Πρώτα-πρώτα δεν διεκδικώ τον τίτλο του συγγραφέα. Το βιβλίο υπήρξε μια σύνοψη των απόψεων, των προτάσεων και της δράσης ενός μικρού κινήματος ανθρώπων, που την προηγούμενη 20ετία προσπαθούσαν  “δια του παραδείγματος” να αναδείξουν έναν άλλον τρόπο ζωής και κοινωνικοπολιτικής πράξης, πέραν του κυρίαρχου νεοελληνικού κοινωνικού παραδείγματος και πολιτικής-κομματικής δράσης…” ο Γιώργος Κολέμπας, εξηγεί στην Κρυσταλία Πατούλη, τι εστί “Τοπικοποίηση” με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο του (εκδ. Αντιγόνη).

Ads

…Σήμερα στα πλαίσια της συνολικής κρίσης και του “ναυαγίου” του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρούμε ότι η στροφή προς την “επανατοπικοποιημένη” κοινωνία μπορεί να αφορά  σε ένα ευρύτερο σύνολο στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Περισσότεροι πολίτες της  βλέπουν ότι είναι αναγκαίο να ξεπερασθεί το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό μοντέλο “ανάπτυξης” που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας αυτής,  μπορεί να βοηθήσει το βιβλίο.

Tι εστί, λοιπόν, Τοπικοποίηση;
 
Ο όρος είναι ένα παιγνίδι διαλεκτικής με τον όρο παγκοσμιοποίηση και έτσι θα πρέπει να γίνει κατανοητός. Προέκυψε από την κριτική στο δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης, που επιδιώκει να παγκοσμιοποιηθεί, οδηγώντας τον κόσμο προς την ισοπέδωση, την άλογη μονομερή ανάπτυξη και πιθανά στη καταστροφή. Μετά 30 χρόνια Παγκοσμιοποίησης, όσο και να επιδιώκει το καπιταλιστικό σύστημα να μεγαλώσει την «πίτα», αυτό δεν μπορεί να γίνει ερήμην του πλανήτη που διαθέτει περιορισμένους πόρους και θέτει όρια. Αντί να τη μεγαλώνει, «φουσκώνει» την πίτα . Όταν οι «φούσκες» όμως σπάνε έχουμε οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις. Στο μέλλον δεν θα έχουμε μόνο κρίση χρεών και πτωχεύσεις κρατών, αλλά και «οικολογική πτώχευση» την «Α.Ε. Γη».
 
Η Τοπικοποίηση λοιπόν είναι μια στρατηγική με την οποία θα απαντήσουμε στην “υπαρκτή” παγκοσμιοποίηση και στις οικονομικές  και οικολογικές κρίσεις που γέννησε και γεννά. Μια στρατηγική με την οποία θα επιδιώξουμε τη στροφή σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη, οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής, που θα έχει σαν κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα και το δήμο και θα στηρίζεται στην ομοσπονδιοποίηση δήμων-περιφερειών-εθνών. Που θα  οικοδομούμε τις δομές της σε σχέση απόρριψης, αντιπαράθεσης και ρήξης με τις δομές του κεντρικού κράτους και του εταιρικού τρόπου παραγωγής και διανομής. Είναι μια στρατηγική στα πλαίσια της γενικότερης πρότασης της «Από-ανάπτυξης», που αρχίζει και διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια.

Όλα αυτά τα χρόνια κάποιοι προσπαθούσαμε να υλοποιήσουμε  κάποιες πλευρές αυτής της πρότασης, σαν επιλογή,  και σαν τρόπο ζωής. Αυτοί οι πειραματισμοί ενός μικρού κινήματος μέχρι τώρα στην Ελλάδα, αλλού είναι αρκετά αναπτυγμένοι. Στην Αυστραλία π.χ, σχεδόν το 30% του πληθυσμού αφήνει πίσω τον μέχρι τώρα τρόπο ζωής του και επιλέγει ένα αποκεντρωμένο στηριγμένο στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα νέο τρόπο ζωής και δράσης. Αν λοιπόν από ανάγκη στραφούν προς αυτούς τους κοινωνικούς πειραματισμούς, πλατύτερα κοινωνικά στρώματα, τότε υπάρχουν πολλές δυνατότητες να λυθεί και το κοινωνικό και το οικολογικό πρόβλημα. Είναι μια επιλογή που θα μπορούσε να αποδειχθεί λύση για την επιβίωση, ιδίως των νέων σήμερα, αλλά και των επερχόμενων γενεών.
 
Τι προτείνετε ακριβώς;

Ads

Μια δυνατότητα εξόδου και από τις οικονομικές  και από τις οικολογικές κρίσεις. Η θεσμοθέτηση των δομών της αποκεντρωμένης, οικολογικής κοινωνίας της ισοκατανομής και της εγγύτητας, θα οδηγήσει τους ανθρώπους και τις κοινοτικές τους συλλογικότητες  να επαναπροσδιορίσουν τις ανάγκες τους, να ελέγξουν τη ζωή, το χρόνο τους –εργασιακό και ελέυθερο- και την οικονομία. Να αναβαθμίσουν τη ποιότητας ζωής, πρόνοιας και περιβαλλοντικής προστασίας. Να αποκαταστήσουν το αίσθημα ασφαλείας για το μέλλον, στα πλαίσια ενός ισορροποιημένου οικοσυστήματος. Απορρίπτοντας τον ανταγωνισμό, σαν διαδικασία ανάπτυξης και δίνοντας έμφαση στη συνεργασία-αλληλεγγύη θα μπορέσουν να πετύχουν την ισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα με απεξάρτηση από τις αγορές και το χρήμα. Θα εμπνευσθούν για να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα και μια νέα αυτοκαθοριζόμενη κοινωνία, ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία, σε σχέση απόρριψης, αναδιάρθρωσης και ρήξης με τα μεγασυστήματα της παγκοσμιοποίησης και του κεντρικού εθνικού κράτους.

Με αυτή την έννοια δεν έχει να κάνει και πολύ με τις απόψεις που αναφέρονται γενικά με τον όρο «τοπικισμός», γιατί ο στόχος δεν είναι να δημιουργηθούν τοπικές νησίδες, αλλά να δημιουργηθεί-αν ποτέ δημιουργηθεί, γιατί αυτό θα πρέπει να είναι επιλογή ικανών κοινωνικών πλειοψηφιών-η παγκόσμια κοινότητα των κοινοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα;
Προτείνεται, με τη μορφή σκιαγράφησης,  ένα « πρόγραμμα μετάβασης», που αφορά περισσότερο στην ελληνική κοινωνία, αν βρεθεί σε κατάσταση μετάβασης. Ελπίζουμε ότι θα βρεθεί σύντομα, αν θελήσει βέβαια να απορρίψει το μέλλον που της ετοιμάζει το σημερινό εγχώριο και παγκόσμιο σύστημα εξουσίας(βλέπε δικομματικό σύστημα-τρόικα-μνημόνια-Ε.Ε, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, «αγορές» κ.λπ.).
Προτείνεται περιληπτικά:

  • Να  αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης.
  • Να μετατρέψουμε τη χώρα σε ζώνη οικο-βιο-γεωργίας και ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένα με ποιοτικά προϊόντα που θα έχουν και συγκριτικό πλεονέκτημα(αυτάρκεια-ΠΟΠ κ.λ.π.). Να  αναβλαστήσουμε τα καμένα δάση, να αποκαταστήσουμε τις λίμνες ,τα ποτάμια, τους βιοτόπους(έλη), τις παραλίες.
  • Να ξαναγίνουμε αγροτική κοινωνία των κάθε είδους μικροπαραγωγών, όχι των 10ετιών του 50-60, αλλά των πολυλειτουργικών  οικο-αγροτών , οικο-παραγωγών-χειροτεχνών
  • Να αποκαταστήσουμε στη διατροφή μας το μεσογειακό διατροφικό μοντέλο με μείωση της κατανάλωσης κρέατος
  • Να συρρικνώσουμε το συγκεντρωτικό κράτος μεταφέροντας δικαιοδοσίες και πόρους προς μια όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση και κοινωνία.

