Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο της ακτιβιστικής Έρευνας για την Κρίση της Κρυσταλίας Πατούλη -από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι σήμερα- ερωτήματα στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις του συγγραφέα Νίκου Κουνενή.

Ads

 

“Λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους, και ενώ οι τρομολαγνικές δηλώσεις των Γ. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου απογείωναν σε δυσθεώρητα ύψη τα σπρεντς και κατ’ επέκτασιν τα επιτόκια δανεισμού της χώρας, δημοσιεύτηκε στη Monde Diplomatigue (και αναδημοσιεύτηκε στην ελληνική της έκδοση που φιλοξενούνταν στην «Ελευθεροτυπία») ένα άρθρο το οποίο καταδικάστηκε συλλήβδην από τους ελάχιστους εκπροσώπους της εγχώριας οικονομικής ορθοδοξίας που ασχολήθηκαν μαζί του, ως «απλοικό».

Στο κείμενο αυτό ο αρθρογράφος, του οποίου το όνομα δυστυχώς δεν συγκράτησα, έθετε το εξής, όντως απλό, μα ουσιαστικότατο ερώτημα: Γιατί η Ιαπωνία, της οποίας το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το παγκοσμίως εντυπωσιακό 200% του ΑΕΠ δεν αντιμετωπίστηκε ως μελλοθάνατη και η Ελλάδα, της οποίας το αντίστοιχο μέγεθος βρισκόταν τότε στο 120% και κάτι (ποσοστό που θεωρήθηκε καταστροφικό τότε, μα που αν το πιάσουμε ξανά το 2020, θα θεωρείται…σωτήριο από την άποψη της βιωσιμότητας του χρέους) εμφανίστηκε ως βυθιζόμενος «Τιτανικός»;

Ads

Η απάντηση ήταν απλή, και κατά τη γνώμη μου αρκούντως πειστική. Το όντως τεράστιο χρέος της Ιαπωνίας ήταν εσωτερικό: τουτέστιν οι πολίτες δάνειζαν μαζικά το κράτος αγοράζοντας λαικά ομόλογα με επιτόκια χαμηλά, αλλά υψηλότερα των (σχεδόν μηδενικών) επιτοκίων των τραπεζών.

Με τον τρόπο αυτό (αγορά νέων ομολόγων μετά τη λήξη των παλαιών και άρα διαιώνιση του χρέους, με τρόπο που ωστόσο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση, που θα πυροδοτούσε διεθνείς εκρήξεις επιτοκίων, διογκώνοντας κι άλλο το χρέος κ.ο.κ.) το πρόβλημα παρέμενε, αλλά μαζί του παρέμενε και η δυνατότητα μελλοντικής του αντιμετώπισης, όταν οι ιαπωνικές κυβερνήσεις θα αποφάσιζαν, επιτέλους, να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

    Η ελληνική οικονομία, αντιθέτως, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα μαζικού εσωτερικού δανεισμού (στον οποίο κατέφευγε αποτελεσματικά μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του ’90), καθώς η ευρωπαική ένωση επέβαλε το υποχρεωτικό τζογάρισμα ομολόγων- και τον αντίστοιχο «πλειστηριασμό» επιτοκίων- ώστε να τροφοδοτείται με άφθονο χρήμα ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών ύστερος «καπιταλισμός- καζίνο» των καιρών μας.

Οι παντοδύναμες αγορές καθόριζαν πλέον από μόνες τους, και έξω από κάθε κρατικό η «ευρωκρατικό έλεγχο» τα επιτόκια, έχοντας τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε ζητήματα ζωής ή θανάτου των επιμέρους εθνικών οικονομιών.

Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έπαιρνε ανοιχτά κεφάλι έναντι του πραγματικού και οι εγγυητές της πρωτοκαθεδρίας του (κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί) αναλάμβαναν να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη συνέχιση του παιχνιδιού, ενισχύοντάς το στις αναπόφευκτες «φουσκο»θαλασσιές, όπως η κρίση του 2008, συνέχεια της οποίας είναι η κρίση κρατικών χρεών και ελλειμάτων των επόμενων ετών. Όπως άλλωστε λέει και η γνωστή παροιμία, «κάθε εμπόδιο για καλό»: η κρίση, κατά πώς το διατυπώνει και η Ναόμι Κλάιν στο «Δόγμα του σοκ», πέρα από τους κινδύνους για τους παγκόσμιους «παίκτες»- και την αναπόφευκτη καταστροφή λίγων εξ αυτών- ανέδειξε και μια πρωτοφανή ευκαιρία, που αξιοποιήθηκε με ενθουσιασμό από τους κυρίαρχους του κόσμου τούτου, που εξαπέλυσαν στη συνέχεια μια πρωτοφανώς άγρια επίθεση εναντίον των λαικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων ενός αιώνα, ωθώντας χώρες και λαούς σε έναν οφθαλμοφανή πλέον κοινωνικό μεσαίωνα.   

    Ο ίδιος ο Ντομινίκ Στρος Καν το είχε ομολογήσει από την αρχή, και ο νοών νοείτω: «Το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το χρέος, αλλά τα διαρθρωτικά της προβλήματα». Τουτέστιν, το χρέος είναι ευκαιρία για μια γιγαντιαία διαρθρωτική απορρύθμιση προς όφελος του κεφαλαίου, τελεία και παύλα. (Τα διαρθρωτικά προβλήματα του ψυχισμού του «σοσιαλιστή» αυτού πολιτικού, του παρολίγον προέδρου της Γαλλίας, τα οποία τον οδήγησαν εκ νέου στο –γαλλικό- αυτή τη φορά εδώλιο του κατηγορουμένου με την κατηγορία της μαστροπείας, είναι μια ένδειξη της ποιότητας των ανθρώπων που καθορίζουν διεθνώς τη μοίρα των λαών αυτού του πλανήτη).

    Ως αδύναμος κρίκος του ευρωπαικού καπιταλιστικού οικοδομήματος, η όντως υπερχρεωμένη και ταλαιπωρούμενη από ελλείμματα Ελλάδα υπήρξε το ιδανικό ευρωπαικό πειραματόζωο. Αποβιομηχανοποιούμενη ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, ένεκα της επιβαλλόμενης άνωθεν στέρησης της προστασίας στην μικρή αλλά υπαρκτή κάποτε εθνική βιομηχανία, και με διαρκή συρρίκνωση κάθε πραγματικής παραγωγικής δραστηριότητας, η χώρα βίωνε μια διαρκή αύξηση ελλειμμάτων και χρεών.

Η εκτεταμένη διαφθορά (που πάντως, πέρα από τα πολλά εγχώρια πρόσωπα που επωφελούνταν από αυτή, εξυπηρετούσε πρώτα και κύρια τα συμφέροντα γερμανικών, γαλλικών και άλλων εταιρειών, που έκαναν χρυσοφόρα «επενδυτικά» πάρτι στη χώρα), η διευρυμένη φοροδιαφυγή, εντοπισμένη κατά μείζονα λόγο στις επιχειρηματικές και ημιμαφιόζικες ελίτ της χώρας, η υπαρκτή δυσλειτουργία τομέων της δημόσιας διοίκησης, το πελατειακό σύστημα και άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός, έδιναν το επιχείρημα της ανάγκης για μια ταπεινωτική τιμωρία της χώρας και του λαού της, και, κυρίως, μετέφεραν το «δόγμα του σοκ», σ’ αυτούς που οφείλουν ν’ ακολουθήσουν το συγκεκριμένο «αναδιαρθρωτικό» υπόδειγμα: τα υπόλοιπα PIIGS, ωσονούπω, τη Γαλλία αργότερα, τους εργαζόμενους του συνόλου της Ευρωπαικής Ένωσης (της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης) εν καιρώ. Ας μην ξεχνάμε ότι στην «ευημερούσα» Γερμανία, οι μισθοί παραμένουν παγωμένοι εδώ και μια δεκαετία ενώ η δραματική περικοπή τους είναι προφανές ότι θα ακολουθήσει αργότερα, όταν το σχέδιο θα έχει ολοκληρωθεί απρόσκοπτα στις πιο αδύναμες χώρες. Ήδη, όπως αποκάλυψε σε σχετικό άρθρο του ο Γιώργος Δελαστίκ, ένα σημαντικό – και κατά το μάλλον ή ήττον «κρυφό» από τις επίσημες στατιστικές) ποσοστό των εργαζομένων της χώρας αμοίβεται με «νοτιοευρωπαικούς» μισθούς των 400 και 500 ευρώ.

