1. Σαν εισαγωγή: Όλα όσα ανήκουν από κοινού (τα λεγόμενα «Κοινά»), αντί να θεωρούνται από τους καθεστωτικούς θεσμούς και την κυρίαρχη πολιτική οικονομία ότι «ανήκουν σε όλους»(ή ακριβέστερα σε πολλούς), συγχέονται σκόπιμα με όσα «δεν ανήκουν σε κανένα». Υπάρχει σκοπιμότητα στο να ταυτίζουν τα συλλογικά αγαθά με αυτά που δεν ανήκουν σε κανένα, γιατί έτσι προκύπτει η αδιαφορία των πολλών για αυτά και μπορούν οι λίγοι «ενδιαφερόμενοι» να τα οικειοποιούνται.

Ads

Σε μια όμως κοινωνική οικονομία, την οποία η παρούσα κυβέρνηση υποτίθεται ότι προωθεί έχοντάς την στο πρόγραμμά της, δεν μπαίνει το ερώτημα καταρχήν αν στα πλαίσιά της λειτουργεί η «αγορά», αλλά πως συγκεκριμένα μπορούμε να αναπαράγουμε την «καλή ζωή» (ευζωία) για όλους.

2. Για την επικαιρότητα και για το κάλεσμα της κυβέρνησης προς τους καναλάρχες να πληρώσουν: Η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει θετικά ως προς τα κοινά και δε μπορεί να θεωρεί τα νέας μορφής κοινά (π.χ. ραδιοσυχνότητες – τηλεσυχνότητες – κινητή τηλεφωνία – πληροφοριακοί λεωφόροι, είτε τοπικής είτε εθνικής εμβέλειας) σαν κρατική ιδιοκτησία και σαν πρωταρχικό της μέλημα τη λειτουργία της αγοράς. Δε μπορεί να νομοθετεί με βάση το ποιός π.χ. από τους καναλάρχες ή τους κατόχους ραδιοφωνικών σταθμών θα προσφέρει περισσότερα για να αγοράσει τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συχνότητες που χρησιμοποιεί.

Προφανώς οι συγκεκριμένοι καναλάρχες δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτά τα «κοινά» – που ανήκουν σε όλους και όχι σε κανέναν – και να τα κάνουν ότι θέλουν, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα για τη χρήση τους, όπως γινόταν μέχρι τώρα. Αλλά δε μπορεί να λέει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη βουλή «πληρώστε και πείτε ότι θέλετε». Δε μπορεί να θεωρεί ότι το μοναδικό ζήτημα που μπαίνει είναι οι οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος και όχι οι υποχρεώσεις προς στο κοινό, προς όλους μας δηλαδή, που είμαστε στην ουσία και οι κάτοχοι των συχνοτήτων τους και έχουμε το δικαίωμα απολαβής των υπηρεσιών τους για το «κοινό καλό» και όχι για το καλό μιας ελίτ, όπως μέχρι τώρα.

Ads

3. Ο καπιταλισμός κατάφερνε πάντα να ιδιωτικοποιεί κάθε νέο αγαθό που δημιουργείται και ανήκει στα Κοινά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο έλεγχος των δημόσιων συχνοτήτων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που ξεκίνησε απο τις ΗΠΑ. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20, η κυβέρνηση παραχωρούσε ραδιοφωνικές συχνότητες σε όποιον το ζητούσε. Στη συνέχεια μόνο σε επιχειρηματικούς κολοσσούς όπως η RCA και η General Electric, παρόλο που την ίδια στιγμή ομάδες εκπαιδευτικών, συνδικάτα, κόμματα, αλλά ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις κατέθεταν αντίστοιχες προτάσεις. Στο τέλος επικράτησε η «συμβιβαστική λύση», ότι δηλαδή οι ιδιώτες θα διαχειρίζονται τις ραδιοσυχνότητες, αλλά χωρίς ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το αντάλλαγμα θα ήταν να τις χρησιμοποιούν «για το δημόσιο συμφέρον», το οποίο όμως «δημόσιο συμφέρον» δεν καθορίσθηκε ποτέ νομικά, ούτε και ποιες υποχρεώσεις πηγάζουν από αυτό για τους νέους κατόχους των ραδιοφωνικών και στη συνέχεια των τηλεοπτικών συχνοτήτων.

Προς το τέλος του 20ού αιώνα, όταν επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός, η βιομηχανία του θεάματος θα αποκτήσει και την ιδιοκτησία των συχνοτήτων χωρίς πλέον καμία προϋπόθεση παροχής δημόσιων υπηρεσιών (από το 2000 μάλιστα αρκετά τηλεοπτικά δίκτυα στις ΗΠΑ δεν καλύπτουν ούτε τις προεδρικές ή τις ενδιάμεσες εκλογές, αφού θεώρησαν ότι δεν αποτελούν επικερδή δραστηριότητα για αυτά).

Σαν αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη, στη Βενεζουέλα για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τσάβες αποφάσισε το 2002 να μην ανανεώσει ορισμένες άδειες καναλιών και ραδιοσταθμών και να τις παραχωρήσει σε τοπικές κοινότητες, με αποτέλεσμα την άνθηση μέσων ενημέρωσης που ελέγχονταν από τις τοπικές κοινωνίες. Την περίοδο 2007-2009 αρκετές ακόμη αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις, από την Ουρουγουάη μέχρι την Αργεντινή και από τη Βραζιλία μέχρι τον Ισημερινό, προώθησαν νομοθεσίες που περιόριζαν τη συγκέντρωση συχνοτήτων στα χέρια λίγων επιχειρηματιών. Για τα δεδομένα μας ήταν βέβαια μια επιφανειακή και καθυστερημένη αντίδραση (στην Αργεντινήμάλιστα ο νόμος έμεινε στα χαρτιά), αλλά υπήρξε τουλάχιστον μια ανάσχεση στα σχέδια των οικονομικών ελίτ να χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για τα συμφέροντά τους, ενώ ταυτόχρονα αναδείχθηκαν τοπικές πρωτοβουλίες που αμφισβητούσαν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.

