Σήμερα όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν πως η κρίση ήταν και παραμένει πρώτα και κύρια κρίση της ευρωζώνης και πως η Ελλάδα δεν ήταν, και δεν είναι, μια «ειδική» περίπτωση με «ειδικούς» κατοίκους. Κάτι που με απίστευτη ελαφρότητα διαλαλούσαν πολιτικοί και δημοσιογράφοι και που, αν και λιγότερο, συνεχίζουν να κάνουν. Κόντεψαν να πείσουν πως κάποιο «ελαττωματικό γονίδιο» κυκλοφορεί στις μήτρες και στους όρχεις των γονιών μας, με αποτέλεσμα να γεννιόμαστε έτσι.

Ads

Όλοι αυτοί, συνειδητά ή όχι, συνέβαλαν στην αποδοχή ρόλου πειραματόζωου για την Ελλάδα που μετετράπη σε θύμα της πιο βάρβαρης και εξοντωτικής πολιτικής που υπήρξε ποτέ σε καιρό ειρήνης. Ενός πειραματόζωου που έδωσε στη Γερμανία «χρονική υστέρηση» προκειμένου να ξεφορτωθεί (και) τα ελληνικά ομόλογα (πριν αυτά χαρακτηριστούν «σκουπίδια»), αλλά και να μετατρέψει τις συνέπειες της «θεραπείας» σε μπαμπούλα για τις άλλες χώρες του νότου.

Οι πρώην κυβερνώντες μάλιστα για να δικαιολογήσουν την αποδοχή των μνημονίων, επικαλούνται το γεγονός ότι και στις χώρες αυτές επιβλήθηκαν μνημόνια. Πράγματι επιβλήθηκαν. Αυτό όμως όχι μόνο δεν δικαιώνει το «αναπόφευκτο» που επικαλούνται, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνει τις ευθύνες τους. Γιατί αυτοί είναι που πρώτοι άνοιξαν το δρόμο αποδεχόμενοι για τη χώρα ρόλο πειραματόζωου και μπαμπούλα. Εύλογα, τα ερωτήματα είναι πολλά. Για τη χώρα τα πιο κρίσιμα είναι δύο. Η απάντησή τους ενώνει το χθες με το σήμερα και προδιαγράφει το αύριο. Αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω στη συνέχεια.
 
Πρώτο ερώτημα. Η κρίση ήταν προσχεδιασμένη ή ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία; Δηλαδή, οι καθοριστικοί παράγοντες της κρίσης ήταν «υποκειμενικοί» ή «αντικειμενικοί»; Εκτιμώ πως ήταν και τα δύο. Οι αντικειμενικοί παράγοντες προϋπήρχαν και αργά ή γρήγορα θα εκδηλωνόντουσαν ανεξάρτητα από τη διεθνή κρίση. Η χώρα ήταν σε κρίση προ πολλού και ως εκ τούτου όσο πιο πολύ αργούσε να εκδηλωθεί, τόσο πιο αναπόφευκτη γινόταν. Στην επιλογή της Ελλάδας ως πειραματόζωου, αυτή η προϋπάρχουσα κρίση ήταν η αναγκαία συνθήκη. Αναγκαία, όχι όμως και ικανή. Ικανή την κατέστησαν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Διεφθαρμένες μέχρι το μεδούλι και σε διαπλοκή με μια οικονομική ελίτ που οι ίδιοι γιγάντωσαν (οικονομικά και πολιτικά), υποτάχθηκαν πλήρως σ’ αυτήν.

Το κυριότερο όμως μ’ αυτές τις πολιτικές δυνάμεις ήταν και είναι η απόλυτη ταύτισή τους με το νεοφιλελευθερισμό και τις επιταγές των αγορών στις οποίες παρέδωσαν γη και ύδωρ. Η απαξίωση της χώρας και η εξαθλίωση των ελλήνων, δεν ήταν παρά «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Φυσικό επακόλουθο να βρεθούν απέναντι στην κοινωνία και να συντριβούν πολιτικά και εκλογικά. Η προσήλωση σ’ αυτές τις νεοφιλελεύθερες επιλογές και η έλλειψη στρατηγικής για τη χώρα τους ακολουθεί και σήμερα.

