Δεν έχει μόνο η Αμερική τον Ντόναλντ Τραμπ της αλλά και η Ευρώπη. Ίσως μάλιστα η Ευρώπη έχει και περισσότερους. Αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή του στο «The New Yorker», ο John Cassidy, ο οποίος αφού παρουσιάζει μία μία τις ευρωπαϊκές… περιπτώσεις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον «τσαρλατάνο» δισεκατομμυριούχο θα ήταν μια τραγωδία.

Ads

«Η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με το Brexit, το Παρίσι με την τρομοκρατία. Με άλλα λόγια η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Αλλά τα προβλήματα αυτά σημαδεύονται και από την άνοδο δεξιών λαϊκιστών πολιτικών που μοιάζουν με την περίπτωση του Τραμπ.

Διασχίζοντας τον ατλαντικό καταλαβαίνεις ότι ο «τραμπισμός» δεν είναι ένα καθαρά αμερικανικό φαινόμενο, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν. Εξαιρώντας τον ντροπιασμένο πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δεν υπάρχει ακριβές ευρωπαϊκό ισοδύναμο του δισεκατομμυριούχου της Νέας Υόρκης αλλά οι δυνάμεις που τον ώθησαν έως το ρεπουμπλικανικό χρίσμα – ο εθνικισμός, ο πρωτογονισμός, η απογοήτευση για τα οικονομικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, ο φόβος της τρομοκρατίας, ο κυνισμός απέναντι στους καριερίστες πολιτικούς – είναι εξίσου ισχυρές στην Ευρώπη, ίσως και ισχυρότερες.

Από τη Θάλασσα της Ιρλανδίας έως τα Καρπάθια Όρη τέτοιου είδους δεξιές δυνάμεις βρίσκονται σε άνοδο.

Ads

Βρετανία

Στη Βρετανία στόχος τους είναι το Brexit, στις 23 Ιουνίου, όταν η χώρα θα αποφασίσει το αν θα παραμείνει ή όχι την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τις τελευταίες εβδομάδες ο λάτρης της μπύρας Νάιτζελ Φάρατζ, ηγέτης του αντιμεταναστευτικού, αντιευρωπαϊκού Κόμματος της Ανεξαρτησίας βρήκε συμπαραστάτη του στην στήριξη του Brexit, τον απερχόμενο δήμαρχο του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον. Ο Τζόνσον αποτίναξε τη φιλελεύθερη μάσκα των Tories για να ηγηθεί των αντι-ευρωπαϊκών δυνάμεων στο εσωτερικό του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενάντια στις επιθυμίες του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και του Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος κατέστησε σαφές ότι οι ΗΠΑ θα προτιμούσαν η Βρετανία να παραμείνει μέλος της ΕΕ. Την παρέμβαση Ομπάμα χειροκρότησαν οι φιλο-ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά δεν φαίνεται να επηρέασε την κοινή γνώμη της Βρετανίας. Δυο δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου δείχνουν ότι το δημοψήφισμα είναι ακόμη πολύ αμφίρροπο.

Γαλλία

Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν που ηγείται του αντι-μεταναστευτικού Εθνικού Μετώπου είναι απασχολημένη με την προετοιμασία της για να αμφισβητήσει τον Φρανσουά Ολάντ στις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Όπως η σφαγή στο Σαν Μπερναντίνο δημιούργησε ένα ρεύμα υποστήριξης προς την πρόταση του Τραμπ να απαγορευτεί η είσοδος των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, έτσι και οι επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στο Παρίσι δημιούργησαν ένα πλεονέκτημα για το Εθνικό Μέτωπο. Από το Δεκέμβρη η κυβέρνηση Ολάντ υιοθέτησε μια σειρά από ανελεύθερα μέτρα αντιτρομοκρατίας, όπως οι επιδρομές σε τεμένη και άλλα ισλαμικά κτίρια χωρίς ένταλμα και ο κατ’ οίκον περιορισμός υπόπτων πριν τη δίκη. Αλλά η Λεπέν συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι τα κυβερνητικά γαλλικά κόμματα είναι ανίκανα να υπερασπιστούν τη χώρα και πολλοί φαίνεται να συμφωνούν με την έκκλησή της για ακόμη πιο σκληρά μέτρα. Την Παρασκευή μια δημοσκόπηση στη Le Figaro έδειχνε ότι περίπου οι μισοί πολίτες βλέπουν πλέον τη μεγάλη μουσουλμανική μειονότητα της χώρας «κυρίως ως απειλή».