4. Δε θα μπορούσε λοιπόν σήμερα η κυβέρνηση της αριστεράς στη χώρα να ορίσει νομικά έτσι τα «κοινά», ώστε να επαναφέρει τις δημόσιες συχνότητες υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών; Δε θα μπορούσε να καθορίσει έτσι τα «κοινά αγαθά», ώστε να μη ταυτίζονται με τα κρατικά ή τα δημόσια; Καλύτερα ακόμα, να ταυτίσει την έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας; Αν η κοινωνική οικονομία βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιός έχει την εξουσία στο κράτος.

Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει-σαν κυβέρνηση της αριστεράς που υποτίθεται ότι ανέλαβε την εξουσία(;), για να προωθήσει τα συμφέροντα των «από κάτω»-να νομοθετήσει με βάση την αγορά, όπως είπαμε και πιο πάνω. Γιατί αν γίνει αυτό, τότε πως θα ανταγωνισθεί τους κεφαλαιούχους καναλάρχες, ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ή εταιρείες ιντερνετ και εκμετάλλευσης πληροφοριακών λεωφόρων, ένα αυτοδιαχειριζόμενο συνεργατικό ή συνεταιριστικό εγχείρημα κοινωνικής οικονομίας στο χώρο των ΜΜΕ; Πως μπορεί να κάνει πράξη την παραγωγή πολιτιστικών, πληροφοριακών ή γνωστικών αγαθών, σαν κοινωνικών και όχι αγοραίων που έχουν στόχο το ιδιωτικό κέρδος;

Οικονομία των «κοινών» σημαίνει: οικονομία στη υπηρεσία της καλής ζωής, των κοινωνικών αναγκών και της ισότητας των δικαιωμάτων, σε ισορροπία με τη φύση. Αυτή η οικονομία αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας με τη μορφή του δικαιώματος χρήσης. Κατοχή δικαιώματος χρήσης αγαθών για επάρκεια, αντί της υπερκατανάλωσης και της ιδιοκτησίας αυτών (από ανθρώπους π.χ. που ούτε καν τα χρειάζονται). Το δε δικαίωμα χρήσης (χωρίς να αποκλείεται και η ατομική χρήση) εκφράζεται κυρίως με τη συλλογική χρήση των συλλογικών αγαθών.

Κάτω από αυτή την προοπτική θα πρέπει να κάνει διαχείριση των συχνοτήτων η κυβέρνηση.  Η νέα ΕΡΤ π.χ. θα έπρεπε να περάσει σε έναν φορέα που θα λειτουργούσε σαν Κοινωνική Επιχείρηση με βάση τους εργαζομένους της στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, είτε εθνικής είτε τοπικής εμβέλειας. Στην εποπτεία και τη λειτουργία της να συμμετέχουν η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιστημονικοί φορείς, κοινωνικά εγχειρήματα με ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο του Πολιτισμού και των εργαζομένων στην ενημέρωση, αλλά και στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και γενικά η τοπική κοινωνία των πολιτών. Η ανεξαρτησία της θα διασφαλιζόταν από ευρεία αντιπροσωπευτική συνέλευση των παραπάνω, καθώς και των θεσμικων φορέων, όπως της Ένωσης Περιφερειών, της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η συνέλευση θα αποφάσιζε για τη χάραξη της στρατηγικής, θα επέλεγε την εκάστοτε διοίκηση με υποχρεωτική αυξημένη πλειοψηφία, θα εξέταζε τις πολιτικές προϋποθέσεις της δημόσιας πληροφόρησης με όρους ελευθερίας στην προβολή γεγονότων, άποψης και γενικότερου πολιτικού σχεδιασμού.

Και οι άλλες άδειες χρήσης των οποιονδήποτε συχνοτήτων θα χρειασθεί να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο. Δε μπορεί να αντιμετωπισθούν απλώς σαν  ευκαιρία για τον δημόσιο κορβανά και να πουληθούν στους ενδιαφερόμενους κεφαλαιούχους ή στις εταιρείες τους, απλά με όρους της αγοράς. Επειδή οι υπηρεσίες τους μας αφορούν όλους και όχι μόνο τους αγοραστές -χρήστες αυτών των υπηρεσιών – οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας για παράδειγμα, επιδρούν το ίδιο στην υγεία των χρηστών και των μη χρηστών κινητών τηλεφώνων – θα πρέπει να μπουν υπό την εποπτεία και των έλεγχο των πολιτών και των κοινωνικών θεσμών τους. Και βέβαια αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα αν οι χρήστες των συχνοτήτων είναι τηλεοπτικοί, ραδιοφωνικοί, επικοινωνιακοί ή ιντερνετικοί συνεταιρισμοί και συνεργατικά εγχειρήματα και όχι τα «διαπλεκόμενα Μίντια». Προς αυτή την κατεύθυνση θα χρειασθεί να νομοθετήσει και να υλοποιήσει στη συνέχεια η σημερινή Κυβέρνηση.