Πιο συγκεκριμένα να στραφούμε σε:

  • Οικοτουρισμό, ηλεκτροκίνηση, εξοικονόμιση ενέργειας, αποκεντρωμένες ΑΠΕ, ενεργειακή αυτονομία δήμων με δημοτικοποίηση μονάδων παραγωγής και δικτύου διανομής ενέργειας.
  • Τοπικά βιομηχανικά οικοσυστήματα(απόβλητα μονάδων, επεξεργάσιμη ύλη για άλλες). Επανασύσταση της κλωστοϋφαντουργίας-βιομηχανίας ζάχαρης κ.λπ.
  • Εσωτερική μετανάστευση με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης. Οικο-κοινότητες με τη μορφή διευρυμένων οικογενειών(όχι γενετικής συγγένειας, αλλά ιδεολογικής συγγένειας), κύτταρα των μελλοντικών χωρικών κοινοτήτων-δήμων.
  • Ομάδες παραγωγών, συνεταιριστικές-συνεργατικές δομές παραγωγωαναλωτών για απευθείας διακίνηση χωρίς μεσάζοντες, συνεταιριστικά-συνεργατικά μικρά μαγαζιά, δίκτυα διανομής και ανταλλαγής προϊόντων-υπηρεσιών με τοπικά νομίσματα.
  • Να στηριχθούμε περισσότερο στα συλλογικά και κοινωνικά αγαθά προωθώντας από τώρα την κοινωνική οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης.

 
Και όλα αυτά πως θα γίνουν και από ποιους;

Η απάντηση είναι η αυτό-οργάνωση  των πολιτών σε επίπεδο δήμων, περιφερειών και επικράτειας με την άμεση δημοκρατία σα μορφή διακυβέρνησης.
 Αυτό είναι και το πιο δύσκολο εγχείρημα, γιατί απαιτεί τη συμμετοχή των πολιτών. Στη κοινοβουλευτική δημοκρατία οι πολίτες έχουν αντιμετωπισθεί σαν ψηφοφόροι-όταν ψηφίζουν, γιατί πολλοί απέχουν. Και σαν καταναλωτές-ιδιώτες κομματικών προγραμμάτων. Θα χρειασθεί να ξαναγίνουν πολίτες με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ώστε να διαμορφώσουν οι ίδιοι την πολιτική δημιουργώντας μια νέα δημόσια σφαίρα που θα στηρίζεται σε όσο γίνεται πιο αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και θεσμούς.
Ο κοινοβουλευτισμός και το κομματικό σύστημα διαμεσολάβησης και διακυβέρνησης έχει αποτύχει.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία που θέλουν να την επιβάλλουν παγκόσμια( θα προσπαθήσουν να διαδεχθεί τα αυταρχικά καθεστώτα και στον αραβικό κόσμο, για να αναφερθούμε και στην επικαιρότητα),  έχει απομυθοποιηθεί στα μάτια των νέων γενιών του «αναπτυγμένου» κόσμου, ιδίως στους «αδύνατους κρίκους», όπως η Ελλάδα. Οι «πλατείες» του καλοκαιριού, τα κινήματα του «δεν πληρώνω», το «κίνημα της πατάτας», για να αναφέρουμε τα πιο γνωστά, αλλά και άλλα που δεν είναι τόσο γνωστά, όπως οι τοπικές ριζοσπαστικές δημοτικές κινήσεις πολιτών, τα «δίκτυα ανταλλαγών», «τα τοπικά νομίσματα», οι «οικο-γιορτές», οι «οικο-κοινότητες» κ.λπ., είναι «ένας άλλος κόσμος που είναι εδώ» και εφαρμόζουν στα πλαίσιά τους την άμεση δημοκρατία. Γιατί αυτό να μη γίνει γενικότερος κοινωνικός πειραματισμός; Μια κοινωνία σε κίνηση και μετάβαση μπορεί να εφεύρει διαδικασίες και θεσμούς που σήμερα δε μπορούμε ούτε να φαντασθούμε.

