Διαβάζω ότι κατά τη συνάντηση των προέδρων των δικαστηρίων με τον πρωθυπουργό της χώρας στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Τσίπρας διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξει καμία μείωση στις αμοιβές των δικαστών και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν αυξήσεις στην κορυφή της πυραμίδας.

Ads

Θα παραμείνει, συνεπώς, το μισθολόγιο των δικαστών ως έχει, διότι ορθώς οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης  πρέπει να είναι αδέκαστοι. Διερωτώμαι, όμως, όχι από κάποια διάθεση λαϊκισμού, αλλά επειδή ισχύει και συνεπώς πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της ισονομίας σε όλους τους πολίτες μιας χώρας, γιατί να υπάρχουν αυτές οι εξαιρέσεις, δηλαδή τα ειδικά μισθολόγια; Ο δικαστής και ο αστυνομικός πρέπει να ζουν αξιοπρεπώς, να μην είναι ευάλωτοι. Το ίδιο, όμως, δεν πρέπει να ισχύει για το νοσοκομειακό γιατρό, που εργάζεται ακάματα σ΄ ένα δημόσιο νοσοκομείο, για το δάσκαλο και τον καθηγητή, που μορφώνει τα παιδιά μας, για τον κοινωνικό λειτουργό;

Κι αν πράγματι πρέπει να υπάρχουν εξαιρέσεις, πόσο μάλλον σε μία περίοδο βαθύτατης κρίσης, όχι μόνον οικονομικής, αλλά και θεσμικής, η πολιτεία, το συντεταγμένο κράτος, μία κυβέρνηση (της αριστεράς) δεν θα πρέπει να δείχνει την ίδια ευαισθησία, εκτός από δικαστές, στρατιωτικούς, ΚΑΙ στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (άνεργους, συνταξιούχους, κ.ά.) ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να επιβιώσουν; Αυτό δεν επιβάλει η αρχή της αλληλεγγύης επί της οποίας οικοδομήθηκε το Κράτος Πρόνοιας; Οι δικαστές όπως όλοι όσοι ασκούν λειτούργημα δεν θα πρέπει να προτάσσουν το ήθος, να δίνουν το καλό παράδειγμα, που λέει και ο λαός και να συμπάσχουν επομένως μαζί του και οικονομικά; Διότι η μη μείωση στους μισθούς των δικαστικών σημαίνει ότι κάπου αλλού, σε κάποιο άλλον επαγγελματικό κλάδο θα υπάρξει περαιτέρω μείωση.

Διαβάζω για τη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου που ζήτησαν οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί και αναρωτιέμαι γιατί δεν συζήτησαν τις γνωστές και χρόνιες παθογένειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Όπως λ.χ. το θέμα των καθυστερήσεων στην  απονομή Δικαιοσύνης που καρκινοβατεί εδώ και δεκαετίες στον τόπο μας. Γιατί δεν το έθεσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός;

Ads

Μόλις πριν λίγες ημέρες η Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου με αφορμή την άρση της ασυλίας του ευρωβουλευτή Γιώργου Γραμματικάκη για μία υπόθεση που εκκρεμεί από το 2000 έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στην Αθήνα. Στην έκθεση της, που υιοθετήθηκε ομόφωνα από ΟΛΕΣ τις πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και αποτελεί ράπισμα για την Ελληνική Δικαιοσύνη, αναφέρει ότι «ένα σύστημα απονομής Δικαιοσύνης τόσο αργό δεν μπορεί ποτέ να είναι πραγματικά δίκαιο, καθώς οι εμπλεκόμενοι δεν είναι πλέον οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν πριν 20 χρόνια· αν θέλουμε πράγματι να γίνεται λόγος περί δικαιοσύνης, είναι θεμελιώδους σημασίας η έγκαιρη απονομή της».

Δεν το πληροφορήθηκαν αυτό οι ανώτεροι δικαστές; Δεν το βιώνουν καθημερινά οι συνάδελφοί τους στις αίθουσες των δικαστηρίων; Και μην πει κανείς ότι το φαινόμενο οφείλεται στο δικομανές της ελληνικής κοινωνίας. Διότι στην προαναφερόμενη λ.χ. υπόθεση όχι μόνον ο ίδιος ο ευρωβουλευτής είχε ζητήσει επίμονα την άρση της ασυλίας του για ένα «παράπτωμα» που υποτίθεται ότι έπραξε την περίοδο που ασκούσε τα καθήκοντα του ως μέλος ΔΕΠ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αλλά η υπόθεση έχει ήδη δικαστεί  με την πανηγυρική αθώωση όλων των κατηγορουμένων.
Την ιστορία του που θα μπορούσε να είναι η ιστορία του κάθε Έλληνα πολίτη τη βροντοφωνάζει ο κ. Γραμματικάκης σ΄ ένα άρθρο του «Σας παρακαλώ συλλάβετέ με. Με κούρασε η αναμονή» (βλ. https://grammatikakis.gr/gr/epikaira-sxolia/item/433-sas-parakalo,-sullav…).

Γνωρίζω, όπως σχεδόν όλοι οι Έλληνες πολίτες, ότι αποκλειστικό καθήκον των δικαστών είναι να εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Οι πολίτες προσδοκούν μία ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη. Πώς σχολιάζουν, λοιπόν, την απόφαση του προέδρου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας να ματαιώσει τη διάσκεψη για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, επικαλούμενος ένα κάποιο κλίμα. Η απόφαση αυτή δεν ισοδυναμεί με πράξη αρνησιδικίας;

Πού είναι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που σημαίνει ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να κρατά τις αποστάσεις από την πολιτική, τα κόμματα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ώστε οι πολίτες να νιώθουν ασφαλείς απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες του κράτους. Και στην προκειμένη περίπτωση για ένα μείζον θέμα όπως είναι αυτό των τηλεοπτικών αδειών που έγινε αντικείμενο οξύτατης πολιτικής διαμάχης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Αν τα όρια ανάμεσα στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία είναι δυσδιάκριτα, θα περίμενα από τη Δικαιοσύνη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Παραιτήθηκαν δύο αντιπρόεδροι ανώτατου δικαστηρίου για τον ίδιο λόγο και ανεξαρτήτως αν έχουν δίκιο ή όχι δεν «ιδρώνει το αυτί» κανενός; Δεν υπονοώ μία έξωθεν παρέμβαση, αλλά μία αντίδραση από τους ίδιους τους ταγούς της Δικαιοσύνης για να διαφυλάξουν την αξιοπιστία της.

Και κάτι ακόμη ως υστερόγραφο: στην απόφαση του υπουργείου Οικονομικών (ΠΟΛ. 1147/2016) που εκδόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, μόλις πριν μία εβδομάδα, για τη φορολογική μεταχείριση αποδοχών δικαστικών λειτουργών, (παρ. 3) αναφέρεται ότι «με τις αριθ. 89/2013 και 6/2015 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου της παρ. 2 του άρ. 88 του Συντάγματος (Μισθοδικείου), έγινε δεκτό ότι ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος δικαστικών λειτουργών που προσέφυγαν θα υπολογιστεί μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμων), με την ειδικότερη αιτιολογία που περιέχεται στις προαναφερθείσες αποφάσεις και κυρίως ενόψει της εξίσωσης της βουλευτικής αποζημιώσεως προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, καθώς και της διαφύλαξης των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας».

Και διερωτώμαι: αν για τους βουλευτές δικαιολογείται (;) η αφαίρεση  ποσού ίσου με το 25% του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης ως τεκμαρτό ποσό για να καλύψουν δαπάνες μίσθωσης των πολιτικών τους γραφείων και για να ασκήσουν το λειτούργημά τους, οι δικαστές τι δαπάνες έχουν; Νοικιάζουν γραφεία ή κάτι άλλο; Γιατί συνεπώς να υπάρχει εξίσωση βουλευτών και δικαστικών και μάλιστα το μέτρο να επεκτείνεται και στους συνταξιούχους; Κινδυνεύει η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης όταν δεν φορολογείται ισότιμα με κάθε άλλο πολίτη ο συνταξιούχος δικαστικός;
Και ως να μην αρκούσε αυτό, στην ίδια απόφαση του υπουργού Οικονομικών (παρ.4-5) αναφέρεται ότι «σε διάφορες υπηρεσίες του Υπ. Οικονομικών κατατέθηκαν πολλαπλά αιτήματα δικαστικών λειτουργών, εν ενεργεία αλλά και συνταξιούχων, οι οποίοι αιτούνται οι αποδοχές και συντάξεις τους να τύχουν της ίδιας ως άνω φορολογικής μεταχείρισης με αυτών που προσέφυγαν και που δικαιώθηκαν από το Μισθοδικείο με τις ανωτέρω αποφάσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και προκειμένου να αποφευχθεί άσκοπη επιβάρυνση των δικαστηρίων και ταλαιπωρία των πολιτών, οι υπηρεσίες του Υπ. Οικονομικών θα προβούν σε νέα εκκαθάριση, υπολογίζοντας τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμες)».
Κοντολογίς η απόφαση για αφαίρεση του 25% του ακαθάριστου εισοδήματος των δικαστών, ενεργών και συνταξιούχων, έχει αναδρομική ισχύ.
Γνωρίζω ότι οι δικαστές είναι αδέκαστοι. Ευχής έργον είναι να το δείχνουν καθημερινά. Ευχής έργον θα ήταν η ηγεσία τους να συζητούσε την ουσία των χρόνιων προβλημάτων της ελληνικής Δικαιοσύνης με τον πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, να είχε δρομολογηθεί η επίλυση έστω ορισμένων εξ΄ αυτών και μετά όλα τα άλλα. Με όσα συμβαίνουν κινδυνεύει να χάσει την αξιοπιστία της και το σεβασμό των πολιτών.