Όπως και στην Κατοχή, σήμερα οι άνθρωποι φοβούνται. Και εκείνοι που τώρα είναι κλεισμένοι και άπραγοι στα σπίτια τους γιατί αισθάνονται ότι δεν υπάρχει διέξοδος, μοιάζουν με τους ανθρώπους που ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους την περίοδο της Κατοχής γιατί φοβόντουσαν μην σκοτωθούν. Στην Κατοχή, όμως, αυτοί που έβγαιναν από τα σπίτια τους και έμπαιναν στην Αντίσταση, είχαν χαμηλότερα επίπεδα φόβου από εκείνους που κλείνονταν και δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι έβαζαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τη ζωή τους. Τι τους κρατούσε και τους έδινε δύναμη; Η αλληλεγγύη. Το ότι πολεμούσαν για ένα σκοπό […] Ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Χαράλαμπος Πουλόπουλος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για την κρίση, τον φόβο και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, αλλά και την κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, με αφορμή το νέο του βιβλίο.
 
Κρ.Π.: Το βιβλίο Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής είναι μια πολιτική, ιστορική, κοινωνική, αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένη ματιά στις επιπτώσεις που είχε η λιτότητα στη ζωή των πολιτών, με έμφαση στη κοινωνική συνοχή. Τι σε οδήγησε να το γράψεις;

Ads

Χ.Π.: Τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξέσπασε στην Ελλάδα η κρίση, άρχισα να βλέπω φίλους και γνωστούς κάτω από μεγάλη πίεση, επειδή έχαναν τη δουλειά τους ή το εισόδημά τους μετά τις απανωτές μειώσεις μισθών. Έβλεπα ανθρώπους να αγωνίζονται και να αγωνιούν για το πώς θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους ή σε πολύ βασικές ανάγκες, πρωταρχικές για την επιβίωσή τους.

Συγχρόνως έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους που μας είχαν οδηγήσει στην κρίση να εμφανίζονται ως σωτήρες, όπως και τους μηχανισμούς κατασκευής ενόχων και ενοχών, εργαλεία πολιτικού φόβου που πλήττουν την κοινωνική συνοχή.

Από την άλλη έβλεπα τα στοιχεία για τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική και σωματική υγεία αλλά και τα ποσοστά αύξησης των αυτοκτονιών, της φτώχειας και της αδυναμίας των ενηλίκων για αξιοπρεπή διαβίωση, όπως και των εγκαταλελειμμένων παιδιών από τις οικογένειες που πλέον δεν είναι σε θέση να τα αναθρέψουν.

Ads

Ξεκίνησα να γράφω σε επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες, ορισμένες φορές αρκετά θυμωμένα, προκειμένου να βρω μια ισορροπία. Ένιωθα ότι έπρεπε να ακουστεί η φωνή μου. Δεν ήθελα να σιωπήσω, γιατί με τη σιωπή αυτή η κατάσταση με βάραινε ακόμη περισσότερο.

Πριν από ένα χρόνο, όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο για να διδάξω και ανέλαβα ένα μάθημα για τις επιπτώσεις της κρίσης στην κοινωνία, ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να γράψω και ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα.

Στην αρχή νόμιζα πώς ήξερα προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να κινηθεί η ανάλυσή μου. Στην πορεία, όμως, συγκεντρώνοντας και τις έρευνες για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κατάλαβα ότι το κυρίαρχο και κοινό στοιχείο σε καταστάσεις ανάλογες με αυτή που ζούμε σήμερα στη χώρα μας είναι αυτή η αίσθηση του φόβου.

Δεν είναι μόνο οι ορατές και μετρήσιμες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία –που είναι ούτως ή άλλως οδυνηρές σε πολλούς τομείς, στην ψυχική και σωματική υγεία, στη διατροφή, στη στέγαση, κ.λπ.  Αυτό που κυριαρχεί και διαποτίζει την ελληνική κοινωνία είναι η αίσθηση του φόβου, της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας για την επόμενη μέρα.   

Ο φόβος και η ανασφάλεια του ενός εκατομμυρίου τουλάχιστον ανθρώπων που έχουν χάσει τη δουλειά τους, η αβεβαιότητα όσων εργάζονται με δραστικά μειωμένες αποδοχές, μην μπορώντας  να καλύψουν τα βασικά τους έξοδα και χωρίς να γνωρίζουν αν θα έχουν δουλειά την επόμενη μέρα.

