Η λέξη Γκουλάγκ (GULAG / ГУЛАГ) αποτελεί ακρωνύμιο του Glavnoe Upravlenie Lagere, που στα ρωσικά σημαίνει «Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδου». Παρά την αρχική της σημασία η λέξη αυτή κατέληξε να περιγράφει ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα καταναγκαστικών έργων που περιλάμβανε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα επιβολής τιμωρίας, στρατόπεδα ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, στρατόπεδα γυναικών, παιδιών και στρατόπεδα μεταγωγών. Κατέληξε να σημαίνει ολόκληρο το τυραννικό σοβιετικό σύστημα, μια αληθινή «κρεατομηχανή» που έφτασε στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς της επί Στάλιν.

Ads

Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός στη Δύση μετά το 1973, όταν ο Ρώσος πυρηνικός επιστήμονας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και πρώην εξόριστος, δημοσίευσε το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, όπου περιέγραψε τις εμπειρίες του ως κρατούμενος του σοβιετικού συστήματος αναμόρφωσης. Ονομάστηκε «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» επειδή αποτελούνταν από μια αλυσίδα 476 ξεχωριστών στρατοπέδων (ορισμένοι υποστηρίζουν πως υπήρχαν χιλιάδες μικρότερα στρατόπεδα), που έμοιαζαν με «νησιά» διάσπαρτα μέσα στην απέραντη σοβιετική ενδοχώρα, ορισμένα από αυτά ακόμη και πέρα από τον αρκτικό κύκλο.

Με βάση σχετικούς υπολογισμούς εκτιμάται πως περισσότεροι από 18 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από το αχανές σύστημα των σοβιετικών Γκούλαγκ μόνο κατά την περίοδο 1929 ως 1953, την εποχή δηλαδή της Σταλινικής δικτατορίας. Άλλα 6-7 εκατομμύρια εξορίστηκαν στις ερήμους του Καζακστάν και στην Τάιγκα της Σιβηρίας. Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία 1.053.829 άνθρωποι πέθαναν στα Γκούλαγκ μόνον μεταξύ του 1934 και του 1953, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό όσοι πέθαναν στις «εργατικές αποικίες» ή πέθαναν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από τις επιπλοκές στην υγεία τους που έπαθαν κατά την περίοδο της κράτησής τους στα Γκούλαγκ. Και ήταν συχνό φαινόμενο οι διοικήσεις των στρατοπέδων να απολύουν ετοιμοθάνατους κρατούμενούς τους, ώστε να μην επιβαρύνονται οι δείκτες θνησιμότητας των στρατοπέδων τους. Ο αριθμός των μόνιμων επίσημων κρατουμένων στα Γκούλαγκ ήταν 510.000 το 1934 για να εκτιναχθεί στο 1.730.000 το 1953, τη χρονιά θανάτου στου Στάλιν.

Η αργκό των Γκουλάγκ

Η εμπειρία των Γκούλαγκ άφηνε τα ανεξίτηλα σημάδια της πάνω σε όσους πέρασαν από αυτά. Ακόμη και μετά από δεκαετίες οι πρώην κρατούμενοι αναγνωρίζονταν στο δρόμο απλά και μόνο από το βλέμμα των μάτια τους.

Ads

Οι σκληρές και ιδιαίτερες συνθήκες των Γκούλαγκ, που ήταν ένας ολόκληρος σκοτεινός κόσμος μέσα στη Σοβιετική Ένωση, δημιούργησαν μια δικιά τους αυτόνομη υποκουλτούρα. Τα στρατόπεδα των Γκούλαγκ λειτουργούσαν με τους δικούς τους νόμους, τους δικούς τους ηθικούς κανόνες, τις δικές τους συνήθειες, σύμβολα, ακόμη και τη δική τους αργκό. Αυτή την αργκό την επέβαλαν οι κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου, δηλαδή οι εγκληματίες που αποκαλούνταν Ούρκι ή Μπλάτνοϊ, ενώ αν ανήκαν στην ελίτ του εγκλήματος αποκαλούνταν Βόρι βι Ζάκονε. Αυτοί είχαν τους δικούς τους κώδικες, έθιμα και κανόνες πολύ πριν δημιουργηθούν τα Γκούλαγκ και όταν αυτά δημιουργήθηκαν τα επέβαλαν εύκολα και στους άλλους.