Η αντιπροσώπευση μέσω των σύγχρονων επαγγελματιών πολιτικών και των κομμάτων εξουσίας στη χώρα, προάγοντας τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών, έχει απογοητεύσει σε μεγάλο βαθμό τους πολίτες που στην πλειονότητά τους ανήκαν μέχρι τώρα στη μεσαία τάξη και τώρα πλέον ξεβολεύονται περνώντας τα επόμενα χρόνια στους «από κάτω».  Γι αυτό και υπήρχε «αποστράτευση» από την πολιτική- κομματική δράση, ακόμα και στους γόνους των «από κάτω».  Έτσι υπάρχει και κρίση του κομματικού γενικότερα συστήματος και όχι μόνο των κομμάτων εξουσίας. Γι αυτό οι πολίτες σε μια σειρά τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων ψήφισαν με τον τρόπο τους τον «κανένα».

Για να επιστρέψει, ιδίως ο νέος πολίτης, στα «κοινά», θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα νέο είδος πολιτικής, που θα τον μετατρέψει από καταναλωτή των «κομματικών προγραμμάτων», σε συνδιαμορφωτή της. Που θα τον συγκινήσει και θα τον εμπνεύσει, που θα του επιτρέψει να βρει ένα σταθερό σημείο αναφοράς και να ονειρευτεί ξανά ένα καλύτερο κόσμο με ένα καινούργιο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Ένα ξεκίνημα που δεν θα ελέγχεται πάλι από τις καπιταλιστικές οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, μέσα από μια κεντρική εξουσία και ιεραρχία.

Η Τοπικοποίηση θεωρεί ότι ο ευνοϊκότερος χώρος για τη δημιουργία αυτής της νέας πολιτικής και των νέων θεσμών, είναι ο χώρος της τοπικής κοινωνίας(όπου ο καθένας ξέρει λίγο ως πολύ τον άλλο και μπορεί να του έχει εμπιστοσύνη ή όχι), του Δήμου και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Του Δήμου, που περιλαμβάνει την τοπική πόλη και τη γύρω από αυτήν ύπαιθρο. Εδώ είναι δυνατή η άρνηση του συγκεντρωτισμού και του γιγαντισμού που εκφράζει η σύγχρονη «πολιτεία» και το κεντρικό κράτος, καθώς και οι μηχανισμοί της Παγκοσμιοποίησης και των πολυεθνικών σήμερα. Εδώ θα είναι πιο εύκολη η δημιουργία ενός συνειδητού μαζικού πολιτικού κινήματος με τους παραπάνω στόχους για την εγκαθίδρυση- στο μεταβατικό στάδιο- συνελεύσεων κάθε είδους: γειτονιών-κοινοτικών-δημοτικών-θεματικών-στους τόπους εργασίας και εκπαίδευσης κ.λπ. Από εδώ θα είναι δυνατόν να περάσουμε στην άμεση δημοκρατία-στην ουσία της δημοκρατίας χωρίς κάποιο επίθετο μπροστά.
 