   Για να παιχτεί καλύτερα το παιχνίδι, το ελληνικό έλλειμμα φουσκώθηκε κατά το δοκούν, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο παπακωνσταντίνειος «Τιτανικός», η υποτιθέμενη υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα στηλιτεύτηκε αυστηρώς (παρότι, σύμφωνα με την  επίσημη κυβερνητική απογραφή, οι 764000 δημόσιοι υπάλληλοι της χώρας αποτελούσαν ποσοστό του πληθυσμού αρκετά υποπολλαπλάσιο αυτού πολλών ανεπτυγμένων- και αρκετών άλλων- χωρών της ευρωζώνης) το «διαίρει και βασίλευε»- δια της εγχώριας μετάφρασής του σε «κοινωνικό αυτοματισμό» επιστρατεύτηκε επίσης αποτελεσματικά για το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων, την εξαθλίωση του λαού και τη μετατροπή της χώρας σε «οικόπεδο και αποικία».

Η εγχώρια και διεθνής προπαγάνδα έδωσε τα ρέστα της με συνθήματα του τύπου «μαζί τα φάγαμε» (όταν η αναλογία ανισότητας στον πλούτο μεταξύ του πλουσιότερου 10% και του φτωχότερου 40% είναι από τις πλέον προκλητικές στην Ευρώπη), «οι έλληνες είναι τεμπέληδες» (όταν όλα τα στοιχεία της «Eurostat» αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο») κ.ά. Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία πως στο πάρτι της επίπλαστης ευημερίας των προηγούμενων ετών, που συνοδεύτηκε από το κόλπο γκρόσο του χρηματιστηρίου, τον ιδιωτικό υπερδανεισμό και υπερκαταναλωτισμό, την υπόκλιση στον αποπροσανατολισμό του «λάιφ  στάιλ» κ.λπ. συμμετείχε – και επ’ αυτού φέρει οπωσδήποτε υποκειμενική ευθύνη- και ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, που δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα πως το παιχνίδι του συρσίματος προς τα νεοπλουτίστικα φετίχ ήταν αφ’ ενός κενό περιεχομένου για την πραγματική ποιότητα ζωής των κατοίκων αυτής της χώρας, αφετέρου στημένο και με προδιαγεγραμμένο οδυνηρό τέλος. Υπαίτια, ωστόσο, των σημερινών παθών, δεν είναι τα θύματα του κατασκευασμένου ονείρου της υπερευημερίας, αλλά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και οι εθελόδουλες κυβερνήσεις που αόκνως το προπαγάνδισαν, και που σήμερα ξαναστήνουν εις βάρος των συνήθων θυμάτων τούς κανόνες του παιχνιδιού.

   Η παράδοση κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, που έβαλαν φρένο σε ανάλογα, αν και σαφώς μικρότερης έντασης και εμβέλειας, «αναδιαρθρωτικά» σχέδια κατά το παρελθόν (π.χ. συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση Γιαννίτση), σε συνδυασμό με την ύπαρξη μιας πολυδιασπασμένης μεν, μεγάλης δε σε απήχηση αριστεράς υπήρξε ένας ακόμη λόγος για την επιλογή της χώρας ως ιδανικού πειραματόζωου.

Αν η Ελλάδα υποταχθεί –και μέχρι στιγμής υποτάσσεται- τα πράγματα αναμένονται πολύ πιο εύκολα για χώρες με μικρότερη αγωνιστική παράδοση όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία αλλά και η Ισπανία. Παρόμοιο ζήτημα θα τεθεί λίγο αργότερα κατά τη γνώμη μου, και για την επίσης «κινηματική» Γαλλία, που ενδεχομένως θα αποτελέσει το πειραματόζωο της δεύτερης φάσης, στον πυρήνα αυτή τη φορά των ισχυρών χωρών.