Η αργκό των στρατοπέδων ήταν μια ιδιαίτερη γλώσσα (φαίνεται πως προήλθαν από τα εβραϊκά της ανατολικής Ευρώπης ή γίντις, που ήταν διαδεδομένα στο κακόφημο λιμάνι της Οδησσού –ένα πραγματικό «φυτώριο» εγκληματιών) και ήταν σημαντικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων. Αποκαλούνταν Μπλάτνοϊ Σλόβο («γλώσσα των κλεφτών») και κάποιες φορές Μπλάτναγια Μούζικα («μουσική των κλεφτών»). Η εκμάθηση αυτής της ιδιαίτερης γλώσσας ήταν ένα «τελετουργικό μύησης», που έπρεπε να υπομείνει όλοι οι κρατούμενοι. Διέθετε ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο λεπτομερέστατων υβριστικών εκφράσεων και εκατοντάδες λέξεις για καθημερινά αντικείμενα. Πολλές φράσεις υπήρχαν για να περιγράψουν την έννοια του εγκλήματος, όπως η φράση Μούζικε Χόντιτ, που σημαίνει «χορεύοντας με τη μουσική». Υπήρχαν ξεχωριστές λέξεις για τον κλέφτη εκκλησιών, τον κλέφτη λεωφορείων, την τυχαία κλοπή κ.α.

Η Μπλάτνοϊ Σλόβο ήταν μια αργκό κατά το ήμισυ αισχρή και κατά το ήμισυ αρρωστημένα συναισθηματική, γεμάτη με λέξεις που αντανακλούσαν την ηθική των κλεφτών. Αντί για τη λέξη ομιλία (γκόβορτ) οι κλέφτες χρησιμοποιούσαν τη λέξη κτύπημα, επειδή οι έγκλειστοι επικοινωνούσαν παραδοσιακά με κτυπήματα στους τοίχους. Όσο κι αν οι αρχές των στρατοπέδων προσπάθησαν να αποτρέψουν τη χρήση της «γλώσσας των κλεφτών» δεν τα κατάφεραν. Η γλώσσα αυτή όχι μόνον επιβίωσε αλλά διαδόθηκε και στους υπόλοιπους, τους πολιτικούς κρατούμενους, που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν φράσεις της ακόμη και στην αλληλογραφία τους.

Πρέπει να σημειωθεί άλλωστε πως και οι σοβιετικές αρχές είχαν τη δική τους «γλώσσα» –ολόκληρες κωδικές ονομασίες σχετικά με τα Γκούλαγκ. Κατ’ αρχάς η περιβόητη NKVD αναφέρονταν στα στρατόπεδα αυτά με το χαρακτηρισμό «ειδικά αντικείμενα» ή «υποκεφάλαια», για να αποκρύψουν την πραγματική φρικτή τους δραστηριότητα. Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες αναφέρονταν ως «Βιβλία» και τα παιδιά ως «Αποδείξεις». Οι άνδρες ως «Λογαριασμοί», οι εκτοπισμένοι ως «Σκουπίδια» και όσοι υποβάλλονταν σε έρευνα ως «Φάκελοι». Τα ίδια τα στρατόπεδα είχαν κωδικό όνομα «Κοινοπραξία», ενώ ένα από αυτά λέγονταν κωδικά «Ελεύθερο»!
 
Τατουάζ: Οι στιγματισμένοι των Γκουλάγκ

Εκτός από την ιδιαίτερη γλώσσα τους οι εγκληματίες, που άνηκαν στην ανώτερη κάστα των Γκουλάγκ και στους οποίους οι υπόλοιποι όφειλαν σεβασμό, ξεχώριζαν από το περπάτημά τους «με μικρά βήματα και τα πόδια ελαφρώς ανοικτά», τις χρυσές ή ασημένιες κορώνες στα δόντια τους και, βεβαίως, από τα τατουάζ τους. Ανάγκαζαν τους καλλιτέχνες των στρατοπέδων να τους ζωγραφίσουν στο σώμα τους διάφορα σχέδια με τη βοήθεια βελόνας: μια καρδιά, τον εσταυρωμένο, χαρτιά τράπουλας ή μια γυναίκα. «Παρέδιδαν το χάλκινο σώμα τους στην τέχνη του τατουάζ και με τον τρόπο αυτό ικανοποιούσαν λίγο τις καλλιτεχνικές, ερωτικές, ακόμα και ηθικές τους ανάγκες», έγραφε ο Σολζενίτσιν στα απομνημονεύματά του. Ορισμένα τατουάζ των ούρκι είχαν συναισθηματικό περιεχόμενο με φράσεις όπως «Δεν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτή τη ζωή…» κ.α.
Άλλοι έκαναν αστεία τατουάζ, όπως μια μαϊμού που αυνανίζεται. Κάποιοι έβαζαν τους καλλιτέχνες να τους ζωγραφίσουν στο στήθος το πρόσωπο του Λένιν ή του Στάλιν, επειδή πίστευαν πως κανένα εκτελεστικό απόσπασμα δεν θα τολμούσε να πυροβολήσει ένα πορτρέτο τους! Άλλοι ήταν ακόμη πιο προχωρημένοι, όπως περιγράφει ο Ντανίλο Κις το τατουάζ ενός εγκληματία κρατούμενου: «μπροστά αετός που με το ράμφος του κατασπαράζει το συκώτι του Προμηθέα. Πίσω, σκύλος σε ασυνήθιστη στάση, ζευγάρι με μια κυρία. Δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Κορόνα και γράμματα. Φως και σκοτάδι. Τραγωδία και κωμωδία. Παρωδία της ίδιας της ανωτερότητας. Ταύτιση του σεξ και του γέλιου. Του έρωτα και του θανάτου».
 
