«Άει χάσου επιτέλους, παλιοεκκλησία, βρωμοπαπαδαριό, που μας κάνατε Ιράν των Βαλκανίων, ενώ η δική μας καρδιά βρίσκεται στην Ευρώπη». Είναι οι φωνές ιερής αγανάκτησης των παιδιών της αριστεράς και της προόδου, που βρήκαν ευκαιρία, αρχικά με τον παπα-σούρα και στη συνέχεια με τον παστίτσιο, να ξεχάσουν για λίγο τα μνημόνια και τις τρόικες και να παίξουν τα γνωστά τους παιχνίδια (όπως πολύ ορθά το εντόπισε, αν και με λάθος συλλογισμό, ο Βένιος Αγγελόπουλος στον Δρόμο της Αριστεράς, 11/1/2004, σελ. 32). Παίζουν τους ιππότες του διαφωτισμού που μάχονται εναντίον του μεσαιωνικού σκοταδισμού· αυτού του μόνιμου φαντάσματος, που δεν θα πάψει ποτέ να πλανιέται πάνω απ’ τη δική τους Ελλάδα (όπως τότε που ήταν μικρά παιδιά, και είχαν ενοχές, γιατί έκαναν αμαρτίες, και δεν τις εξομολογούνταν στους παπάδες, που τους έβαζαν με το ζόρι οι γονείς και οι δάσκαλοι).

Ads

 
Και ενώ με όλα αυτά περνούσαμε καλά, εμφανίζεται ξαφνικά η μονταζιέρα της Δεξιάς – που καθόλου δεν παίζει, ούτε βλέπει φαντάσματα, άσχετα αν προσπαθεί να κάνει τους άλλους να τα βλέπουν – και χωρίς να χάσει ευκαιρία, εγκαλεί τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ για την αθεΐα του. … Αααα! Νέες φωνές απ’ την αριστερά και την πρόοδο. Τί είναι αυτά; Πού ζούμε; Θεοκρατία έχουμε; Όχι βρε παιδιά, απαντά στο tvxs ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, «μπορεί όλοι εμείς να λέμε ότι [η δήλωση της ΝΔ] είναι απαράδεκτη και κάποιοι να λένε ότι είναι γελοία, αλλά είναι εξαιρετικά αποτελεσματική σε έναν ολόκληρο χώρο, που είναι η πλειοψηφία των Ελλήνων, που αδυνατούν να συλλάβουν ότι μπορείς να είσαι Έλληνας και άθεος». Η στόχευση είναι «να τους αποτρέψει από το να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ». Τόμπολα! Ο κύριος Παναγιώτης Δημητράς βρήκε τη λύση του σκοτεινού γρίφου. Αγωνιζόμενοι εναντίον της σκοταδιστικής μεσαιωνικής θεοκρατίας, χάνουμε τον πόλεμο κατά της φιλελεύθερης μετανεωτερικής κλεπτοκρατίας.
 
Τί λέτε λοιπόν σύντροφοι; Ποιος αποδεικνύεται στην περίπτωση αυτή ο συσκοτισμένος, ο καθυστερημένος και ο ευκολόπιστος; Μήπως για μια ακόμα φορά έχουμε βάλει τα χεράκια μας και βγάζουμε μόνοι μας τα ματάκια μας; Μήπως το στριμωγμένο πολιτικό σύστημα μάς παρέχει πράγματι τη θρησκεία σαν όπιο, όχι όμως γιατί μας θέλει αποχαυνωμένους οπαδούς της, αλλά γιατί ελπίζει να μετατραπούμε σε αφιονισμένους αντιπάλους της; Γι’ αυτό κι εγώ, όχι τόσο ως χριστιανός και ως θεολόγος, αλλά περισσότερο ως αριστερός και μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως ως Έλληνας που αγωνιά κι αγωνίζεται για την πολιτική ανατροπή, βλέπω με μεγάλη θλίψη την αταβιστική καθήλωση ικανού μέρους της αριστεράς στη γνώριμη αντιεκκλησιαστική και αντιθρησκευτική ρητορική του παλιού καλού 4% και των κατσαπλιάδων διανοουμένων «ελευθέρας βοσκής» που, ακόμα κι όταν ο λόγος τους υπερασπίζεται τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, ο βαθύτερος ψυχισμός τους αδυνατεί να επικοινωνήσει με την ψυχή του λαού.
 
Δηλαδή τί πρέπει να γίνει; Θα ρωτήσετε. Να συμμαζέψει η αριστερά καιροσκοπικά τον λόγο της ή τις στοχεύσεις της για να μη χάσει κάποιες ψήφους χριστιανών; Ή να συνάψει τσάκα τσάκα μια συμβιβαστική συμφωνία με την εκκλησιαστική ιεραρχία προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια ή την ανοχή της; Όχι! Τίποτα απ’ όλα αυτά. Το κύριο ζήτημα είναι η δυνατότητα ουσιαστικής επαφής με την ψυχή του λαού στον οποίο η αριστερά απευθύνεται και τον οποίο καλεί σ’ ένα ιστορικής σημασίας πολιτικό εγχείρημα. Αν έστω κι ένα μέρος αυτής της ψυχής είναι βαπτισμένο στη χριστιανική πίστη, τότε η αριστερά υποχρεούται να επικοινωνήσει και μ’ αυτό. Δεν είναι θέμα δικαιωμάτων και αλληλοσεβασμού· ούτε είναι θέμα ταύτισης και συμφωνίας· είναι κυρίως ζήτημα συνεννόησης και επικοινωνίας. Είχε συμβεί επί ΕΑΜ και επί Βελουχιώτη. Το ίδιο κι ακόμα περισσότερο πρέπει να συμβεί και τώρα. Η επικείμενη πολιτική ανατροπή, και κυρίως η συνέχεια που θα ακολουθήσει, υποχρεώνει αριστερούς και χριστιανούς σε μια βαθύτερη επικοινωνία, σ’ ένα επίπεδο που ίσως ποτέ δεν έχει επιτευχθεί σ’ αυτή τη χώρα._