Τι σχέση έχει η Τοπικοποίηση με την Από-ανάπτυξη;
 
Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος που δέχεται τη πιο σκληρή επίθεση των κερδοσκοπικών παγκόσμιων κεφαλαίων, λόγω της μανίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, για ανάπτυξη και «εκσυγχρονισμό» με κάθε κόστος. Βρίσκεται σε αδιέξοδο εξαιτίας της μανίας της για γέ­φυρες λιμάνια, δρόμους αεροδρόμια και στάδια και Ολυμπιακούς, με δάνεια. Σε oλόκληρη τη μεταπoλεμική περίoδo μόvo τo 15% τωv συvoλικώv επεvδύσεωv παγίoυ κεφαλαίoυ στρεφόταv στη μεταπoίηση, εvώ τo 42% τωv ιδιωτικώv επεvδύσεωv στρεφόταv στις κατoικίες και τα 2/3 τωv δημoσίωv στηv υπoδoμή. Εκεί που διέπρεψε ήταν η ναυτιλία με τα «κινητά φουγάρα» της τα πλοία, αλλά αναλαμβάνοντας τις παγκόσμιες μεταφορές και έχοντας αλλού τις έδρες της δεν ενδιαφέρθηκε για την εσωτερική «βιομηχανική ανάπτυξη» μετατρεπόμενη σε κομμάτι της διεθνούς ελίτ, που βλέπει τη χώρα σαν «κατάκτηση».

Και δεν μαθαίνει από τα λάθη. Θέλει κι άλλο από τα ίδια με καινούργια δάνεια, με φαστ-τρακ ανά­πτυξη και ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των συλλογικών αγαθών-όπως το νερό και η ενέργεια- για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για «ανάπτυξη».

Σε παγκόσμιο επίπεδο τώρα. Δε μπορούν να ζητούν διαρκώς από την οι­κονομία να αυξάνεται για να ξεπληρώνουν τόκους του παρελθόντος βάσει δανείων που προϋπέθεταν ότι η οικονομία θα αυξάνεται!  Η οικονομία δεν είναι δυνατόν να αυξάνεται επ’ αόριστον σε έναν πλανήτη με φυσικά όρια. Η καμπύλη της οικονομίας δε μπορεί να είναι εκθετική, να πηγαίνει προς το άπειρο, όπως έχουν παραδεχθεί πια και πολλοί διεθνείς οικονομολόγοι. Μπορούν να παίρνουν ό,τι δάνεια θέλουν από το μέλλον και να βάζουν ό,τι επιτόκια θέλουν, αυτό δεν σημαίνει ότι ο πλανήτης θα υπα­κούσει στις φαντασίες τους.

Οι ιδιώτες επενδυτές-αγοραστές των κρατικών ομολόγων και οι παγκόσμιοι παίκτες, έπαιξαν και έχασαν. Πίστευ­αν ότι η οικονομία θα αναπτύσσεται για πάντα, προσδοκούσαν μεγάλα κέρδη, αλλά στο επιχειρηματικό καπιταλιστικό παιγνίδι είναι αποδεκτές και οι ζημίες. Γιατί αυτές θα πρέπει να κοινωνικοποιηθούν; Μήπως κοινωνικοποιούνται τα κέρδη τους; Το αντίθετο φοροδιαφεύγουν κιόλας με την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων τους. Η κρίση των δημοσιονομικών χρεών θα πρέπει να λυθεί υπέρ των κοινωνιών και όχι για άλλη μια φορά υπέρ των «από πάνω». Απαιτείται συντονισμένη δράση των κινημάτων των πολιτών λοιπόν στις υπερχρεωμένες χώρες για στάση πληρωμών και, εν τέλει, εξάλειψη του χρέους.

Αλλά το κίνημα αυτό δεν θα πρέπει να προτείνει μόνο την εξάλειψη του χρέους. Θα πετύχαινε απλά τη μερική συρρίκνωση του όγκου του κυκλοφορούντος χρήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτός ο όγκος υπολογίζεται ότι είναι πάνω από το δεκαπλάσιο των παραγόμενων αξιών της πραγματικής παγκόσμιας οικονομίας (κυκλοφορούν με διάφορες μορφές πάνω από 600-700 τρισεκατομμύρια εκφρασμένα σε δολάρια, ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι γύρω στα 50-60 τρισεκατομ. δολάρια). Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός –με την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου-έχει μετατρέψει το χρήμα-από μέσο ανταλλαγής- στο κατεξοχήν εμπόρευμα με την διακίνηση του οποίου μεγιστοποιεί τα κέρδη, κερδίζοντας φυσικά πάλι χρήμα.