Διδάσκοντας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, είδα τους απόφοιτους κοινωνικούς λειτουργούς, που δουλειά τους θα ήταν να στηρίζουν τους πιο ευάλωτους σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, να αναζητούν και οι ίδιοι εις μάτην μια θέση στην αγορά εργασίας, εξαιτίας της συνεχούς συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, ή να εργάζονται σε προσωρινές θέσεις με εξαντλητικά ωράρια και πολύ χαμηλό μισθό που δεν τους εξασφάλιζε ούτε τα στοιχειώδη.
 
Σε αυτούς τους προσωπικούς φόβους που έχουμε πλέον όλοι οι εργαζόμενοι, την αγωνία της επιβίωσης και το φόβο απώλειας της εργασίας και της οικονομικής θέσης, προστίθεται και ο φόβος απώλειας της αξιοπρέπειας.

Γιατί η δουλειά μας σχετίζεται με την αξιοπρέπειά μας. Όταν χάνω τη δουλειά μου, πλήττεται και η ταυτότητά μου. Θέλει πολύ μεγάλη δύναμη για να μπορέσω να κρατηθώ. Και πολλές φορές αυτός ο φόβος της οικονομικής και κοινωνικής θέσης, μπορεί να συνδέεται και με το φόβο της κατάρρευσης.

Άρα ο φόβος είναι γενικός και μας αφορά όλους, είτε γιατί ήδη υφιστάμεθα τις συνέπειες της κρίσης είτε γιατί νιώθουμε την απειλή ότι, σύντομα, αυτό που βλέπουμε γύρω μας θα το ζήσουμε και εμείς.

Επιπλέον, όλο αυτό το διάστημα, έβλεπα σε πολλούς ανθρώπους να αναδύονται και οι φόβοι απέναντι στους άλλους. Περιστατικά επιθετικότητας ή βίας απέναντι σε ανθρώπους διαφορετικούς, ξένους ή πιο αδύναμους κοινωνικά και προσωπικά, από πολίτες οι οποίοι, αδυνατώντας να επεξεργαστούν αυτό που συμβαίνει, εκδήλωναν με βίαιο τρόπο την επιθετικότητά τους. Αυτή είναι η περίπτωση των ρατσιστικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν όλο αυτό το διάστημα.

Έτσι τα τελευταία χρόνια ως κοινωνία συνδιαλεγόμαστε με τους φόβους. Φόβους προσωπικούς, συλλογικούς φόβους και πολιτικούς.

Πολιτικούς φόβους, μάλιστα, που κατασκευάζονται  συστηματικά  τα τελευταία χρόνια, καθώς η άσκηση της πολιτικής δομείται γύρω από την «παραγωγή» φόβων και την «προστασία» από αυτούς.

Για παράδειγμα ο φόβος της χρεωκοπίας, ο φόβος της πείνας, ο φόβος για τους ξένους, ο φόβος για τους οροθετικούς, ο φόβος για τους εξαρτημένους από ναρκωτικά. Οι πολιτικοί έχουν μεταμορφωθεί σε διαχειριστές φόβων, κατασκευασμένων ή υπαρκτών και ανύπαρκτων.

Οι σκέψεις αυτές με έκαναν να γράψω ένα βιβλίο για τις επιπτώσεις της κρίσης και για το πώς η κρίση συνδέεται με το φόβο, αλλά και για το τι θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει από και πέρα.
 
Κρ.Π.: Και πώς έφτασες να εστιάσεις στην απουσία της κοινωνικής συνοχής, μέσα από όλα αυτά; Δηλαδή να την αναδείξεις ως το σημαντικότερο θέμα;
 
Χ.Π.: Γιατί η κοινωνική συνοχή αφορά τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων ή μεταξύ των ομάδων σε μια κοινωνία. Είναι η ποιότητα των σχέσεων. Κοινωνική συνοχή σημαίνει, πώς αντιλαμβάνομαι τον άλλον, πώς συνδέομαι με τον άλλον, πώς μοιράζομαι τα βιώματά μου μαζί του.
 
