Όπως είναι γνωστό, το ελληνικό κράτος ξοδεύει κάθε χρόνο δεκάδες δισεκατομμύρια περισσότερα από όσα διαθέτει. Όταν έκλεισαν οι πόρτες των αγορών, η Ελλάδα συνέχιζε να χρειάζεται δανεικά για να επιβιώνει, καθώς ήταν αδύνατο να εκμηδενίσει στα 36 δισεκατομμύρια που της έλειψαν το 2009. Έτσι το 2010, παρά τα μέτρα λιτότητας, η Ελλάδα χρειάστηκε να δανειστεί 23.5 δις ευρώ. Αφαιρώντας τις πληρωμές των τόκων, έλειπαν από τον προϋπολογισμό περίπου 10 δις για εσωτερικές ανάγκες .

Ads

Την άνοιξη του 2010 ουσιαστικά κανείς δεν δάνειζε χρήματα στην Ελλάδα. Οι μόνοι που δέχτηκαν να το κάνουν ήταν το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ), η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). και η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ). Φυσικά δεν το έκαναν επειδή αγαπούσαν τους Έλληνες αλλά γιατί έκριναν ότι η μη διάσωση της Ελλάδας θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα από τη διάσωσή της.

Η Ελλάδα για να πάρει το δάνειο έπρεπε να δεχτεί τους όρους των δανειστών. Ανεξάρτητα από το αν οι όροι αυτοί ήταν σωστοί και ανεξάρτητα από το αν η ελληνική κυβέρνηση τους διαπραγματεύθηκε ικανοποιητικά, κανείς δεν διατύπωσε μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση για το πού θα μπορούσαν να βρεθούν τα χρήματα που έλειπαν. Ούτε κανείς υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμηδενίσει το πρωτογενές, έστω, έλλειμμά της μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να μη χρειάζεται δανεικά.
 
Πολλοί είχαν ισχυριστεί τότε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βρει χρήματα από την Κίνα και τη Ρωσία, και έτσι να αποφύγει τους όρους των ευρωπαίων και του ΔΝΤ. Ανάμεσά τους ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιώργος Κασιμάτης, οι οποίοι διακήρυτταν τα ακόλουθα:
 
«Πληροφορίες που έχουν δημοσιευθεί και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο αναφέρουν ότι η Ελλάδα ευρισκόμενη σε κακή οικονομική κατάσταση και στα πρόθυρα πτωχεύσεως, δέχθηκε προ καιρού προτάσεις

  1. Από την Κίνα η οποία λέγοντας ότι θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα, μας προτείνει: να μας ξεπληρώσει η Κίνα όλο το δημόσιο χρέος, χωρίς ανταλλάγματα (τι είναι το χρέος της Ελλάδας για τις οικονομικές δυνατότητες της Κίνας;) Να μας δανείσει όποιο ποσό είναι αναγκαίο για την λειτουργία της χώρας, με 1% (έναντι 6.7% των Γερμανών)  Να μας στείλει όσους τουρίστες θέλουμε ή έστω όσους έχουμε την υποδομή να φιλοξενήσουμε.Η απάντηση της κυβέρνησης: Όχι, δεν χρειαζόμαστε βοήθεια!
  2. Από την Ρωσία για οιαδήποτε βοήθεια, οικονομική και με προϋπόθεση να ενεργοποιηθεί η συμφωνία του περίφημου αγωγού και να της δοθεί η δυνατότητα επισκευής πολεμικών της πλοίων στην Σύρο (όπως ήταν και παλαιότερα με τα «εμπορικά» της πλοία). Η απάντηση της κυβέρνησης; Όχι, δεν συμφωνούμε!»

Οι παραπάνω ισχυρισμοί, που έγιναν πιστευτοί από πάρα πολλούς, όχι απλώς δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, αλλά διαψεύστηκαν πολλές φορές από την πραγματικότητα. Κανείς δεν εμπόδισε την Κίνα και τη Ρωσία να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, όσο αυτά βρίσκονταν στις αγορές και να απολαύσουν τις μεγάλες αποδόσεις που προσέφεραν. Η Κίνα μπορούσε κάλλιστα να δανείσει την Ελλάδα με επιτόκια γύρω στο 10% και να πετύχει δεκαπλάσια απόδοση από 1%, που δήθεν μας πρόσφερε. Βεβαίως και δεν το έκανε, επειδή έκρινε ότι δεν τη συνέφερε.
 
Το κινεζικό κράτος έχει, πράγματι, αρκετά διαθέσιμα κεφάλαια και δανείζει τις δυτικές χώρες. Τα κεφάλαια αυτά περισσεύουν λόγω της μειωμένης ιδιωτικής κατανάλωσης, που ανέρχεται μόλις στο 30% του ΑΕΠ (έναντι 72% της Ελλάδας), καθώς ο κινεζικός λαός ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Οι μόνοι που καταναλώνουν είναι οι Κινέζοι νεόπλουτοι, οι οποίοι έχουν σώσει την βιομηχανία ειδών πολυτελείας της δύσης.
 
Η Κίνα προσέχει πολύ την τοποθέτηση των χρημάτων της, έχει μάλιστα δικό της οίκο αξιολόγησης, ο οποίος είχε και αυτός υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, όπως και της Γαλλίας αργότερα. Οι Κινέζοι όχι απλώς δεν δάνειζαν τους Έλληνες, αλλά συμβούλευαν και όλους τους άλλους να μη το κάνουν.
 
Θα πρέπει να είναι κανένας αφελής για να πιστέψει ότι η κινεζική ηγεσία, που καταδικάζει το λαό της σε εξαθλίωση για να επενδύει στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, θα χάριζε τα χρήματά της στους Έλληνες. Θα επιδοτούσε, δηλαδή, την κατανάλωση των Ελλήνων τη στιγμή που στερεί από την πλειοψηφία του λαού της βασικά αγαθά. Και γιατί να ξεπληρώσει χωρίς ανταλλάγματα η Κίνα όλο το δημόσιο χρέος μόνον της Ελλάδας και όχι της φτωχότερης Πορτογαλίας -που είναι πολύ μικρότερο από το ελληνικό- ή της Ισπανίας;
 
Όσο για τη Ρωσία, όχι μόνον δεν προσφέρθηκε να δανείσει την Ελλάδα, αλλά ως μέλος του ