Ο λόγος πάντως της απώλειας της νομιμοποίησης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στη Σοβιετική Ένωση και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη, ακόμη και στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων, και της συνακόλουθης κατάρρευσής τους δεν ήταν η συνεχιζόμενη ύπαρξη κοινωνικής ανισότητας, αλλά η εμφανής αδυναμία των οικονομιών τους.

Ads

Η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, σε συνδυασμό με την υποκατάσταση των «νόμων της αγοράς» (προσφορά – ζήτηση) από τον κεντρικό, εξουσιαστικό σχεδιασμό των οικονομικών μεγεθών, αποδεικνύονταν σταθερά στην πράξη ότι οδηγούσαν σε επίπεδα παραγωγής και τελικά κατανάλωσης τα οποία υστερούσαν παρασάγγας από τα αντίστοιχα ακόμη και των άμεσα συγκρίσιμων καπιταλιστικών χωρών (π.χ. μεταξύ δυτικής και ανατολικής Γερμανίας ή βόρειας και νότιας Κορέας). Οι προβλέψεις του Lenin για «γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ως αποτέλεσμα της «απαλλοτρίωσης» των κεφαλαιοκρατών  διαψεύσθηκαν οικτρά από την ιστορική εξέλιξη.

Διαβάστε επίσης:

Το σύστημα που επέβαλαν ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να προωθήσει τον βίαιο μετασχηματισμό κατά βάση αγροτικών οικονομιών σε κυρίως βιομηχανικές μέσα σε σχετικά σύντομο χρόνο, με εκμετάλλευση ευρέως διαδεδομένων τεχνολογικών γνώσεων και μεθόδων. Από εκεί και πέρα όμως δεν παρείχε επαρκή κίνητρα για ανάπτυξη πρωτοβουλιών και καινοτομία, ενώ παράλληλα ο καθορισμός των τιμών με διοικητικές πράξεις προκαλούσε κάθε μορφής παραλογισμούς και λειτουργούσε τελικά ως τροχοπέδη για την οικονομία.

Περαιτέρω η, ως ένα σημείο ιδεολογικά προκαθορισμένη (π.χ. σύμφωνα με τον Marx «ένα αγαθό έχει αξία μόνο γιατί μέσα σ’ αυτό έχει αντικειμενικοποιηθεί αφηρημένη ανθρώπινη εργασία»), αδιαφορία του «υπαρκτού» για την ανάγκη έλλογης διαχείρισης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων και γενικά προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και των οικολογικών ισορροπιών είχε καταστροφικές συνέπειες, ορατές για όλους.
 

Στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών ειδικότερα, η υποκατάσταση των κοινοβουλίων από «συμβούλια» (σοβιέτ) δεν σηματοδοτούσε καμία αλλαγή επί της αρχής, αφού η μέθοδος ανάδειξης και των μεν και των δε είναι η εκλογή. Η ανακλητότητα των μελών των σοβιέτ, εκτός του ότι δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο «σοσιαλιστική» ευρεσιτεχνία (π.χ. στις ΗΠΑ ο θεσμός της ανάκλησης των αντιπροσώπων των Πολιτειών στο Κογκρέσο προβλεπόταν στο άρθρο V των βραχύβιων «Άρθρων της Συνομοσπονδίας» του 1781 αλλά και σε πολλά πολιτειακά Συντάγματα έκτοτε και μάλιστα η σχετική διαδικασία εφαρμόσθηκε με επιτυχία σε βάρος των κυβερνητών της Βόρειας Ντακότα Lynn Frazier το1921 και της Καλιφόρνιας Gray Davis το 2003), αποδείχθηκε στην πράξη σχεδόν ανεφάρμοστη.

Φενάκη αποτελεί και η υποτιθέμενη αυστηρή δέσμευση των αντιπροσώπων από τις επιθυμίες των αντιπροσωπευομένων, αφού οι τελευταίες δύσκολα αποδεικνύεται ποιές μπορεί να είναι, στο πλαίσιο της διαρκούς μεταβολής των πραγματικών καταστάσεων. Το πιο καίριο στοιχείο των εκλογών στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» είναι η απουσία, κατά σχεδόν ανεξαίρετο κανόνα, πολλαπλών και ανταγωνιστικών μεταξύ τους υποψηφιοτήτων, με τελικό αποτέλεσμα η δήθεν «εκλογή» να συνιστά πανηγυρική επιβεβαίωση ενός προαποφασισμένου διορισμού.

Η ταυτόχρονη παραβίαση της θεωρητικά μόνο κατοχυρωμένης μυστικότητας της ψηφοφορίας μετατρέπει την τελευταία σε ένα είδος τελετουργίας επαναλαμβανόμενης υποταγής των πολιτών στο καθεστώς. Συνεπώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν είχε να εισφέρει τίποτα προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της πολιτικής αντιπροσώπευσης, την οποία αντίθετα υποβάθμισε σε μια εικονική διαδικασία χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα. Και βέβαια τα σοβιέτ των σοβιετικών «δημοκρατιών» δεν είχαν καμία σχέση με «άμεση δημοκρατία στη βάση».
 

Εξίσου εικονικά ήταν και τα συνταγματικά κείμενα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αφού αυτά αποσκοπούσαν κυρίως στη διακήρυξη των αρχών και των «επιτευγμάτων» του καθεστώτος και όχι στον περιορισμό της εξουσίας του κατά νομικά δεσμευτικό τρόπο. Σε τελική ανάλυση άλλωστε σε κάθε μονοκομματικό καθεστώς το πιο κρίσιμο από πολιτική άποψη κείμενο δεν είναι το Σύνταγμα, αλλά το καταστατικό του κόμματος. Ακόμη κι εκείνο όμως κατά διαστήματα περιέπιπτε σε αχρηστία, όπως π.χ. στη Σοβιετική Ένωση από την εποχή των μεγάλων «εκκαθαρίσεων» τη δεκαετία του 1930 ως τον θάνατο του Στάλιν το 1953.

Αν μπορεί να αντλήσει κανείς κάποιο γενικότερο δίδαγμα από το ναυάγιο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τούτο είναι ότι οι μονόπλευρα συγκρουσιακές θεωρήσεις της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, όπως άλλωστε και οι μονόπλευρα λειτουργικές. Η προσδοκία του μαρξισμού – λενινισμού ότι με την «κατάργηση» της τάξης των εκμεταλλευτών/εξουσιαστών θα δρομολογηθεί το τέλος της εκμετάλλευσης και της εξουσίασης ήταν ιστορικά αφελής. 

image

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χρυσόγονου «Πολιτειολογία, το κράτος ως μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών», εκδόσεις Σάκκουλα