Όταν υπάρχει ο φόβος και όταν συμβαίνουν μια σειρά από αρνητικά γεγονότα στην κοινωνία, αυτή η συνοχή διαταράσσεται. Και ποια ήταν αυτά τα γεγονότα; Δεν ήταν μόνο οι επιπτώσεις της κρίσης. Ήταν περισσότερο η διαχείριση αυτών των επιπτώσεων. Ήταν η γενική πολιτική λιτότητας που επιλέχθηκε και κυρίως η πολιτική των περικοπών ειδικά για τις κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια το δίχτυ κοινωνικής προστασίας άρχισε να σπάει.

Το δίχτυ κοινωνικής προστασίας είναι αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό κράτος. Τα επιδόματα όπου μπορεί να στηριχτεί κάποιος σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, η εξασφάλιση  στέγης και τροφής, η πρόσβαση στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική φροντίδα κ.λπ.  Ενώ λοιπόν υπάρχει ανεργία και οι ανάγκες των πολιτών αυξάνονται, ταυτόχρονα καταρρέει και το κοινωνικό κράτος.

Επίσης μεγάλο πλήγμα δέχτηκαν οι εργαζόμενοι μέσα από τις αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.  Στο  όνομα της κρίσης ο καθένας έγινε έρμαιο ατομικών συμβάσεων και συμφωνιών.

Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με το θυμό και τον φόβο για τους Άλλους, οδηγεί στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Σε αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, εμφανίζονται κάποιοι να επιδιώκουν μια ψεύτικη συνοχή μέσα στην κοινωνία, επινοώντας αποδιοπομπαίους τράγους.
 
Αυτό έγινε, όπως είπαμε, με τους μετανάστες, με τους εξαρτημένους. με τους οροθετικούς και αύριο μπορεί να γίνει με τους άνεργους και τους φτωχούς.
Είναι σημαντικό όμως να αντιληφθούμε ότι η κοινωνική συνοχή έχει διαρραγεί όχι τόσο λόγω της κρίσης, όσο λόγω της πολιτικής στρατηγικής που ακολουθήθηκε για τη διαχείρισή της.
 
Κρ.Π.: Πριν από την κρίση υπήρχε κοινωνική συνοχή; Επίσης στην Κατοχή που οι άνθρωποι οργανώθηκαν και έδρασαν με γνώμονα την αλληλεγγύη, είχαν να αντιμετωπίσουν έναν εξωτερικό εχθρό, ενώ σήμερα ο εχθρός μοιάζει να τον βλέπουν οι Έλληνες κυρίως στο εσωτερικό; Συνδέεται με την απουσία κοινωνικής συνοχής κάτι τέτοιο;
 
Χ.Π.: Δεν μπορούμε να πούμε ότι πριν από την κρίση ήταν ισχυρή η κοινωνική συνοχή, αλλά εδώ έχουμε δύο φόβους:

Έναν φόβο που έρχεται απ’ έξω και είναι ο φόβος των αγορών, δηλαδή οι απρόσωπες αλλά και υπαρκτές αγορές, που μπορεί να μας οδηγήσουν σε χρεωκοπία.
Και έχουμε και «κινδύνους» που έρχονται από το εσωτερικό, προσωποποιούνται και συνδέονται με ανθρώπους όπως είπαμε άστεγους, μετανάστες, άρρωστους ψυχικά ή σωματικά, οροθετικούς, και γενικά ανθρώπους που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που συνθέτουν την ζωή τους.

Επιπλέον έχουμε έναν συλλογικό φόβο που προέρχεται από την Κατοχή, που είναι η πείνα, και είναι καταγεγραμμένος σε αυτό που λέμε συλλογική μνήμη. Πολλοί άνθρωποι φοβούνται μην τους συμβεί κάτι τέτοιο.
 
Όταν έχουμε εικόνες από ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό, που κάνουν ουρές στα συσσίτια, που κοιμούνται σε παγκάκια και πεζοδρόμια, ενώ  συγχρόνως πολλαπλασιάζονται τα ενεχυροδανειστήρια, έρχονται στην επιφάνεια εικόνες της Κατοχής.

Όπως και στην Κατοχή, σήμερα οι άνθρωποι φοβούνται. Και εκείνοι που τώρα είναι κλεισμένοι και άπραγοι στα σπίτια τους γιατί αισθάνονται ότι δεν υπάρχει διέξοδος, μοιάζουν με τους ανθρώπους που ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους την περίοδο της Κατοχής γιατί φοβόντουσαν μην σκοτωθούν.

Στην Κατοχή, όμως, αυτοί που έβγαιναν από τα σπίτια τους και έμπαιναν στην Αντίσταση, είχαν χαμηλότερα επίπεδα φόβου από εκείνους που κλείνονταν και δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι έβαζαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τη ζωή τους.