Η μεγαλύτερη φούσκα είναι αυτή: του υπέρμετρου όγκου του χρήματος και κανείς από τους ιθύνοντες του καπιταλισμού δεν γνωρίζει πια πως θα ξεφουσκώσει. Η απορρύθμιση και η απελευθέρωση των «αγορών» έχει μετατρέψει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε χαοτικό. Και το γεγονός αυτό οδηγεί στη συνέχεια το «όλον» σύστημα σε συστημική κρίση.

Η κρίση χρεών είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου και στηρίζεται στο γεγονός της «εξάρτησης» όλων μας-μαζί και της οικονομίας-από το χρήμα. Όπως οι «τζάνκυ», έτσι και η πραγματική καπιταλιστική οικονομία, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη «δόση» χρήματος για να λειτουργήσει. Είναι μια αντίφαση που δεν μπορεί να επιλυθεί ομαλά και με συναίνεση των μεσαίων τάξεων, όπως γινόταν μέχρι σήμερα.

Το κίνημα λοιπόν αυτό θα πρέπει ταυτόχρονα να προωθήσει την «απεξάρτηση» από αυτό το είδος χρήματος που συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια. Ειδικά για την Ελλάδα να απορρίψει με κάθε μέσον την πλήρη εξάρτηση από τις τράπεζες και τις πολιτικές του μνημονίου που ετοιμάζει η κυβέρνηση με την υποχρέωση συναλλαγών μόνο με ηλεκτρονικό χρήμα (κάρτες). Να επιλέξει και να προσπαθήσει να συνδιαμορφώσει την ήδη διατυπωμένη πρόταση της αποανάπτυξης, που είναι μια πρόταση ξεπεράσματος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, ξεπεράσματος των τρόπων ζωής που τον συνοδεύουν. Είναι και μια πρόταση ξεπεράσματος της σημερινής συστημικής κρίσης.

Η κατεύθυνση της αποανάπτυξης προτείνει να στηριχθούμε στην αυτοδυναμία και αυτάρκεια –όσο γίνεται περισσότερο-περιοχών και χωρών και στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους. Αυτό δεν θα οδηγεί μελλοντικά σε ελλείμματα. Για παράδειγμα: ζούμε σε μια χώρα που το 40% των διατροφικών της αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές. Μέσα σε 30 χρόνια η Ελλάδα από εκεί που είχε θετικό εμπορικό ισοζύγιο βρέθηκε σήμερα να εισάγει πολλά τρόφιμα- που σημειωτέον καταναλώνει και εκτός εποχής- και να έχει αρνητικό ετήσιο ισοζύγιο ύψους3 έως 4,5 δις Ε τα τελευταία χρόνια, το οποίο συμβάλλει στην διόγκωση του χρέους . Αυτό έγινε γιατί είχαμε όλα αυτά τα χρόνια παρακμή της υπαίθρου, γήρανση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού και μέσω των επιδοτήσεων της ΕΕ ευνοήθηκαν οι μεγάλες καλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η παραγωγή εξελίχθηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και όχι για να ικανοποιεί τις διατροφικές ανάγκες και τις ανάγκες ένδυσης της χώρας.

