Η κυβέρνηση είναι πιθανόν να οδηγηθεί σύντομα σε αδιέξοδο, εάν δεν δώσει αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Και τέτοια λύση δεν μπορεί να κινείται στη λογική των δανειστών, δεν μπορεί δηλαδή δυστυχώς να εξυπηρετεί μόνον το τραπεζικό σύστημα. Πρέπει να χαρακτηρίζεται από γενναίο κούρεμα του χρέους και φυσικά από κόστος για τις τράπεζες. 

Ads

Όπως φαίνεται όμως, το κουαρτέτο προσανατολίζεται προς μία ρύθμιση της οποίας το χαρακτηριστικό θα είναι όχι το τραπεζικό κόστος, αλλά η διευκόλυνσή τους. Η μεταφορά των κόκκινων δανείων σε ξένα επιχειρηματικά funds με σκοπό την ρύθμισή τους και την επιτάχυνση των πλειστηριασμών, σε συνδυασμό με πιο αυστηρά κριτήρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας, συνιστά διευκόλυνση για τις τράπεζες και μεγάλη απειλή για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το αντεπιχείρημα πως δεν πρέπει να πλήξουμε το τραπεζικό σύστημα, διότι είναι ο μοχλός της λειτουργίας της οικονομίας δεν ευσταθεί, διότι ο πραγματικός μοχλός της οικονομίας είναι η ζήτηση. Εάν δεν λυθεί το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους με διαγραφή τόκων, τότε η υπερχρέωση θα συνεχίσει να ακυρώνει κάθε προσπάθεια τόνωσης της ζήτησης, δηλαδή θα συνιστά τροχοπέδη σε κάθε σχέδιο ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Επιπλέον, οι τράπεζες θα διευκολυνθούν μεν, πλην όμως αυτό δεν θα επιδράσει στην οικονομία, καθώς οι χρηματοδοτήσεις, εάν υπάρξουν, θα αφορούν κυρίως μη παραγωγικούς τομείς, ως συνήθως, εφόσον η παραγωγική βάση της χώρας έχει καταστραφεί, από την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.

Ads

Αλλά μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι και δίκαιη, εφόσον το βάρος της κρίσης δεν πέφτει αναλογικά και πάνω στις τράπεζες, που συνεχίζουν να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις, παρά το γεγονός ότι οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν αλλάξει και θα έπρεπε πρώτες αυτές να εισπράξουν το ανάλογο κόστος.

Εάν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε κούρεμα του ιδιωτικού χρέους θα υποταχθεί στις απαιτήσεις των δανειστών και των τραπεζιτών, θα εισπράξει τεράστιο πολιτικό κόστος, το οποίο δεν πρόκειται να αναπληρώσει. Το επιχείρημα πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και πως οι απαιτήσεις των δανειστών είναι αδιαπραγμάτευτες δεν ευσταθεί. Διότι, πολύ απλά, εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αποφασίζει για τίποτα, τότε δεν υπάρχει λόγος και να απασχολεί τους πολίτες με τις αποφάσεις της και με την τύχη της. Σε τέτοια περίπτωση ποιος ο λόγος να ασχολούμαστε με το αν πρωθυπουργός θα είναι ο Τσίπρας ή ο Σαμαράς; Για να αλλάζουμε τη διδασκαλία των θρησκευτικών; 

Επομένως, ο πρωθυπουργός δεν έχει μόνον την υποχρέωση να διαπραγματευθεί το ζήτημα του δημοσίου χρέους, αλλά κυρίως το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους, που συνιστά πραγματικό βραχνά για την ελληνική οικονομία.

Οι προοπτικές από την εφαρμογή του προγράμματος δεν είναι καθόλου καλές. Κανένας δεν πληρώνει, τα έσοδα δεν πάνε καλά, η ζήτηση πέφτει και η ύφεση έχει επανέλθει. Χρειάζεται ένα γερό σοκ, που θα δώσει κάποια αισιοδοξία, που θα αλλάξει το κλίμα. Ο Τσίπρας πρέπει να κάνει σαφές στους δανειστές, πως δεν είναι διακοσμητικός και πως η απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης είναι το γενναίο κούρεμα του ιδιωτικού χρέους.