Ads

Για κάποιους φταίει το ευρώ, η ισοτιμία που μπήκαμε κ.λπ. Κάνουν το ίδιο λάθος με όλους αυτούς που προβάλλουν το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Μεταθέτουν το πρόβλημα στο νόμισμα, λες κι αυτό από μόνο του κάνει την οικονομία και τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη ή χειρότερη. «Ξεχνούν» πως το νόμισμα, όπως και η ισοτιμία που μπήκαμε στο ευρώ, είναι εργαλείο της πολιτικής και όχι υποκατάστατο αυτής. Η ισοτιμία εισόδου στο ευρώ, όσα προηγήθηκαν της εισόδου αλλά και όσα ακολούθησαν, αποδεικνύουν πως η ένταξη έγινε με όρους ονομαστικής σύγκλισης και όχι με βάση ένα πολιτικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης ανάπτυξης.

Για κάποιους άλλους πάλι φταίει που η Ελλάδα έχει υπανάπτυξη. «Δεν παράγουμε τίποτα», είναι η ατάκα πολλών. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, πρόκειται για άγνοια, μοιρολατρία ή ρατσισμό. Ο τελευταίος εκφράζεται καθολικά για τους Έλληνες που είναι τεμπέληδες, ανίκανοι, έχουν προδιάθεση στη διαφθορά, δεν είναι παραγωγοί (εξ ου «δεν παράγουμε τίποτα»), δεν ακολουθούν τους κανόνες (που «έφτιαξε» κάποιος θεός) και κοντολογίς έχουν κάποιο «ελαττωματικό γονίδιο». Η Ελλάδα όμως δεν έφτασε στη κατάσταση που όλοι ξέρουμε γιατί «δεν παράγουμε» και είχε κρίση υπανάπτυξης. Αυτό που είχε ήταν κρίση του μοντέλου ανάπτυξης και των πολιτικών επιλογών που το στήριξαν. Η κρίση υπήρχε και πριν το ευρώ. Οι κυβερνώντες την αντιμετώπιζαν με διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής που κουκούλωναν για λίγο το πρόβλημα.

Το ίδιο έγινε στα χρόνια της κρίσης. Αν κάτι δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, είναι πως έγινε εσωτερική υποτίμηση. Κι αυτή έγινε, μας λέγανε, για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σαμαράς, Βενιζέλος και λοιποί, σε εκατοντάδες επαναλήψεις, αυτό που μας είπαν είναι πως αφού δεν έχουμε δικό μας νόμισμα ώστε να το υποτιμήσουμε άμεσα, κάνουμε εσωτερική υποτίμηση. Αποδίδουν στην υποτίμηση (όπως κι αν γίνεται) μια «θαυματουργή», και φυσικά ανύπαρκτη, ιδιότητα. Δεν υπάρχει σύγγραμμα ή εγχειρίδιο που να λέει πως την υποτίμηση την κάνουν οι χώρες για να γίνουν ανταγωνιστικές.

Να θυμίσω στους μεγαλύτερους και να μάθουν οι νεότεροι, πως από τη μεταπολίτευση το 1974 μέχρι και την είσοδο στο ευρώ, γινόταν υποτίμηση της Δραχμής μέσο όρο 11% το χρόνο !! Ανέκδοτο έγινε και λεγόταν πως «υποτίμηση και εκλογές δεν προαναγγέλλονται». Σημειώνω πως η αγοραστική μας δύναμη μειωνόταν επίσης κατά 11%. Μήπως με τις υποτιμήσεις η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ με super ανταγωνιστικότητα; Αστεία πράματα. Αν η υποτίμηση έκανε μια οικονομία ανταγωνιστική, ο πλανήτης θα ήταν διαγωνισμός υποτίμησης νομισμάτων. Επειδή πήξαμε με ψέματα και αρλούμπες, ας το ξεκαθαρίσουμε. Υποτίμηση είναι η πλέον επίσημη ομολογία αποτυχίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και του μοντέλου ανάπτυξης. Τόσο απλό είναι. Π.χ., το 2010 η Βενεζουέλα του Τσάβες υποτίμησε το μπολιβάρ. Αυτό έκανε περισσότερο ανταγωνιστική τη Βενεζουέλα ή είναι επίσημη ομολογία αποτυχίας του μοντέλου ανάπτυξης και της οικονομικής πολιτικής;

Είναι γεγονός πως υποτίμηση κάνουν πολλές χώρες. Σ’ αυτές, η υποτίμηση είναι επιθυμητή ίσως και επιβεβλημένη. Γιατί την κάνουν; Διότι η οικονομία τους είναι ελλειμματική (εξάγουν x και εισάγουν x+y) οπότε το νόμισμα της χώρας de facto διολισθαίνει. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγει η χώρα είναι ακριβά σε σχέση με άλλα. Δηλαδή δεν είναι ανταγωνιστικά. Έτσι η χώρα υποτιμά το νόμισμα, με στόχο να φτηνύνουν αυτά που η ίδια παράγει και να αγοράζονται από τους ξένους. Ταυτόχρονα τα ξένα προϊόντα γίνονται ακριβότερα για τους ντόπιους. Αγοράζουν λιγότερα ξένα προϊόντα και περισσότερα εγχώρια. Διπλό το καλό, άρα όλα ωραία και καλά. Αμ δε.
Η υποτίμηση μειώνει την αγοραστική δύναμη των ντόπιων που ζητούν αυξήσεις και τελικά έρχεται ο αυτοτροφοδοτούμενος πληθωρισμός. Οι πρώτες ύλες που εισάγονται γίνονται ακριβότερες και κατ’ επέκταση και τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα που χρησιμοποιούν αυτές τις πρώτες ύλες. Το χρήμα γίνεται ακριβότερο (οι δανειστές ζητούν μεγαλύτερα επιτόκια), επενδύσεις δεν γίνονται κ.λπ. Επιστρέψαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Φτου κι απ’ την αρχή, πάμε για νέα υποτίμηση. Όπως η Βενεζουέλα που στις αρχές του 2013 υποτίμησε ξανά το μπολιβάρ έναντι του δολαρίου κατά 32%. Αυτό ακριβώς γινόταν στην Ελλάδα κι όχι μόνο. Π.χ. η Ιταλία υποτιμούσε κάθε τρεις και λίγο τη λιρέτα. Με το ευρώ εμφανίστηκαν τα προβλήματα και από τότε η Ιταλία βολοδέρνει. Εν κατακλείδι, η υποτίμηση δίνει παροδικά μια ανάσα για να αλλάξει ρότα η οικονομία, οι ασκούμενες πολιτικές επιλογές και το μοντέλο ανάπτυξης.

Το μοντέλο που ακολουθήθηκε, πριν και μετά το ευρώ, οδήγησε σε στρεβλώσεις. Με το ευρώ και το φθηνό χρήμα, δεν ασκούνται πολιτικές που θα διόρθωναν το πρόβλημα, ή έστω θα το έβαζαν σε πορεία επίλυσης. Οι κυβερνώντες δεν αξιοποιούν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού της χώρας για μια παραγωγική ανασυγκρότηση. Αντίθετα, συνεχίζουν τις στρεβλώσεις που διογκώνονται μαζί με τα κέρδη από την αύξηση της κατανάλωσης, τις εισαγωγές και την οικοδομή. Αυτό το μοντέλο οδήγησε σε μεγάλη ανακατανομή πλούτου και εν τέλει σε μια πυραμίδα αναδιανομής δανεικών. Οικονομική ελίτ και χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι. Αποκομίζουν αστρονομικά κέρδη αυξάνοντας ανάλογα την πολιτική επιρροή και δύναμή τους.

Στα χρόνια του ευρώ οι κυβερνώντες ακολουθούν την πεπατημένη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών τους. Ανάπτυξη γι’ αυτούς είναι οι αποκρατικοποιήσεις. Παραβλέπω που κάποιες απ’ αυτές δεν είναι καν τέτοιες. Π.χ. ΟΤΕ και ΟΛΠ από το ελληνικό κράτος, περνούν στο γερμανικό και κινέζικο κράτος αντίστοιχα. Σε καμιά χώρα η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος μιας επιχείρησης δεν αποτελεί επένδυση για τη χώρα αυτή. Η Ελλάδα πράγματι έχει ανάγκη επενδύσεων. Βεβαίως και πρέπει να γίνουν αλλά σε νέους παραγωγικούς τομείς που διευρύνουν την παραγωγική βάση της χώρας και όχι απλώς να αλλάζει χέρια η δημόσια περιουσία. Το ίδιο ισχύει και με τον ιδιωτικό τομέα. Π.χ. αν υποθέσουμε πως ο Βαρδινογιάννης πουλάει τη Motor Oil σε κάποιον ξένο (ή Έλληνα), αυτή η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ούτε είναι ούτε λογίζεται ως επένδυση. Το ίδιο ισχύει και όταν χρήματα τοποθετούνται σε εταιρείες (ιδιωτικές ή μη) εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αυτονόητο ότι όταν τα χρήματα αυτά αποσύρονται από το χρηματιστήριο δεν είναι αποεπένδυση.

Οι πρωτοετείς των οικονομικών σχολών αυτό που μαθαίνουν είναι ότι: «Επένδυση θεωρείται κάθε υλικό, διαρκές, παραγωγικό αγαθό που δεν καταναλώνεται με τη χρησιμοποίησή του, αλλά συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μιας χώρας ή μιας επιχείρησης. Συμβάλλει δηλαδή στη δημιουργία νέου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Νέα κτίρια, νέες εγκαταστάσεις, νέος μηχανολογικός εξοπλισμός κ.λπ. […] Οι επενδύσεις παγίων κεφαλαιουχικών αγαθών είναι εκείνες, οι οποίες έχουν μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη και τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας». Αυτά διδάχτηκαν Σαμαράς, Παπανδρέου (στις ΗΠΑ) αλλά φαίνεται πως στο συγκεκριμένο μάθημα την είχαν κάνει κοπάνα.

Να μου επιτρέψετε μια προσωπική εμπειρία. Πριν πολλά χρόνια άκουσα για πρώτη φορά (στη Χαλκιδική) ένα απίστευτο σύνθημα. «Ένα στρέμμα στο σφυρί, ένα Ντάτσουν στην αυλή». Το σύνθημα υλοποίησαν πάρα πολλοί συμπατριώτες μας σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Λίγα χρόνια μετά ήμουν στη Μονεμβασιά. Μέσα στο κάστρο είχε μείνει απούλητο ένα (1) μόνο σπίτι. Αυτό του μεγάλου μας ποιητή Γ. Ρίτσου. Λίγο έξω από το κάστρο σε μια ταβέρνα άκουσα ξανά το παραπάνω σύνθημα. Ένας γέροντας που καθόταν δίπλα μου, γύρισε γεμάτος θλίψη και μου είπε: «Τα χρήματα φεύγουν σαν αέρας, και μετά τι μένει;»
Ας απαντήσει ο καθένας στον γέροντα, «και μετά τι μένει;» Κι αν, προσθέτω εγώ, τα παιδιά μας, ο μη γένοιτο, χρειαστεί να πουλήσουν κάτι (που ο τότε Σαμαράς θα βαφτίζει ως επένδυση), τι στο καλό θα πουλήσουν; Μήπως την Ακρόπολη; Γιατί πρέπει το κράτος να ξεπουλά (γιατί περί αυτού πρόκειται) σημαντική για το ίδιο δημόσια περιουσία (π.χ. δίκτυα) και πολύ περισσότερο Δημόσια Αγαθά; Κι αν ακόμα είναι στριμωγμένο οικονομικά, γιατί δεν συστήνει μια εταιρεία συνεκμετάλλευσης ορισμένου χρόνου; Εγώ κύριε επενδυτή ως κράτος, βάζω την Χ επιχείρηση. Εσύ βάλε τα λεφτά και την τεχνογνωσία να την αναπτύξουμε από κοινού. Πάρε και το management. Κοντολογίς, μια συμφωνία win – win.

Πότε οι ανεγκέφαλοι κυβερνώντες θα αντιληφθούν πως «Τα χρήματα φεύγουν σαν αέρας, και μετά τι μένει;». Τίποτα δεν μένει, μέχρι η πουλημένη αξία να χάσει την αξία της για τον αγοραστή. Τότε περιέρχεται ξανά στο κράτος που πληρώνει (με τα λεφτά του πόπολου) τα σπασμένα της αρχικής «επένδυσης». Σάμπως δεν είδαμε το έργο παλιότερα από τον Κ. Καραμανλή στη μεταπολίτευση; Ξεχάσατε πως κρατικοποίησε πέντε (5) τράπεζες, τα ναυπηγεία, ασφαλιστικές εταιρείες, το ΧΙΛΤΟΝ, τα λιπάσματα, εταιρείες μεταφορών κ.λπ. Ποιος πλήρωσε τα σπασμένα; Ποιανού είναι εδώ και πολλά χρόνια το ΧΙΛΤΟΝ και οι τράπεζες (π.χ. του Ανδρεάδη);
Μήπως δεν ξαναείδαμε το έργο από τον Α. Παπανδρέου; Ξεχάσατε τον «Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων» που έφτιαξε το 1983; Μήπως το ίδιο έργο δεν παίχτηκε με το ΤΑΙΠΕΔ για τράπεζες, λιμάνια, αεροδρόμια, παραλίες κ.λπ.; Έλεος. Πόσες φορές πρέπει να βαφτίσουν τις κρατικοποιήσεις «επένδυση», και μετά τις αποκρατικοποιήσεις ξανά «επένδυση»; Αυτό το πινγκ πονγκ, κρατικοποίηση αποκρατικοποίηση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απροκάλυπτη και απροσχημάτιστη ικανοποίηση των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας.
 
Εκτός όμως από τους αντικειμενικούς παράγοντες που προϋπήρχαν και θα οδηγούσαν σε κρίση τη χώρα, υπήρχαν και υποκειμενικοί παράγοντες. Δυστυχώς, ούτε αυτοί προσμετρήθηκαν από την ανεύθυνη πολιτική ηγεσία προκειμένου να πάρει μέτρα, τα οποία ναι μεν δεν θα απέτρεπαν την κρίση (που δεν υπήρχε περίπτωση να αποσοβηθεί), αλλά θα απέτρεπαν την εξαθλίωση του λαού και τη μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους. Κάτι που τελικά έγινε και με τη μη έγκαιρη λήψη μέτρων και με τις επιλογές αυτών που διαχειρίστηκαν την κρίση. Τέλη του 2009 αρχές του 2010 η Ελλάδα έχει ήδη επιλεγεί ως το πειραματόζωο. Ενδεικτικά παραθέτω δύο δεδομένα.

(1) Το συνολικό χρέος της Ελλάδας ήταν (στρογγυλά) 300 δισ. €. Τέλη του 2009 αρχές του 2010, στα CDS για τη χρεοκοπία της Ελλάδας είχαν παιχτεί 128 δισ. €. Τα ελληνικά συμβόλαια, όσον αφορά την αξία τους, βρίσκονταν στην έβδομη θέση παγκοσμίως και μακράν στην πρώτη ως ποσοστό του χρέους. Είναι απίστευτο το μέγεθος της κερδοσκοπίας που παιζόταν με την πτώχευση της χώρας μας. Όπως εύστοχα έγραφε στο οικονομικό της ένθετο η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ: «Η κατάρρευσή σας, τα κέρδη μας». Η πτώχευση της Ελλάδας είχε εξελιχθεί στο μεγαλύτερο «τζακ ποτ» της ιστορίας.
(2).Τόπος ΗΠΑ, Φεβρουάριος 2010.
(2α) Ακρόαση της αρμόδιας Επιτροπής της Γερουσίας για τις τράπεζες. Ο πρόεδρος της FED δηλώνει στην κατάθεσή του: «Ερευνάται η τακτική της Goldman Sachs και των άλλων εταιριών της Γουόλ Στριτ, να στοιχηματίζουν στο χρέος της Ελλάδας, εξαιτίας του οποίου τώρα κινδυνεύει αυτή η χώρα». Και συνεχίζει: «Είναι ολοφάνερο ότι χρησιμοποιώντας τέτοιες μεθόδους με πρόθεση να αποσταθεροποιήσεις μία εταιρεία ή μία χώρα είναι επιζήμιο». Ο πρόεδρος της επιτροπής, γερουσιαστής Κρίστοφερ Ντοντ, αντιδρά έντονα και φανερά ενοχλημένος λέει: «Αυτή η τακτική μπορεί να χειροτερέψει την κρίση στην Ελλάδα. Έχουμε μία κατάσταση στην οποία μεγάλα οικονομικά ινστιτούτα διογκώνουν μία δημόσια κρίση με στόχο, όπως φαίνεται, το ιδιωτικό κέρδος» και αναρωτιέται εάν «πρέπει να τεθούν όρια στη χρήση των CDS, ώστε να αποτρέπεται η σκόπιμη δημιουργία δυσχερειών έναντι κυβερνήσεων».
(2β) New York Times: «Η αύξηση της ασφάλισης με CDS για τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας δυσκολεύει την Αθήνα να μαζέψει τα χρήματα που απαιτούνται για να αποπληρώσει τα χρέη της. […] Τα CDS επιτρέπουν στις τράπεζες και στα επενδυτικά κεφάλαια να στοιχηματίζουν στην πιθανότητα χρεοκοπίας μιας εταιρείας, ή όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας χώρας. […] Αυτό σημαίνει ότι εάν η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της, οι παίκτες στο χρηματιστήριο στους οποίους ανήκουν τα CDS θα βγουν κερδισμένοι. […] Με την υποστήριξη μεγάλων τραπεζών, η εταιρεία Markit Group of London εισήγαγε τον περασμένο Σεπτέμβριο (το 2009 Χ.Γ.) τον δείκτη iTraxx SovX Western Europe, ο οποίος βασίζεται σε αυτά τα CDS και επέτρεψε στους χρηματιστές να στοιχηματίσουν στην Ελλάδα λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Καθώς οι τράπεζες έσπευσαν να αγοράσουν αυτά τα swaps, το κόστος ασφάλισης του ελληνικού χρέους αυξήθηκε και οι επενδυτές ομολόγων άρχισαν να αποφεύγουν τα ελληνικά ομόλογα, δυσκολεύοντας τη χώρα να δανειστεί χρήματα. Αυτό αύξησε το άγχος στην αγορά και δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος».

Ανεξάρτητα λοιπόν από το γεγονός πως η ενδογενής κρίση έτσι κι αλλιώς θα εκδηλωνόταν γιατί η συγκάλυψή της είχε φάει τα ψωμιά της, υπήρξε σχεδιασμός από ξένα οικονομικά κέντρα με τεράστια δύναμη και πολιτική επιρροή. Αυτά δεν βρίσκονταν μόνο στο παρασιτικό χρηματικό κεφάλαιο αλλά και εντός της ΕΕ (διάβαζε Γερμανία). Η επιχείρηση μετατροπής της χώρας σε αποικία χρέους ήταν μια συνειδητή επιλογή νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Η εσωτερική υποτίμηση και ο υπολογισμός της ύφεσης δεν ήταν το λάθος, όπως ψευδώς διατείνονταν, αλλά το μέσο για τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και την βίαιη προσαρμογή. Άλλωστε, αντίστοιχη προσαρμογή επιβλήθηκε και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Μιας ευρωζώνης που έχοντας δομηθεί στη βάση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτρέψει την κρίση, αν υποθέσουμε πως το ήθελε, αλλά έχει μεγάλες ευθύνες για τον τρόπο που τη διαχειρίστηκε και που τελικά με τις επιλογές της την επιδείνωσε.
 
Η συνέχεια στο Β’ μέρος με την απάντηση στο ερώτημα αν το πειραματόζωο Ελλάδα μπορεί να δραπετεύσει από τα νεοφιλελεύθερα δεσμά.
 
*Ο Χρήστος Γιαννίμπας είναι αρθρογράφος και συγγραφέας.