Τι τους κρατούσε και τους έδινε δύναμη; Η αλληλεγγύη. Το ότι πολεμούσαν για ένα σκοπό.

Εδώ, σήμερα, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια περιορισμό της συλλογικής δράσης και της αλληλεγγύης και αύξηση της αβεβαιότητας και του φόβου. Αυτό μπορεί κυρίως να σχετίζεται με τα απανωτά χτυπήματα που έχουν δεχτεί οι άνθρωποι.

Υπάρχει μία έννοια –που την καταγράφω στο βιβλίο- η οποία λέγεται εσωτερικευμένη καταπίεση. Κάποιος που έχει βιώσει ένα σοκ, μετά από ένα γεγονός που είναι τραυματικό γι’ αυτόν, μπορεί να αισθάνεται φόβο, ντροπή, ενοχή, αυτό-υποτίμηση, μπορεί να αισθάνεται ότι δεν αξίζει, και ουσιαστικά παραμένει κλεισμένος στον εαυτό του και αδρανεί.

Αυτό είναι που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έχουν υποστεί απανωτά σοκ. Στην εργασία, στη φορολογία κ.λπ. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να προβλέψουν τι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια από το 2009 και μετά. Θεωρούσαμε ότι ήταν μια παροδική κατάσταση -τουλάχιστον έτσι μας έλεγαν- και ότι θα βγούμε πολύ σύντομα από αυτήν. Ο Καραμανλής μίλαγε για «δύο χρόνια θυσίες» και ο Παπανδρέου έλεγε «λεφτά υπάρχουν».
 
Μετά από αυτά τα απανωτά σοκ, με τις στρατιές ανέργων που δημιουργήθηκαν μέσα σε 5 χρόνια –από το 7,7%  που ήταν η ανεργία το 2008 στο 27% το 2014. Με ένα εκατομμύριο ανέργους και 6,3 εκατομμύρια στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας, πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή;

Επειδή δεν υπάρχει διέξοδος, ή φαίνεται να μην υπάρχει διέξοδος, και οι άνθρωποι νιώθουν απομονωμένοι, έχουν φτάσει στο σημείο να δέχονται άκριτα αυτά τους λέει ο θύτης!

Μοιάζει λίγο με το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Δηλαδή, με την κατάσταση όπου  ένας απαγωγέας απομονώνει κάποιον/α για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, κακοποιώντας τον και στερώντας του την ελευθερία του.  Μετά από καιρό  με ό,τι και να δώσει στον όμηρο, που του το έχει ήδη στερήσει, τον κάνει να αισθάνεται ευγνωμοσύνη. Φτάσαμε λοιπόν σε ένα σημείο, μετά από τόσα χρόνια, τα ψίχουλα που μας προσφέρουν να τα εισπράττουμε ως μεγάλη προσφορά των θυτών.

Και εμφανίζονται οι ίδιοι άνθρωποι που μας οδήγησαν στην κρίση, οι θύτες, ως οι σωτήρες μας, αυτοί που θα μας βγάλουν από αυτήν, σε επίπεδο τουλάχιστον πολιτικής.
 
Για αυτό χρειάζεται κριτική στάση απέναντι σε αυτά που μας σερβίρονται ως μονόδρομος τα τελευταία χρόνια. Διότι, ακόμη και η διάσωση ή η επιτυχία της Ελλάδας, θα συνοδεύεται από εκατομμύρια θύματα.

Αυτός ήταν ο λόγος που έγραψα κι αυτό το βιβλίο.
 
Κρ.Π.: Πρέπει να σκουντάμε ο ένας τον άλλον για να μην παγώσουμε και …πεθάνουμε, από το χιόνι (μέτρα, φόβοι, απειλές) που πέφτει συνεχώς πάνω μας, όπως στα Όνειρα του Κουροσάβα; 
 
Χ.Π. Αυτό είναι σίγουρο. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μπορέσουμε να βγούμε έξω, να μην μένουμε παθητικοί αποδέκτες της πληροφόρησης που σερβίρεται από την τηλεόραση, δέσμιοι της άποψης ότι δεν υπάρχει λύση, διότι ακόμα κι όταν φαίνεται ότι δεν υπάρχει λύση θα πρέπει να κινητοποιηθούμε και να την ανακαλύψουμε.

