Το σκηνικό στήνεται πλέον σε καθημερινή βάση: Κορυφαία κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν με δημόσιες δηλώσεις την ανάγκη να υπάρξει πρόωρη προσφυγή σε εκλογές όσο το δυνατό νωρίτερα μέσα στο φθινόπωρο, αφού φυσικά θα έχει περάσει από τη Βουλή η νέα μνημονιακή συμφωνία. Υποδεικνύουν δε ως υπαίτιους γι’αυτήν την εξέλιξη τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που διαχωρίζουν τη θέση τους όσον αφορά στη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας «κλονίζοντας» την κυβερνητική σταθερότητα. Κάποιοι μάλιστα βάλλουν ευθέως εναντίον του Παναγιώτη Λαφαζάνη, επειδή αυτός πριν από λίγες μέρες ζήτησε να καταψηφιστεί το νέο Μνημόνιο από τη Βουλή, καταλογίζοντας του «κάλεσμα για ανατροπή της κυβέρνησης».

Ads

Η αλήθεια είναι προφανώς κάπως πιο σύνθετη κι έχει να κάνει με την περίφημη «πατρότητα» του εν λόγω προγράμματος. Εκείνη ντε που αρνείται σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του ο Αλέξης Τσίπρας, υποστηρίζοντας πως ο επώδυνος συμβιβασμός υπήρξε προϊόν εκβιασμών αλλά κι έλλειψης εναλλακτικών επιλογών. Την πατρότητα του νέου Μνημονίου είναι δεδομένο πως θα αρνηθούν ακόμη κι εκείνα τα κόμματα που την προηγούμενη πενταετία εφάρμοσαν πολύ πρόθυμα τέτοιες καταστροφικές πολιτικές, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ή ακόμη κι άλλα, όπως το Ποτάμι, που δεν πολυχαμπαριάζουν για το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής «αρκεί η χώρα να παραμείνει στο Ευρώ».

Τα πράγματα κάπου εδώ περιπλέκονται. Γιατί στο τέλος κάποιος θα πρέπει να το εφαρμόσει το πρόγραμμα, καθώς και τα σκληρά μέτρα που περιλαμβάνει. Στην περίπτωσή μας όμως βλέπουμε τα κόμματα της συγκυβέρνησης να λένε πως σε καμιά περίπτωση δεν το πιστεύουν, με το μεγαλύτερο απ’ αυτά μάλιστα να  παρουσιάζει σοβαρό ρήγμα στο εσωτερικό του μετά την αποδοχή της συμφωνίας, τη στιγμή που τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούν την άμεση εφαρμογή του.

Οι λύσεις που προκύπτουν λοιπόν είναι ελάχιστες και στην πλειονότητά τους προβληματικές. Εκείνη της συγκρότησης κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» με επικεφαλής πρόσωπο (Στουρνάρα, Προβόπουλο, Πικραμμένο κλπ.) πρόθυμο ακόμη και να πιστέψει πως «το πρόγραμμα βγαίνει» και να προσπαθήσει να το εφαρμόσει, δε δείχνει να περπατάει. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχει εκείνη η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στήριζε ένα τέτοιο «έκτρωμα». Δεύτερον, γιατί «κυβερνητικά πειράματα τύπου Παπαδήμου» έχουν στο πρόσφατο παρελθόν απορριφθεί με ηχηρό τρόπο από την ελληνική κοινωνία, ενώ ενδεχόμενη προσπάθεια επανάληψής τους, με σκοπό μάλιστα πάλι την εφαρμογή μνημονιακού προγράμματος, θα προκαλούσε απρόβλεπτες αντιδράσεις. 

Ads

Οπότε εδώ έρχεται το Plan B, το οποίο δεν περιλαμβάνει κάτι άλλο από την «υιοθεσία» του νέου Μνημονίου από τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς αυτός φαίνεται να διαθέτει ακόμη εκείνο το απαραίτητο κοινωνικό έρεισμα για να προχωρήσει στην εφαρμογή του νέου Μνημονίου. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο να προκηρυχθούν άμεσα εκλογές καθώς και να συμπεριλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ «αναγκαστικά» τη συμφωνία και τα σκληρά μέτρα που περιλαμβάνει στο προεκλογικό του πρόγραμμα, εξοβελίζοντας εκ των πραγμάτων από το εσωτερικό του όλους όσους εναντιώνονται στη μετατροπή του σε μνημονιακό κόμμα. Εφόσον μάλιστα κερδίσει (όπως δείχνουν τα πράγματα) τις εκλογές, θα έχει πάρει, τη δεδομένη στιγμή τουλάχιστον, λαϊκή νομιμοποίηση για την εφαρμογή του προγράμματος, όπως αυτό θα έχει καταρτιστεί με τους εκπροσώπους του «κουαρτέτου». Δεν μπορεί να θεωρηθεί άλλωστε τυχαία εκείνη η αποστροφή κορυφαίου στελέχους του ΔΝΤ, το οποίο σε ανύποπτο χρόνο είχε εκτιμήσει πως «το Μνημόνιο στην Ελλάδα θα πετύχει όταν γίνει κτήμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ο παραπάνω σχεδιασμός ακόμη παραμένει βέβαια «στα χαρτιά», με δεδομένο πως έχει ως προαπαιτούμενο την επίτευξη τελικής συμφωνίας μέχρι τις 20 Αυγούστου, κάτι που μόνο σίγουρο δεν μπορεί να θεωρηθεί.  Επιπλέον, εκείνο που πρέπει να έχουν στο μυαλό τους όσοι κάνουν σχετικές εισηγήσεις στον πρωθυπουργό είναι πως το αδιέξοδο θα εξακολουθήσει να υπάρχει παρ’όλα τα επικοινωνιακά και πολιτικά τεχνάσματα. Ένα ακόμη σκληρό μνημόνιο θα έρθει να προστεθεί στις πλάτες μιας ρημαγμένης κοινωνίας, τη στιγμή που τα χαμηλότερα ιδιαίτερα στρώματά της αναζητούν εναγωνίως τον απεγκλωβισμό από τη μέγγενη της καταστροφικής λιτότητας. Απέναντι σε όλους αυτούς λοιπόν, η λογική του «μονόδρομου της παραμονής στο Ευρώ» δεν πρόκειται να βρει πρόσφορο έδαφος, καθώς ο κίνδυνος ουσιαστικής εξαφάνισής τους από την επερχόμενη λαίλαπα φαντάζει πολύ πιο άμεσος και πραγματικός. Σε κάθε περίπτωση, απέναντι σε ένα τέτοιο το ενδεχόμενο καμιά κυβέρνηση, ιδαίτερα εφόσον έχει αναδειχθεί στην εξουσία με προτεραιότητα να προστατεύσει αυτά τα κοινωνικά στρώματα, δεν μπορεί να είναι «παντός καιρού». Το προβλημα δεν είναι οι πρόωρες εκλογές λοιπόν. Το πραγματικό διακύβευμά τους είναι το ζητούμενο…