Η “Τράπουλα του Θανάτου”

Οι αρχηγοί των εγκληματιών στα Γκούλαγκ αρέσκονταν στη χαρτοπαιξία. Τα πιο αγαπημένα και συνηθισμένα χαρτιά ήταν χειροποίητα, κατασκευασμένα από κολλημένα μεταξύ τους στρώματα εφημερίδας. Στη μεσαιωνική εικονογραφία αυτών των χαρτιών είχε αναμιχθεί κι ένας ρώσικος συμβολισμός: ο αριθμός των χαρτιών ήταν είκοσι έξι. Τις ατέλειωτες πολικές νύχτες, μέσα στο μπλε μισοσκόταδο των κελιών με καπνούς από φτηνά τσιγάρα παπιρόσα, οι κρατούμενοι εγκληματίες έπαιζαν κυριολεκτικά τα πάντα: ρούβλια, σκούφους για το κρύο, ρούχα, τσιγάρα, κύβους ζάχαρης, κομμάτια σώματος, βιασμούς, ακόμη και ανθρώπινες ζωές. Αν κάποιος έχανε και η ποινή του ήταν να σκοτώσει κάποιον κρατούμενο τότε ήταν αναγκασμένος να το κάνει, διαφορετικά αποκτούσε το παρατσούκλι σκύλα, όλοι τον περιφρονούσαν και σερνόταν χρόνια ολάκερα σαν ψωριασμένη σκύλα.
Όταν το παιχνίδι ανάμεσα σε δύο κλέφτες που ήταν ψηλά στην ιεραρχία ήταν παρατεταμένο ή δυσάρεστο συνήθως κατέληγε σε εξευτελισμό ή θάνατο. Ένας νικητής αρχηγός απαίτησε από τον καλλιτέχνη του στρατοπέδου να κάνει στο πρόσωπο του ηττημένου ένα τατουάζ που απεικόνιζε ένα τεράστιο πέος που στρέφονταν προς το στόμα του. Ο καλλιτέχνης το έκανε, αλλά λίγο αργότερα ο ηττημένος με το τατουάζ πίεσε το πρόσωπο του σε μια καυτή μασιά για να το σβήσει! Προτίμησε το σημάδι ενός εγκαύματος παρά κάτι το τόσο προσβλητικό.
 
Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο…

Κάποιοι έπαιζαν στα χαρτιά ακόμη και τη φωνή τους και αφού έχαναν ήταν υποχρεωμένοι να μη μιλούν για χρόνια. Υπήρχε ένας τέτοιος «κωφάλαλος», που τον έστελναν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει γιατί κι εκεί οι τοπικοί ούρκα είχαν ακουστά την ιστορία του. Ήταν γνωστό πως οι παραβιάσεις τέτοιων συμφωνιών ανάμεσα στους ούρκι τιμωρούταν με θάνατο και όλοι γνώριζαν πως κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους νόμους των κλεφτών. Δεν έπαιζες με τέτοια πράγματα στα Γκουλάγκ. Εκεί οι πάντες γνώριζαν καλά πως ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο…

Παρά την ύπαρξη πολλών μαρτυριών από την κόλαση των Γκούλαγκ πολλά πράγματα εξακολουθούν να μην είναι ξεκάθαρα, αλλά να ανήκουν στη σφαίρα του θρύλου. Υπάρχει μια ολόκληρη λογοτεχνία γι’ αυτή τη «χαμένη ήπειρο», που βρίθει από urban legends. Τι ήταν πραγματικότητα και τι θρύλος; Είναι δύσκολο να το πει κανείς. Το σίγουρο είναι πως οι ιστορικοί έχουν πολύ δουλειά μπροστά τους. Μπορεί η Σοβιετική Ένωση να κατέρρευσε, αλλά και η δημοκρατία σήμερα στη Ρωσία δεν είναι υπαρκτή, καθώς οι σημερινές ρωσικές φυλακές χαρακτηρίζονται ως “επίγεια κόλαση” και θυμίζουν αρκετά τα σοβιετικά Γκουλαγκ. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη της ιστορίας των Γκούλαγκ είναι βέβαιο πως προσφέρει πολλά διδάγματα. Όχι μόνον σε πιο σημείο μπορεί να φτάσει η εξαθλίωση των ανθρώπων, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν σ’ αυτήν. Και αυτό είναι το πιο φρικτό.
 
Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.