   Δυο χρόνια μετά την οσφυοκαμπτική (και κατά τη γνώμη μου απολύτως προσχεδιασμένη) έκκληση του Γιώργου Παπανδρέου προς την Ευρωπαική Ένωση και το ΔΝΤ, για τη «σωτηρία» της χώρας, η «επιτυχία» του σχεδίου ξεπέρασε και τις πλέον ενθουσιώδεις προβλέψεις των «σωτήρων».

Η Ελλάδα είναι ήδη μια αποδιοργανωμένη και ταπεινωμένη νεοαποικία, οι κάτοικοί της εξαθλιώνονται με ραγδαίους ρυθμούς, το μέλλον της προβλέπεται ζοφερό. Οπότε; Οπότε η πραγματική σωτηρία της χώρας επαφίεται στην ίδια την ανθρώπινη συνιστώσα της, τα εκατομμύρια των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης και επί της ουσίας ιμπεριαλιστικής  εποποιίας του πλέον άγριου καπιταλισμού.

   «Να ορθώσουμε τείχος ατίθασο απέναντί τους», προέτρεπε ο ποιητής. Που, στις ημέρες μας σημαίνει να ξεπεράσουμε τη δική μας σπείρα θανάτου, που μας πάει από την κατάθλιψη στην οργή και μέσω αυτής στον ξεσηκωμό, ο οποίος αντικαθίσταται από νέα κατάθλιψη, νέα οργή, νέο βραχύβιο ξέσπασμα κ.ο.κ., και να καταλάβουμε πως η σωτηρία μας επαφίεται στην αδιάκοπη, οργανωμένη, ενωτική πάλη των εκατομμυρίων θυμάτων αυτής της άθλιας πολιτικής, εναντίον των οργανωτών και υπηρετών της της, στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο.

Το ιστορικό παράδειγμα του ΕΑΜ (τηρουμένων οποσδήποτε των σημαντικών διαφορών της σημερινής ιστορικής συγκυρίας), θα μπορούσε να αποτελέσει στη χώρα μας τη βασική πηγή έμπνευσης για μια μετωπική συνύπαρξη και δράση της αριστεράς, κόντρα στην ενδημική τάση της για πολυδιάσπαση και υποκειμενική πρόταξη του μέσου (που η ίδια οφείλει να είναι), έναντι του σκοπού (τον οποίο οφείλει πρωτίστως, και εις βάρος ενίοτε των υποκειμενικών της βλέψεων, να υπηρετεί). Κάθε άλλος δρόμος είναι, κατά την ταπεινή γνώμη εμού, ενός αθελήτως ανένταχτου, μα πάντα αριστερού, απολύτως αδιέξοδος.

   Το πρόταγμα μιας τέτοιας αντεπίθεσης, νομίζω, δεν υπηρετείται κυρίως μέσα από το διαρκή βομβαρδισμό με «ρεαλιστικές» προτάσεις, ο οποίος, αν και αναγκαίος και χρήσιμος, μετατοπίζει το κέντρο βάρους από την απαραίτητη ενότητα, στα επιμέρους στοιχεία της, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να αποτελέσουν αφορμές διαλόγου και συγκλίσεων.

Δεν θα σας κουράσω λοιπόν με τις δικές μου ανάλογες προτάσεις. Θα πω μόνο πως αν κάτι καταφέρουμε να κάνουμε, θα πρέπει να έχει λαικό, αντικατοχικό,  προσανατολισμό, να συγκρούεται ευθέως με τα ευρωενωσιακά και εν γένει ιμπεριαλιστικά προτάγματα των καιρών και να θυμάται πως το σύνθημα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που επαναλήφθηκε από τον Καστοριάδη και γελοιοποιήθηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου, «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», αποκτά εκ νέου την επικαιρότητά του, σε καιρούς γενικευμένου οικονομικού και κοινωνικού εκβαρβαρισμού.”