Είναι αξιοπερίεργο γιατί η ΝΔ επιζητούσε τόσο επίμονα τις εκλογές και επέμενε, μάλιστα, για την αυτοδυναμία την οποία θα διεκδικούσε ακόμη και αν χρειάζονταν αλλεπάλληλες εκλογές. Με αυτήν την «ανάγνωση» της πραγματικότητας και με αυτά τα αποτελέσματα θεωρώ ότι η ηγεσία του κόμματος θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί σε κατευθείαν παραίτηση και όχι να διερευνά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης και μάλιστα υπό πρωθυπουργό τον αρχηγό της.

Ads

Από την άλλη έχουμε το ΠΑΣΟΚ που η ηγεσία του παραδέχεται ότι διέπραξε λάθη χωρίς όμως να λέει ποια ακριβώς είναι αυτά τα λάθη και τι διαφορετικό θα έπρεπε να είχε πράξει ώστε να πεισθούμε ότι δεν θα τα επαναλάβει. Η πολιτική του ηγεσία κάθε τόσο σπεύδει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη, ενώ γνωρίζουμε ότι νομοθέτησε τον μη καταλογισμό (ποινικών) ευθυνών.

Ο νικητής των εκλογών ήταν αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ που τη στιγμή που γράφεται το σημείωμα αυτό προσποιείται ότι επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης και τα στελέχη του προβάλουν σωρεία διαδικαστικών αιτημάτων που φτάνουν μέχρι την καθιέρωση της απλής αναλογικής τη στιγμή που το ζητούμενο είναι ο σχηματισμός βιώσιμης κυβέρνησης. Είναι λυπηρό για το κόμμα αυτό και για τους ψηφοφόρους που πίστεψαν, έστω και για λίγο, ότι κυβέρνηση της Αριστεράς είναι δήθεν πιθανή. Είναι βέβαιο —εκτός και αν μεσολαβήσουν κοσμογονικές αλλαγές εκτός Ελλάδας— ότι για τα ζητήματα για τα οποία έχουν ήδη συναφθεί συμφωνίες δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγματεύσεων εκτός και αν έχει προηγηθεί μακρά προπαρασκευαστική περίοδος. Αν παρόλα αυτά ζητηθούν αλλαγές και ληφθούν μονομερώς αποφάσεις, τότε σε βραχύ χρονικό διάστημα θα παύσει ο δανεισμός με ανυπολόγιστες επιπτώσεις.

Ο πρωταρχικός στόχος όλων σε αυτήν τη φάση θα πρέπει να είναι η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, διότι τα δανεικά, δυστυχώς, θα πρέπει να πληρωθούν. Αθέτηση πληρωμών μπορεί να γίνει, αλλά όπως στο παρελθόν (1843, 1893 και 1932) έτσι και τώρα τα δανεικά, στο τέλος, θα πληρωθούν στο ακέραιο. Το χρέος, όμως, δεν εξοφλείται με νέο δανεισμό και ότι θα πρέπει άμεσα αφενός να ανακοπεί ο νέος δανεισμός και αφετέρου να δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα. Δύο είναι οι διαθέσιμες μέθοδοι για την επίτευξη αυτού του στόχου:

Ads

1. Μέσω εφαρμογής του μνημονίου. Επισημαίνουμε ότι το ενδιαφέρον των δανειστών περιορίζεται στο πώς θα μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να ανταπεξέρχεται στις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων και για το σκοπό αυτό δεν είναι αντίθετο στην αδιάκριτη αύξηση της φορολογίας και τη μείωση των κρατικών δαπανών ιδίως των μισθών, των συντάξεων κ.λπ.. Ο συνδυασμός αύξησης της φορολογίας και μείωσης των μισθών (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) συμβάλει όσο ο,τιδήποτε άλλο στην ταυτόχρονη απαξίωση του κεφαλαίου και της εργασίας. Η μεν απαξίωση του εγχώριου κεφαλαίου συνεπάγεται την προοπτική υφαρπαγής του από το ξένο, η δε απαξίωση της εργασίας οδηγεί στη μετανάστευση και όλες οι δαπάνες ιδιωτικές και δημόσιες για τη δημιουργία ανθρωπίνου κεφαλαίου αποβαίνουν καθαρή ματαιότητα. Συμπερασματικά, η εφαρμογή του μνημονίου οδηγεί την οικονομία σε μια δίνη ύφεσης από την οποία δεν διαφαίνεται προοπτική βραχυχρόνιας, τουλάχιστον, εξόδου. Επομένως, είναι απολύτως δικαιολογημένη η αποστροφή του εκλογικού σώματος προς το μνημόνιο και τα κόμματα που το υποστηρίζουν.

2. Μέσω εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών. Όσοι θεωρούν (δεν είναι λίγοι) ότι ο Μηχανισμός Στήριξης (η στήριξη βέβαια μένει να αποδειχτεί) ήταν απλά ένα σημαντικό επεισόδιο σε μια σωρεία λαθεμένων πολιτικών επιλογών και ότι η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να συνεχίσει αυξάνοντας λίγο τους φόρους και περικόπτοντας κάπως τις δημόσιες δαπάνες και ότι η κρίση είναι απλά διεθνής και ότι θα περάσει και όλα θα συνεχίσουν όπως πριν, θεωρώ ότι βρίσκονται εκτός πραγματικότητας. Η προσφυγή της Ελλάδας στον ΜΣ αποτελεί εκδήλωση δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας που δεν χρειάζεται απλά διορθώσεις αλλά θεμελιώδεις αλλαγές. Σε αυτές τις αλλαγές συμπεριλαμβάνονται και οι επενδύσεις, λίγοι γνωρίζουν ότι οι καθαρές επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν μια πρωτοφανή πτωτική πορεία και τα τελευταία δύο χρόνια είναι αρνητικές και οι προοπτικές είναι να συνεχίσουν την αρνητική τους πορεία! πράγμα που φανερώνει το μέγεθος της κρίσης και της απαξίωσης κεφαλαίου (μονάδες παραγωγής κλείνουν ή υπολειτουργούν) και εργασίας (πρωτοφανής ανεργία) που έχει συντελεστεί.

Συνεπώς, χρειάζεται πολύ περισσότερο πρωτογενές πλεόνασμα από όσο προβλέπεται στο (όποιο) μνημόνιο και ταυτόχρονα κρίσιμη είναι η διάθεση του πλεονάσματος, αν δηλαδή με αυτό θα χρηματοδοτηθούν επενδύσεις ή μόνο θα πληρωθούν τοκοχρεολύσια και καταναλωτικές δαπάνες. Αν περιοριστούμε απλώς σαν καλοί «νοικοκύρηδες» στην εξασφάλιση της πληρωμής τοκοχρεολυσίων, τότε φοβάμαι ότι είναι αδιάφορο ποια πολιτική θα ακολουθηθεί, διότι η χώρα συνολικά θα οδηγηθεί στην κατάρρευση. Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα που θα έπρεπε να τεθούν προς συζήτηση μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων. Τα συζητούν όμως; Φοβάμαι πως όχι!

Ο Λευτέρης Τσουλφίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας