Ο μήνας Αύγουστος έχει την γλυκόπικρη υφή κάθε κορύφωσης πριν από το τέλος. Συνδεδεμένος με το πιο βαθύ ‘στέρνο’ ενός θνήσκοντος καλοκαιριού, συνδέθηκε από τα παιδικάτα μας με νερά γαλάζια κι εξοχές πράσινες, με βαριές αγροτικές δουλειές των ενηλίκων που τις θεωρούσαμε παιχνίδια κι ας ήταν η αγωνία των χεριών τους, με πληγιασμένα γόνατα και ξαφνικές νεροποντές που αναζητούσαν τόπους, με παναγίες μεγαλόκαρδες κι ας γεννούσαν χριστούς σταυρωμένους, με έναν ήλιο που επέμενε να καίει παρά τις ξαφνικές νεροποντές ενός ακατάβλητου στην επιστροφή του φθινοπώρου. Συνδέθηκε, δηλαδή, με όλα τα όνειρα μιας εξίσου θνήσκουσας παιδικής ηλικίας, που την θεωρούσαμε καθολική για όλα τα πλάσματα κι ας είχε ως μόνο κοινό την ευθραυστότητα.
  
Την εποχή αυτή που η οικονομική κρίση και η πολύχρωμη πολιτική τάξη που την διαχειρίζεται βγάζουν όλο και περισσότερο τις λίγες μάσκες ανθρωπισμού που τους είχαν απομείνει, και που όλο και περισσότεροι είναι οι απόκληροι του καλοκαιριού δίχως διέξοδο για μια πρόσκαιρη διέξοδο, έχει την σημασία του το να γυρνάμε πίσω στο αίτημα που οι παιδικές μας απλουστεύσεις ή εμπειρίες κυοφορούσαν κι ας μην το ξέραμε. Στα πληγωμένα πια ‘αυτονόητα’ πως ο ήλιος έκαιγε για όλους, κι η θάλασσα, δημιουργώντας κάτι πολύ όμοιο με μητρικό νανούρισμα μέσα απ’ τους κυματισμούς της, μπορούσε να προσφέρει την ίδια σε όλους, όλες, κι όλα, παρηγοριά.
  
Λίγα σχετικά χρόνια πριν, στα ‘δρώντα’ νιάτα μας, είχαμε κάνει έναν θεσμό, με τίτλο εμπνευσμένο από την ομώνυμη ταινία. «Τις Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου». Η απεύθυνση στους ‘απόκληρους’ ή στους ‘επιλεγμένα μοναχικούς’ της πόλης να νικήσουμε μαζί μέσα από πολιτιστικές δράσεις την μοναξιά, έφερνε κοντά ανθρώπους με συγκεκριμένα τις περισσότερες φορές χαρακτηριστικά. Ανθρώπους με ταξικό πρόσημο που στήριζαν την μικροοικονομία και τους στήριζε κι αυτή μέσα από την ελαφριά σαν αερόστατο γεμάτο ήλιο ‘αβαρεία’ του πληρώνεις αργότερα ή ‘κοίτα αυτό μου περισσεύει και μπορώ να στο δώσω’, που όλα, μέσα από εκατοντάδες μειονεκτήματα και αντιφάσεις, δημιουργούσαν τον ‘χώρο΄ μιας κοινής ανάσας.
  
Τώρα πια, καθώς μεταβαίνουμε σιγά σιγά στην νεομεσαιωνοποίηση της πόλης, δηλαδή στην δημιουργία ενός αστικού ιστού με μικροκοινωνίες συνδεδεμένες από τον φόβο του ‘άλλου’, θύλακες μειονοτήτων, συγκρούσεις και κατατμήσεις, τον θρυμματισμό του κοινωνικού σώματος με κοινωνικά αιτήματα την ασφάλεια και την προστασία που κρύβουν τα πολιτικά προτάγματα της ανασφάλειας και της αδιαφορίας για την προστασία των πολιτών, (οικονομική, ψυχολογική, σωματική), την καθολική εμπέδωση ενός κλίματος “ρίσκου“ σε συνδυασμό με την πλήρη εμπορευματικοποίηση της ύστερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων δηλαδή, αυτός ο χώρος κατεδαφίζεται δημιουργώντας μια ανοικοδόμηση σημειολογική, που όμως σε βάθος χρόνου θα επιφέρει τα ίδια φριχτά αποτελέσματα με την χωροταξική ανοικοδόμηση του 60.
 
Εάν η ανοικοδόμηση του Καραμανλή, αποφασισμένη μέσα στις πιεστικές ανάγκες ενός μετεμφυλιακού κράτους που όφειλε να σιχαίνεται την αισθητική εάν ήθελε να επιβιώσει, εξαφάνισε σαν φθηνές γραμμές από κιμωλία κτήρια με ιστορίες αιώνιες, η νέα ‘ανοικοδόμηση’ εξαφανίζει, λες κι είναι απειλητικοί προμαχώνες, το ‘πολύτιμο πρόσκαιρο’ των ανθρώπων. Μικρομάγαζα με ονόματα προσωπικά που μας περίμεναν πάντα στην ερημιά του Αυγούστου, ή στην απεικασμένη από όνειρα ρέμβη των διακοπών, μικροί χώροι με αστεία μα γοητευτικά μέσα στην παιδική τους αφέλεια ονόματα όπως ‘εμπόριο υφασμάτων στα καλά καθούμενα’, ‘εξοχικόν τα 3 αδέρφια’ ‘ψιλικά ο εξάδερφος’, σβήνουν, σημειολογικά ‘γκρεμίζονται’, ανίκανα να επιβιώσουν οικονομικά μέσα από τον (ορθολογικά άραγε σχεδιασμένο;) παραλογισμό οικονομικών μέτρων που τα στοχοποιούν. Κι αντικαθίστανται από τα απρόσωπα ονόματα, κι αυτών ελάχιστων, αλυσίδων που σηματοδοτούν την επελαύνουσα οικονομική αποικιοκρατία των καιρών μας.
  
Η συνάντηση σταλινισμού και καπιταλισμού, ιδιωτικού κρατισμού με άλλα λόγια και η κατάργηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από αυτό το σύστημα ‘νέου’;; τύπου, δεν αφήνει αδιάφορο ούτε τον μήνα Αύγουστο ούτε τον μυστικό χώρο που τον συναντούσαμε κάποτε. Ίσα ίσα είναι στην σιωπή του που αναδεικνύεται περισσότερο. Ο Αύγουστος του Τσαρούχη, ο τόσο ερωτεύσιμος, χειραγωγήθηκε δεκαετίες κι έγινε πόρνος, για να περάσουν μερικά από τα αγριότερα μέτρα που καταργούσαν την ειδυλλιακή ραστώνη του ακριβώς, μόλις ξεκλείδωνες την πόρτα της φθινοπωρινής αλήθειας.
 
Κι έτσι ο νεομεσαίωνας, αυτό που, κατά τον Eco, είναι η ονομασία που πρέπει να δώσουμε στα συμπτώματα ανασφάλειας που προκαλούνται από τις αρνητικές συνέπειες των αφηρημένων συστημάτων γνώσης και της συγκεκριμένης τους εφαρμογής στην τεχνολογία : μόλυνση περιβάλλοντος, παραγωγή δηλητηριωδών και επικίνδυνων άχρηστων προϊόντων, εξαφάνιση αγρίων ζώων κλπ, αφήνει πια βαθιά τα σημάδια της και στον χώρο, εξαφανίζοντας το εν δυνάμει (μονάχα εν δυνάμει) ανυπότακτο κι ανεξάρτητο (μονάχα λίγο ανεξάρτητο) εντός του ανθρώπου.
  
«Θα ξανάρθουμε! Και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε!», έγραφε ο Ρίτσος, με το ελπιδοφόρο πείσμα μιας εποχής, στην Τελευταία Προ Ανθρώπου Εκατονταετία.  Τώρα πια η «Εκατονταετία» πέρασε κι η απελεύθερη αγορά, με ευθύνη όλων των συστημάτων, μας γυρίζει πια στην επιβίωση ή ατο συμφέρον σε μια πολύπλοκη επιφανειακά αλλά άτεγκτη μες στην απλότητα των προτεραιοτήτων της ζούγκλα.
 
Εάν κάναμε σήμερα τις «Ήσυχες Ημέρες του Αυγούστου» θα βλέπαμε πια να έρχονται για να βρουν μια πρόσκαιρη χαρά μέσα στην αποπνικτική μοναξιά του ‘αλωνάρη’ άνθρωποι που ήταν κάποτε οι ιδιοκτήτες αυτών των μικρομάγαζων και στήριζαν τους ηλικιωμένους απόκληρους του ‘τότε’. Κι ο Αύγουστος των παιδικών μας χρόνων δεν θα μύριζε αγιόκλημα ή πεπονοκάρπουζα, αλλά σημειολογικό αίμα.
  
Κι όμως, λίγο πιο έξω από τον ιστό της πόλης και την νεομεσαιωνοποίηση, στα κομμάτια της φύσης που έχουν γλυτώσει από την γεμάτη οριζόντιες και κάθετες γραμμές παραγωγή δρώντας ‘αναγκαστικά’ ως γκέτο σπόρων, υπάρχουν ακόμη βαθιά κρυμμένοι οι σπόροι των φρούτων και των φυτών, σε έναν οργιαστικό Αυγουστιάτικο συνδυασμό κι αρνούνται (αρνούνται ακόμη πεισματικά φέρνοντας στα ρουθούνια ξεχασμένες μυρωδιές των παιδικάτων μας) την γλυκόπικρη αίσθηση πως αποτελούν το βαθύ ‘στέρνο’ ενός θνήσκοντος, και όμως διαρκώς επανερχόμενου, καλοκαιριού.