σ’ αυτό βοηθάει, στο να ξεπεραστούν αυτά. Εμείς δεν τα ξεπεράσαμε ποτέ! Γιατί δεν υπήρξαν εκείνες οι δυνάμεις, οι οποίες θα άνοιγαν το δρόμο σε μία τέτοια συζήτηση και μία τέτοια επεξεργασία της ελληνικής κοινωνίας. Λυπάμαι! Αλλά έτσι έγινε!
 
Κρ.Π.: Είναι και η νοοτροπία του Έλληνα αυτή; Να κουκουλώνει τα προβλήματα; Να τα κρύβει;
 
Π.Μ.: Είναι η νοοτροπία του Έλληνα. Εντάξει. Αλλά, μέσα σε όλο αυτό… γιατί είναι μία ιστορικά κατοχυρωμένη και θεσμοθετημένη νοοτροπία, το δέχομαι! Όλα αυτά, έχουν επιπτώσεις σήμερα!
 
Κρ.Π.: Γιατί δεν μπορείς να αφήνεις κάποιον ή κάτι αποκλεισμένο, ξεχασμένο, ή αδικημένο. Είναι ύβρις που ζητάει κάθαρση. Αυτό δεν μας έμαθαν και οι αρχαίοι Έλληνες, με την Τραγωδία;
 
Π.Μ.: Ξέρετε καλύτερα από μένα, το πόσο αυτά που είναι μέσα μας, λειτουργούν και μας επηρεάζουν.

Ποτέ δεν κοιτάξαμε να το επεξεργαστούμε και να το ξεπεράσουμε! Ως κοινωνία!

Δηλαδή, όταν καμιά φορά με ρωτάνε και οι ξένοι και οι δικοί μας, για το Λάμπρο Ζήση, τον κομμουνιστή στα μυθιστορήματά μου, και γι’ αυτήν τη φιλία που υπάρχει με τον αστυνόμο Χαρίτο, μια φιλία η οποία εξελίσσεται, και από την Περαίωση και μετά, μπαίνει στο σπίτι του και τον δέχεται και η Ανδριανή, πια.
Και τους απαντώ, είναι κατά κάποιον τρόπο η δική μου…
 
Κρ.Π.: …συμβολή;
 
Π.Μ.: Για μία συμφιλίωση! Διότι μπορούν να συμφιλιωθούν! Εξ ου και συμφιλιώνονται!

Όχι απλώς συμφιλιώνονται, είναι κολλητοί! Η δε, κόρη, ακούει περισσότερο το Ζήση, παρά τον πατέρα της. Λέει, θα πάω στον θείο Λάμπρο. Και στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, στην Περαίωση, όταν η κόρη σκέφτεται να μεταναστεύσει, υπάρχει μια σκηνή, όπου θέλει να φύγει, να πάει στην Αφρική (με την Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων), το σπίτι είναι ανάστατο, η Ανδριανή τραβάει τα μαλλιά της… Εκεί σκέφτεται ο Χαρίτος, να τη στείλω στον Λάμπρο γιατί αυτός την επηρεάζει.

Γυρίζει, λοιπόν, η κόρη, και λέει θα μείνω. Δεν θα φύγω. Κάπου ο μπαμπάς, αισθάνεται προσβεβλημένος, γιατί σκέφτεται, πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να την πείσω εγώ και μπορεί ο Λάμπρος;

Και τον ρωτάει: Τί έκανες ρε παιδί μου; Και του λέει ο Λάμπρος, Τι έκανα; Τους μαγείρεψα το φαγητό που έτρωγα στη Μακρόνησο επί πέντε χρόνια: Φασόλια μπλουμ, κριθαράκι μπλουμ… Το είδανε και δεν μπορούσαν να το αγγίξουνε. Και όταν τελείωσε, τους είπα: Θα μπορούσα με μία υπογραφή αποκήρυξης του κομμουνισμού, κι εγώ να φύγω! Έξω, θα ‘τρωγα και καλύτερα. Δεν έφυγα! Εσείς δεν τρώτε αυτό το φαί, γιατί θέλετε να φύγετε;

Αυτό την έπεισε. Άρα, αυτό, είναι η επεξεργασία της εμπειρίας. Και για μένα, αυτό έχει τρομερή σημασία.

Και πάλι, σας λέω… και σε μένα, αυτό, έρχεται από άλλες πηγές. Από τα παιδικά μου βιώματα.

Διότι, εγώ μπορεί να μη μεγάλωσα στη γενιά του εμφυλίου, μεγάλωσα όμως μέσα σε μία μειονότητα, η οποία είχε μία τρομερή ρήξη με την πλειοψηφία που λεγότανε Εθνικό τουρκικό κράτος.

Κρ.Π.: Και βιώσατε τον ρατσισμό…
 
Π.Μ.: … τον τρομερό εθνικισμό, την εχθρότητα, για την οποία, σήμερα, καταλαβαίνουν οι Τούρκοι, πόσο λάθος ήταν!
 