Αυστρία

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου η προσφυγική κρίση είναι ένα τεράστιο ζήτημα, η ακροδεξιά καταγράφει ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Τον περασμένο μήνα, ο Νόρμπερτ Χόφερ του αντι – μεταναστευτικού κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας τερμάτισε πρώτος στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Όπως ο Τραμπ έτσι και ο Χόφερ υπερηφανεύεται ότι οπλοφορεί για να προστατεύει τον εαυτό του. Σε τρεις εβδομάδες από τώρα θα αντιμετωπίσει τον Αλεξάντερ Βαν Ντερ Μπέλεν που υποστηρίζεται από το Κόμμα των Πρασίνων στις επαναληπτικές εκλογές. Αν ο Χόφερ κερδίσει θα είναι η πρώτη φορά από το 1945 που η Αυστρία θα έχει έναν απροκάλυπτα εθνικιστή και ακροδεξιό Πρόεδρο. Παρά το γεγονός ότι η θέση του είναι σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπική του δίνει τη δυνατότητα να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκαλέσει νέες εκλογές κάτι το οποίο έχει απειλήσει ότι θα κάνει αν εκλεγεί.

Πολωνία και Ουγγαρία

Στην Πολωνία και την Ουγγαρία, εν τω μεταξύ, δυο εθνικιστικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να ενισχύουν την κυριαρχία τους. Ο Βίκτωρ Όρμπαν είναι πρωθυπουργός εδώ και έξι χρόνια στην Ουγγαρία και τα τελευταία δυο χρόνια, καθώς οι πρόσφυγες περνούν από την χώρα μετακινούμενοι προς τα βόρεια από την Ελλάδα και την Τουρκία, έχει ανελέητα χρησιμοποιήσει προς όφελός του το φόβο για μεγάλες προσφυγικές ροές. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο Όρμπαν δεν μίλησε μόνο για την οικοδόμηση ενός φράχτη που θα κρατήσει εκτός της χώρας του ανεπιθύμητους μετανάστες: η κυβέρνησή του έχει χτίσει φράχτες στα σύνορα με την Κροατία, τη Σερβία και τη Σλοβενία. Τώρα σχεδιάζει να χτίσει ακόμη έναν αυτή τη φορά στα ανατολικά σύνορα της Ουγγαρίας με τη Ρουμανία.

Η Πολωνία, βορειότερα, επηρεάζεται λιγότερο άμεσα από την προσφυγική κρίση. Αλλά το αντιδραστικό κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης, το οποίο απέκτησε την εξουσία στις εκλογές του περασμένου Οκτώβρη έχει καταχραστεί το θέμα για να δικαιολογήσει την ατζέντα του για τον «εξαγνισμό» της Πολωνίας από τις φιλελεύθερες και τις κοσμοπολίτικες επιρροές. Η κυβέρνηση έχει ήδη εξαλείψει τους φιλελεύθερους και τους άλλους αντιπάλους της από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και τα ισχυρά θεσμικά κόμματα. Μετά την τρομοκρατική επίθεση του Μαρτίου στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών, η πρωθυπουργός της Πολωνίας Μπεάτα Σίντλο, φάνηκε να αθετεί την ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκατάσταση επτά χιλιάδων προσφύγων στη χώρα, λέγοντας ότι δε βλέπει «καμία πιθανότητα» η Πολωνία να δεχτεί πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες χώρες. Αργότερα ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών Βίτολντ Βαστσικόφσκι δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα τηρήσει τη συμφωνία αν οι πρόσφυγες περάσουν από «σωστό έλεγχο ασφαλείας». Οι λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες, ωστόσο, η κοινή γνώμη δείχνει να ευνοεί ένα «lockout» αλά Τραμπ.

ΗΠΑ

Οι παραλληλισμοί μεταξύ του τι συμβαίνει στις ΗΠΑ και σε διάφορες χώρες τις Ευρώπης δεν πρέπει να φτάσουν πολύ μακριά. Οι ΗΠΑ δεν είναι αντιμέτωπες με μια προσφυγική κρίση και δεν δέχτηκαν καμία τρομοκρατική επίθεση, τόσο θεαματική όπως αυτές στο Παρίσι ή τις Βρυξέλλες, πρόσφατα. Και λίγοι, αν υπάρχουν, από τους πολίτες της έχουν την πρόθεση να αποσχιστούν από την Ένωση. Ο Τραμπ παρόλο που έχει σαφώς σημαντική υποστήριξη, δέχεται επίσης πολύ μεγάλη αποδοκιμασία και η πλειοψηφία των Αμερικανών αντιτίθεται στις αμφιλεγόμενες πολιτικές που προτείνει, συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης για απαγόρευση εισόδου των μουσουλμάνων στη χώρα.

Τραμπισμός

Ωστόσο παρά τις διαφορές, ο δεξιός λαϊκισμός του Τραμπ μοιράζεται σαφώς κάποια χαρακτηριστικά με τα «ξαδελφάκια» του από την Ευρώπη. Σε μια εποχή που η πίστη στα παραδοσιακά κόμματα είναι σε αποσύνθεση, οι οικονομικές προσδοκίες δεν ευοδώθηκαν και οι ξένοι θεωρούνται απειλή για τις θέσεις εργασίας ή ακόμη και τρομοκράτες, ο Τραμπ, η Λεπέν, ο Χόφερ και ο Φάρατζ (και ακόμη ο Κρίστιαν Τούλεσεν Νταλ της Δανίας και ο Γκερτ Βίλντερς της Ολλανδίας) ψαρεύουν όλοι στα ίδια θολά νερά με τις ίδιες επιδιώξεις: το σοβινισμό, να χτυπήσουν τη μετανάστευση και να προωθήσουν λαϊκιστικές ή ψευτο-λαϊκιστές οικονομικές πολιτικές.

Σε ένα δοκίμιο στην έκδοση των Financial Times, το περασμένος Σαββατοκύριακο, ο Μαρκ Μαζάουερ, ιστορικός του Πανεπιστημίου Κολούμπια υποστηρίζει ότι είμαστε μάρτυρες μιας αναβίωσης του εθνικισμού ως αντίδραση στην αυξημένη ανασφάλεια. Επικαλούμενος το έργο του αείμνηστου Μπένεντικτ Άντερσον και ειδικά το βιβλίο «Φαντασιακές Κοινότητες» ο Μαζάουερ αναφέρει: «Κάτω από το μεγαθήριο της παγκοσμιοποίησης, όλοι αισθανόμαστε μικροί τώρα, ακόμη και οι ΗΠΑ κι αυτή ίσως είναι η κύρια διαφορά μεταξύ των ρεπουμπλικανικών κρεσέντο την εποχή του Ρήγκαν και τώρα του Τραμπ.

Αυτή είναι μια εντυπωσιακή θέση αν και υποτιμά κάπως τον βαθμό στον οποίο προηγούμενοι υποστηρικτές του αμερικανικού εθνικισμού – από τον Τέντι Ρούσβελτ μέχρι τον ίδιο τον Ρήγκαν – έπαιξαν με τον φόβο ότι οι ΗΠΑ θα έμεναν πίσω ή θα έχαναν την ισχύ τους. Και περιέχει άφθονους λόγους, για όλους, όχι μόνο για τους Αμερικανούς, να ανησυχούν για τις δυνατότητες του τραμπισμού. Είναι αρκετά ενοχλητική η δημαγωγία των αυταρχικών τσαρλατάνων που κατέχουν θέσεις εξουσίας σε μέρη όπως η Βουδαπέστη, η Βαρσοβία και ενδεχομένως η Βιέννη, μέρη όπου είχε ελπίσει κανείς ότι οι εφιάλτες του 20ου αιώνα θα είχαν μείνει πίσω.

Αλλά μια τέτοια φιγούρα να βρεθεί οπουδήποτε κοντά στην Προεδρία της μεγαλύτερης δημοκρατίας του κόσμου, της μεγαλύτερης οικονομίας και στρατιωτικής υπερδύναμης θα ήταν μια τραγωδία. Καθώς οι επόμενοι έξι μήνες θα ξεδιπλώνονται, πολλοί στην Ευρώπη αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος θα παρακολουθούν νευρικά».