Θα χρειασθεί λοιπόν να επιστρέψουμε στην «αγροτική» οικο-γεωργία, που θα ικανοποιεί τις βιοτικές ανάγκες της αλυσίδας: αγρότης-κοινότητα-περιοχή-χώρα και δεν θα στηρίζεται στην εταιρική παραγωγή, αλλά θα απαιτεί τον «πολυλειτουργικό» αγρότη με ολοκληρωμένα αγροκτήματα με πολλά διαφορετικά είδη ζωντανών-ζωϊκών,φυτικών, με βελτιωμένο έδαφος και περιβάλλον, με ντόπια βιοποικιλότητα, με μεταποίηση-διάθεση προϊόντων με κοινοτίστικη αντίληψη για αναζωογόνηση της υπαίθρου… Αυτό προτείνει η τοπικοποίηση για τον αγροδιατροφικό τομέα για παράδειγμα. Έτσι δεν θα έχουμε ελλείμματα και με δίκαιο εμπόριο μπορούμε να εξασφαλίζουμε ότι δεν παράγουμε οι ίδιοι και μας είναι απαραίτητο(δεν μας είναι απαραίτητα τα αχλάδια Αργεντινής το χειμώνα π.χ., αλλά μας είναι απαραίτητος ο καφές που δεν παράγουμε στη χώρα).
Και βέβαια δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε, αλλά θα πρέπει να διακηρύξουμε και να επιδιώξουμε και το: δεν θέλουμε ούτε χρειαζόμαστε τη δουλειά και τα λεφτά τους.

Με αλλαγή νοοτροπίας και σαν πολίτες και σαν κοινωνία γενικότερα. Να  θέσουμε τις βάσεις για μια τέτοια υπέρβαση:

1) Να μη θεωρούμε φτώχεια την έλλειψη του συμβατικού τους χρήματος για να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας μόνο μέσω των σημερινών αγορών τους. Να μη νοιώθουμε άχρηστοι επειδή δεν μας εξασφαλίζουν μια θέση μισθωτής εργασίας στις εταιρικές επιχειρήσεις τους.
2) Θα χρειασθεί να επαναπροσδιορίσουμε τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους-όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα- επιδιώκοντας την ευημερία «ατομικής λιτότητας» με την «συλλογική αφθονία». Με την αυτοανάπτυξη και την αυτοπραγμάτωσή μας.
Μα πολλοί θεωρούν σήμερα ότι με τις πολιτικές των μνημονίων, το ίδιο επιδιώκουν και οι νεοφιλελεύθεροι, για τις νότιες χώρες της ευρωζώνης.

Βέβαια, σήμερα και ειδικά για την Ελλάδα, η γενικότερη πρόταση για την αποανάπτυξη, κινδυνεύει να γίνει αντιληπτή, σαν δεκανίκι του «από-αναπτυσσόμενου καπιταλισμού».  Αυτό θα επιδιώξει στο επόμενο διάστημα, δηλαδή τη συρρίκνωση των μεσοστρωμάτων και τον περιορισμό του καταναλωτικού μοντέλου, ώστε να αφορά πλέον μόνο τις οικονομικές ελίτ στη δύση, ξεκινώντας από τους αδύνατους κρίκους της Ν. Ευρώπης(με πρώτη την Ελλάδα).  Ο κίνδυνος να κατηγορηθεί ότι η από-ανάπτυξη με τη ρητορική της λιτότητας, προτείνει την «πτώχευση της κοινωνίας» και ότι θέλει να «χρυσώσει το χάπι» για τους «νεόπτωχους» είναι αυτονόητος. Αλλά αυτή η κατηγορία θα μπορεί να βρει ερείσματα στην κοινωνία μόνο, αν δεν διακηρύξει ρητά και αν δεν επιδιώξει πρακτικά, το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα και δεν προετοιμασθεί ταυτόχρονα για κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς.

