Ήταν στις αρχές σχεδόν του πυκνού 19ου αιώνα. Η κοινωνική αναταραχή τα αιτήματα, πλασμένα από την ανάγκη και τα όνειρα πλασμένα από ουρανό, έτριβαν τα μούτρα τους γι άλλη μια φορά πάνω στα σπασμένα γυαλιά της «πραγματικότητας», πάνω στο χώμα.

Ads

Ο «προοδευτικός» Ναπολέοντας, με πρόσχημα την αποστολή ενισχύσεων στον γαλλικό στρατό που κατελάμβανε την Πορτογαλία, εισέβαλλε στην Ισπανία, (με τη συνενοχή του τότε διαδόχου του ισπανικού θρόνου «συντηρητικού» Φερδινάνδου που αδημονούσε να στεφθεί βασιλιάς εκθρονίζοντας τον πατέρα του, Κάρολο Δ΄), με απώτερο σκοπό να στεφτεί βασιλιάς ο, Ιωσήφ Βοναπάρτης.

Πολύ σύντομα, όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος των «απελευθερωτών», τα Γαλλικά στρατεύματα θα βρίσκονταν αντιμέτωπα με πολλαπλές εστίες αντίστασης που συνέκλιναν σε μια καινοφανή, νέα, μορφή πολέμου, την αποκαλούμενη guerilla, τον ανταρτοπόλεμο, πολυεστιακό κι απελπισμένο, όπως χαρακτηρίστηκε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ενάντια στον Γάλλο κατακτητή. Έναρξη και κορωνίδα ήταν η εξέγερση της 2ας Μαΐου 1808, όπου σε διάφορα μέρη της Μαδρίτης, όπως στην Puerta del Sol, την πόρτα του Ήλιου, διεξήχθησαν αιματηρές μάχες ανάμεσα στα γαλλικά στρατεύματα και εξεγερμένους Μαδριλένους.

Τη Αυγή της 3ης Μάη, προς παραδειγματισμό, ο «απελευθερωτής των λαών» Ναπολέων θα εκτελούσε μέλη του λαϊκού στρατού. Το αίμα που πότισε το χώμα πότισε και τον ουρανό. Οι πυκνές, μυριόστομες μάχες συνεχίστηκαν για πάνω από μια δεκαετία ως την σύνταξη του περίφημου Συντάγματος του Cadiz, απ τις αγαπημένες πόλεις των νεανικών μου ταξιδιών, σημαδεύοντας τον πόνο των λαών εκείνης της εποχής που είχαν περισσότερους μύθους και περισσότερες δυνατότητες.

Ads

Στις 24 Φεβρουαρίου 1814, ο Φρανθίσκο Γκόγια έγραψε στο Συμβούλιο Αντιβασιλείας της Ισπανίας εκδηλώνοντας τη «διακαή του επιθυμία να απαθανατίσει με τον χρωστήρα του τις πιο σημαίνουσες και τις πιο ηρωικές πράξεις ή σκηνές της ένδοξης εξέγερσής μας εναντίον του τυράννου της Ευρώπης». Το αίτημα του Γκόγια έγινε δεκτό, και στις 9 Μαρτίου 1814 εγκρίθηκε η χρηματοδότηση που θα του επιτρέψει να δημιουργήσει έναν από γνωστότερους πίνακες στην ιστορία, που κρεμάστηκε σε πολλά νεανικά δωμάτια σε εποχές και καταχνιάς κι ανάτασης, την 3η Μαΐου 1808.

Ο Γκόγια ζωγραφίζει βέβαια τον πίνακα με στόχο να εκτεθεί στα πλαίσια των τελετών για την έκτη επέτειο της εξέγερσεις. Όμως το έργο του Γκόγια (όπως και το διδυμάκι του, η 2α Μαίου) όχι μόνο δεν εκτέθηκε αλλά «εξαφανίσθηκε», αφού θεωρήθηκε «βδελυρό κι επικίνδυνο» για την συντηρητική «παλινόρθωση» του Φερδινάνδου ενάντια στον ίδιο του τον λαό. Τελικά, η τόσο επιθυμητή από τον ισπανικό λαό Παλινόρθωση θα πάρει μια εφιαλτική τροπή για τους μαχητές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.

O Φερδινάνδος Ζ΄ όχι μόνο δεν συμμετείχε στις τελετές προς τιμήν των «ηρώων» της 3ης Μαΐου, αλλά πριν καν επανέλθει στη Μαδρίτη έσπευσε να καταργήσει το Σύνταγμα του Cádiz και να επαναφέρει την απολυταρχική μοναρχία, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό. Επανασύσταση της Ιεράς Εξέτασης, διάλυση των κοινοβουλίων και των τοπικών αρχών, κατάργηση του συντάγματος του 1812 και όλων των διαταγμάτων των Cortes του Cádiz, κατάλυση κάθε μορφής αντιπροσωπευτικής εξουσίας, κλείσιμο όλων των εφημερίδων και ανελέητες διώξεις ενάντια στους κοινωνικά φιλελεύθερους και στους επαναστάτες σημαδεύουν την επάνοδο του στην εξουσία που σε λίγα χρόνια θα πάρει την μορφή μαζικών διώξεων εναντίον των Σεφαρδιτών. Σε κάθε γωνιά της Ισπανίας, στο όνομα του Χριστιανού Βασιλιά, «φυλακίζουν, βασανίζουν και θανατώνουν με σαδιστική στυγερότητα».

Κι όμως! Ο πίνακας «παιδοθετήθηκε» λές απ την συνείδηση των λαών και διεσώθη στην συλλογική μνήμη. Και πώς όχι; Για τον Λιχτ, η 3η Μαΐου του Γκόγια ανήκει στον εξαιρετικά περιορισμένο κύκλο των έργων τέχνης που λειτουργούν ως «αρχετυπικές εικόνες», όμοια με τον πίνακα του Giuseppe Pelizza da Volped που σημάδεψε το 1900 του Φελίνι, δημιουργώντας τομές όχι μόνο στην ιστορία της τέχνης (αφού «από το Ιδεατό του Νταβίντ περνάμε οριστικά αμετάκλητα στο Πραγματικό του Γκόγια», σημαδεύοντας την νεωτερική απεικόνιση της βίας), αλλά γενικότερα στη θεώρηση του κόσμου.

Πρόκειται για έργα που επαναπροσδιορίζουν όχι μόνο τον τρόπο πρόσληψης της τέχνης αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης εμπειρίας του κόσμου, επιφέροντας «μια μυστηριώδη ρωγμή στον χρόνο και τον χώρο μέσω της οποίας μπορεί κάποιος να δει μια ρηξικέλευθη αλλαγή στο ιστορικό πολιτιστικό κλίμα της εποχής τους». Σπάζοντας κάθε σοβαρό δεσμό με την εικαστική παράδοση απεικόνισης ιστορικών γεγονότων, την αποκαλούμενη «ιστορική ζωγραφική» [peinture d’histoire], το έργο δεν συμμορφώνεται με τις ανάγκες μιας αφηγηματικής ενότητας και υπερβαίνει κατά πολύ το ίδιο το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται.

«Το επίτευγμα του Γκόγια είναι πως με τα μέσα της τέχνης του προικίζει με απίστευτη δραματική ένταση τη σκηνή της εκτέλεσης ανάγοντάς την σε οικουμενικό σύμβολο του αγώνα των καταπιεσμένων για ελευθερία και δικαιοσύνη» όπως η Βίκυ Σκούμπη έχει γράψει, και μέσω της εγκλητικής του δύναμης που του δίνει εμβληματική αξία: ο/η μη ισπανόφωνος θεατής/τρια, που πολύ συχνά αγνοεί πλήρως σε ποιο ιστορικό επεισόδιο αναφέρεται ο πίνακας, αδυνατεί να παραμείνει αδιάφορος μπροστά του.

Η απέλπιδα έκκληση για ζωή και η κραυγή των εξεγερμένων ενάντια στην τυφλή βία της εξουσίας αποσπάται από το ιστορικό της υπόβαθρο και γίνεται έμβλημα με πανανθρώπινη εμβέλεια. Η Ζανίν Μπατίκλ υποστηρίζει πως ο συγκεκριμένος πίνακας μαζί με την Γκουέρνικα του Πικάσο αποτελούν το ισπανικό εικαστικό δίπτυχο που απεικονίζει εμβληματικά τη σύγχρονη τραγωδία της ανθρωπότητας. Τραγωδία που εξελίσσεται και στις ημέρες μας με συμβολή και δική μας, με συμβολή (σε διαφορετική ποιότητα και ποσότητα) από όσους μεταφράζουν μέσα από τα κουτιά που ήξεραν έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Κι όμως έναν κόσμο εξαιρετικά ίδιον όπου όσοι κι όσες λαθεύουν ενώ προσπαθούν εξακολουθούν να προσπαθούν έστω μετρήσουν τον παλμό του κόσμου βαθύτερα από όσους παραδίδονται στην κυνικότητα. Κι αυτό είναι η μόνη μας, συλλογική, απ’ όπου κι αν ερχόμαστε, προς όπου κι αν πηγαίνουμε, άνοιξη κι ελπίδα #ΜάηςΜήνας#