Λύση σίγουρα υπάρχει και δεν πρέπει να αφηνόμαστε ή να «αποκοιμιόμαστε», γιατί, μην ξεχνάμε, πολλές φορές τα μέτρα περνιούνται όταν εμείς «κοιμόμαστε» ή όταν κοιτάζουμε κάπου αλλού.

Χρειάζεται να έχουμε μία θετική στάση απέναντι στα πράγματα. Είναι θα έλεγα μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της Ιστορίας αυτής της χώρας, που μας βάζει να αναλογιστούμε ποιοι ευθύνονται και πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση.

Εργαζόμενοι με προσόντα που έκαναν καλά τη δουλειά τους βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Την  ίδια στιγμή αναπαράγονται στερεότυπα που λένε ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, ενώ από έρευνες έχει γίνει γνωστό ότι οι Έλληνες είναι από τους πιο παραγωγικούς λαούς στον ιδιωτικό τομέα και εργάζονται περισσότερο και από τους Γερμανούς!

Άρα αυτή η αντίληψη τού «μαζί τα φάγαμε» δημιουργεί μία ενοχή που δεν μας επιτρέπει να αντιδράσουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι να ξεχωρίσουμε ποιοι ευθύνονται γι’ αυτήν την κατάσταση. Εκείνοι που κερδοσκοπούσαν και πριν από την κρίση συνεχίζουν να κερδίζουν και μέσα στην κρίση. Η διαφορά είναι ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έχει βρεθεί στο στόχαστρο, έχει βρεθεί σε μία κατάσταση μόνιμου και αυξανόμενου φόβου, που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί από εμάς τους ίδιους, και όχι με λύσεις που θα έρθουν από επάνω.

Η σωτηρία δεν μπορεί να έρθει από τα πάνω. Μπορεί να έρθει από μικρές συλλογικότητες, από μικρές ή μεγάλες προσπάθειες, από συλλογική δράση και κοινωνική αλληλεγγύη. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης.

Κρ.Π.: Και πώς μπορεί να δημιουργηθεί η κοινωνική αλληλεγγύη; Αναφέρεσαι το βιβλίο;
 
Χ.Π.: Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά την κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία δεν είναι φιλανθρωπία. Η φιλανθρωπία βασίζεται στον οίκτο,  σε μια άνιση σχέση ανάμεσα στον δυνατό, τον ισχυρό που προσφέρει βοήθεια και  στον αδύναμο που την εισπράττει.

Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι μια ισότιμη σχέση, και σχετίζεται με την κοινωνική δικαιοσύνη. Είμαι αλληλέγγυος, σημαίνει ότι δεν ψάχνω να βρω δουλειά για τον εαυτό μου εις βάρος κάποιου άλλου, αλλά  ότι προσπαθώ μαζί με τους άλλους να κάνουμε κάτι καλύτερο για όλους. Αυτό είναι ένα από τα νέα και θετικά στοιχεία που μπορεί να φέρει η κρίση.  

Επίσης στο βιβλίο αναλύεται η έννοια της συνηγορίας, δηλαδή της προάσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων, διότι βλέπουμε σήμερα να παραβιάζονται πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά δικαιώματα και χρειάζεται να σκεφτούμε ποιος είναι ο ρόλος μας στην προάσπιση των δικαιωμάτων και ιδίως των ομάδων που είναι οι πιο αδύναμες; Πώς μπορούμε να σταθούμε δίπλα τους και όχι απέναντί τους στοχοποιώντας τους.

Ωστόσο δεν προτείνω συγκεκριμένα μοντέλα ως λύση. Αυτό που ξέρω είναι ότι η  διερεύνηση των αιτιών, η κριτική ανάλυση αυτού που συμβαίνει, η μαχητική στάση απέναντι στα τεκταινόμενα, η αλληλεγγύη και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι έννοιες που χρειάζεται να τις κάνουμε πράξη, όσο αδύναμοι κι αν αισθανόμαστε.

Κρ.Π.: Δηλαδή με έναν τρόπο να προτάξουμε όσο γίνεται το φως απέναντι από το σκοτάδι; Διότι βλέπουμε να γυρίζουμε εργασιακά, κοινωνικά, πολιτικά, ασφαλιστικά, οικονομικά, σχετικά και με τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και όχι μόνο, σε άλλες …σκοτεινές εποχές του παρελθόντος, σα να γυρίζει πίσω η ιστορία;
 
Χ.Π.: Γυρίζει η ιστορία πίσω, αλλά θα το πω λίγο διαφορετικά. Βλέπουμε ότι αυτή τη στιγμή να γυρίζουμε στον 18ο και στον 19ο αιώνα, κυρίως στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας. Κλείνουν, δηλαδή, για παράδειγμα τα δημόσια ψυχιατρεία, που μπορεί να θεωρούνται από κάποιους το όνειδος για την Ελλάδα. Από την άλλη κατηγορούνται οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ασχολούνται με την ψυχιατρική μεταρρύθμιση ως διεφθαρμένες που σπαταλούν το δημόσιο χρήμα. Ετσι οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη βρίσκονται στο κενό.
 
Βλέπουμε ότι ενώ οξύνονται τα προβλήματα, αυξάνονται οι επιχείρησεις – σκούπα, και πλήθος ανθρώπων οδογείται στα κέντρα κράτησης. Αυτό τι μας θυμίζει; Μας θυμίζει τα άσυλα του 18ου και του 19ου αιώνα, όπου είχαν μικροπαραβάτες, ανθρώπους με προβλήματα ψυχικής υγείας κ.λπ.

Όταν καταργούνται οι δομές της κοινωνικής φροντίδας και οι άνθρωποι που τις έχουν ανάγκη στοιβάζονται σε χωματερές πάμε δύο αιώνες πίσω.

Υπάρχει μία φράση στο βιβλίο του Σαρτρ «Κεκλεισμένων των θυρών», που λέει ότι «Η κόλασή μας είναι οι άλλοι», ότι ο καθένας μας δηλαδή είναι ο δήμιος του άλλου. Αυτό ακριβώς είναι που επιχειρούν να μας κάνουν να πιστέψουμε.
 
Όμως, θα πω κάτι που είπε η οκτάχρονη κόρη μου, ότι η κρίση και ο φόβος που μοιάζουν με σκοτάδι έχουν έναν εχθρό, την ελπίδα. Άρα αυτό που χρειάζεται να αναζητήσουμε είναι την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, και για μας και για τους νέους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή είναι κι αυτοί τα θύματα της κατάστασης.

Την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία με τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, τις οποίες τις θεωρώ βασικές για τη λειτουργικότητα και τη συνοχή μιας κοινωνίας.

Κρ.Π.: Η παιδική κατασκευή του εξωφύλλου παραπέμπει στην έννοια της κοινωνικής συνοχής; 

Χ.Π.: Είναι μια κατασκευή με ξύσματα από μπογιές και μολύβια που έχουν κολληθεί πάνω σε ένα μουσαμά και σχηματίζουν μια καρδιά, που συμβολίζει την ενότητα, την αγάπη, την ευαλωτότητα -γιατί αυτή η κατασκευή είναι εύκολο να σπάσει- και έχει φτιαχτεί από κάτι που θεωρείται άχρηστο, που το πετάμε, αλλά που από αυτό δημιουργήθηκε κάτι όμορφο.

Κάποιος μπορεί να δει την αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή, την ενότητα, αυτό το νιάξιμο στις σχέσεις που μπορεί όμως να διαρραγεί, και έχει γίνει από ανθρώπους που σήμερα μπορεί να θεωρούνται παρίες ή σκουπίδια της κοινωνίας, ωστόσο δημιουργούν κάτι όμορφο και αισιόδοξο όταν ενωθούν.-

image
Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, Χαράλαμπος Πουλόπουλος, Εκδόσεις Τόπος

Ο Δρ. Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Είναι κοινωνικός λειτουργός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Bradford της Αγγλίας. Δραστηριοποιείται στον τομέα αντιμετώπισης των εξαρτήσεων από το 1983 και διατέλεσε διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) την περίοδο 1995-2013, και είναι πρόεδρος της  Επιστημονικής και Συμβουλευτικής Επιτροπής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων (WFTC).

Επίσης, είναι επιστημονικός συνεργάτης στο  διεθνές μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών για τις εξαρτήσεις που συνδιοργανώνεται από το King’s College του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας της  Αυστραλίας και το Πανεπιστήμιο Virginia Commonwealth των ΗΠΑ.

Έχει συγγράψει τα βιβλία: Εξαρτήσεις: Οι θεραπευτικές κοινότητες και Κοινωνική εργασία και εξαρτήσεις: Οι κοινότητες της αλλαγής.