Εγώ είπα κάποια στιγμή, και το είπα και σε φίλους μου και το έγραψα κιόλας, ότι η Πόλη, ήταν μια πόλη μειονοτήτων πάντα! Με την έννοια, ότι και οι Τούρκοι της Πόλης, ήταν μία μειονότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους Τούρκους της Τουρκίας.

Αυτό δεν το καταλάβαιναν. Τώρα, το καταλαβαίνουν, κι είναι αργά! Τώρα, μου λένε, χάσαμε τις μειονότητες, η Πόλη πια δεν είναι αυτή που ξέραμε. Λέω, όταν τους είχατε όμως, δεν καταλαβαίνατε. Και τώρα ζείτε σε γκέτο!
 
Κρ.Π.: Δηλαδή; Πώς ζούνε;
 
Π.Μ.: Μπορεί και να τους βρείτε σε ορισμένες συνοικίες, εγκλωβισμένους, όπου ουσιαστικά δεν βγαίνουν καν από αυτές τις συνοικίες. Ένα κομμάτι αυτού, επειδή έχει αντιστραφεί ο τρόπος ζωής, είναι η ανατολική ακτή. Η ασιατική, για να το πω έτσι όπως το λένε, ή Χαλκηδόνα όπως τη λέγαμε εμείς. Εκεί υπάρχει ένα κομμάτι που ζουν εγκλωβισμένοι, ένα κομμάτι άλλο που ζουν στην Ευρωπαϊκή πλευρά, σε ορισμένες συνοικίες όπου σχεδόν δεν βγαίνουν από αυτές, διότι όλοι οι άλλοι που κυκλοφορούν είναι μέτοικοι.

Και οι μέτοικοι, αυτοί, έρχονται από την ανατολή, έχουν άλλη κουλτούρα, έχουν άλλες παραδόσεις, και έχουν άλλη σχέση με τη θρησκεία. Διότι αυτοί οι Τούρκοι της μειονότητας είναι απολύτως κοσμικοί. Οι σημερινοί κάτοικοι, σε μεγάλη πλειοψηφία, δεν είναι κοσμικοί.
 
Κρ.Π.: Είναι φανατικοί;
 
Π.Μ.: Και φανατικοί να μην είναι, είναι θρησκόληπτοι!

Αυτό, λοιπόν, επειδή εγώ το έζησα, δηλαδή, αυτή τη δομή, αυτό το διαχωρισμό της κοινωνίας σε παράλληλες κοινωνίες, καταλαβαίνω ότι εν πάση περιπτώσει πάντοτε η πλειοψηφία πρέπει να προσπαθεί να το ξεπερνάει αυτό(το λέω και στους Γερμανούς).

Η πλειοψηφία των Τούρκων, όχι μόνο δεν το ήθελε αυτό, αλλά ήθελε και να το εντείνει για να τους εξοντώσει! Αυτή είναι η αλήθεια! Συνεπώς, βγήκε αυτή η κατακερματισμένη κοινωνία!

Λοιπόν, αυτόν τον κατακερματισμό των κοινωνιών, και τους θύλακες, και τις παράλληλες κοινωνίες, τους έζησα στην Πόλη από διαφορετική σκοπιά απ’ ότι τους έζησε η Ελλάδα με τον εμφύλιο, και με άλλες ιστορικές εξελίξεις. Αλλά τον έζησα! Τον ξέρω! Και ξέρω πόσο καταστροφικός είναι!

Κρ.Π.: Είναι το ζήτημα της συνύπαρξης…
 
Π.Μ.: Δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς συνύπαρξη! Δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνικός ιστός χωρίς συνύπαρξη! Χωρίς την αποδοχή του Άλλου!

Δεν μπορείς, δηλαδή, να συμπεριφέρεσαι αδιαφορώντας ή έχοντας εναντίον σου ένα άλλο κομμάτι, είτε αυτό λέγεται κράτος, είτε αυτό λέγεται άλλη κοινωνία, είτε λέγονται άλλα συμφέροντα! Οφείλεις να συνυπάρξεις! Η κοινωνική συνύπαρξη, προϋποθέτει τον συμβιβασμό και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις. Όταν αυτό δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει συνύπαρξη! Τί να κάνουμε;

[…]

Διαβάστε τοδεύτερο μέρος της συνέντευξης “Πέτρος Μάρκαρης: Η Ελλάς των Ελλήνων Ορφανών!“, όπου ο συγγραφέας απαντά στο ερώτημα: «Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και τί πρέπει να κάνουμε;», της ακτιβιστικής Έρευνας για την Κρίση, μέσα και από τα θέματα που παραγματεύεται στα τελευταία αστυνομικά του μυθιστορήματα (Ληξιπρόθεσμα δάνειαΠεραίωσηΨωμί, παιδεία, ελευθερία) της Τριλογίας της Κρίσης, όπως και για την πολύχρονη σχέση του με τον κινηματογράφο, τη συγγραφή σεναρίων, και κυρίως με τον μεγάλο Έλληνα σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, που πριν λίγες μέρες, έκλεισε ένας μόλις χρόνος από το θάνατό του.