Για ανταγωνισμούς όμως που δεν θα έχουν και πολύ σχέση με τους παλιούς διαχωρισμούς «της πάλης των τάξεων». Η υπέρβαση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και παραγωγής και των τρόπων ζωής, που το συνοδεύουν, θα συναντήσει αντιστάσεις σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Δεν μιλάμε μόνο για την ελίτ του 1-2%, αλλά ιδιαίτερα για τα μεσοστρώματα, που θα επιμένουν στην άνοδό τους στους «από πάνω», για να συνεχίζουν ή να αρχίσουν(όπως στη Ν.Α. Ασία) να καταναλώνουν όπως μέχρι σήμερα. Μιλάμε και για όσους σημερινούς «από κάτω» συμμετέχουν στους «κοινωνικούς αγώνες» με στόχο την πρόσβαση στον μέχρι τώρα υπάρχοντα καπιταλιστικό πλούτο και δεν αμφισβητούν τον χαρακτήρα αυτού του πλούτου, που είναι στην ουσία αρπαγή και δάνεια από τις δυνατότητες επιβίωσης των μελλοντικών γενεών σε αυτόν τον πλανήτη. Μπορεί ο Έλληνας εργάτης ή υπάλληλος να έχει σοβαρούς λόγους να ζητά καλύτερο μισθό, αλλά αν το κάνει π.χ. για να μπορεί να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο ή τηλεόραση ή κινητό ή για να πληρώνει το ιδιωτικό σχολείο του παιδιού του, τότε θα συμβάλει στην «ανάπτυξή τους» και στις ολέθριες συνέπειες για την κοινωνία και το περιβάλλον.

Άλλο να αποδεχθείς τη λιτότητα για να βελτιωθούν ποιοτικά οι συνθήκες της ζωής σου στο διάστημα μετάβασης προς την κοινωνία που προαναφέραμε, και άλλο να σου την επιβάλλουν αναγκαστικά οι ελίτ για το ίδιο διάστημα, ώστε να ανακάμψει ο έλεγχος των παραγωγικών σχέσεων και η αύξηση των κερδών από τη μεριά τους, μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας και την «εφεδρεία» της εργατικής δύναμης.

Η κατεύθυνση της αποανάπτυξης με τη στρατηγική της τοπικοποίησης, για να ελπίζει ότι η πρότασή της θα γίνει αποδεκτή από την κοινωνική πλειοψηφία-και δεν θα αφορά μόνο σε κάποιες μειοψηφίες που την επιλέγουν συνειδητά-  θα πρέπει να υπάρξει μια προσέγγιση . Μια προσέγγιση ανάμεσα στους αγώνες που γίνονται για να βελτιωθεί η θέση των εκμεταλλευομένων και καταπιεσμένων και στις συνειδητές προσπάθειες για το ξεπέρασμα του κοινωνικού μοντέλου που στηρίζεται στην υπερβολική ατομική κατανάλωση.

Σε αυτό βοηθά το γεγονός ότι από τη μια συρρικνώνεται το κοινωνικό κράτος πρόνοιας και άρα δεν θα μπορούν να ικανοποιούνται πια αιτήματα σοσιαλδημοκρατικού τύπου και από την άλλη ότι το κεντρικό κράτος θα παίζει το ρόλο κύρια του μηχανισμού καταστολής και ελέγχου. Έτσι όλο και περισσότεροι πολίτες θα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται ένα τέτοιο κράτος.
Αυτό θα συμβεί αν βρεθεί το κοινό σημείο για στήριξη στο συλλογικό τρόπο παραγωγής και κατοχής μέσων –για συλλογική κατοχή της γης για παράδειγμα. Μόνο αν υπάρξει στήριξη της συλλογικής κατανάλωσης των περιορισμένων –τοπικά και πλανητικά-συλλογικών κοινωνικών και φυσικών αγαθών και πόρων. Μόνο τότε, μπορεί να υπάρξει ελπίδα για μια μελλοντική ευημερία (με “λιτή αφθονία”). Αν η  αυτοανάπτυξη-αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων θα τους μετατρέψει σε μελλοντικά πρόσωπα ,ξεπερνώντας τη «θρυμματισμένη» συνείδηση του σημερινού νεωτεριστικού ατόμου.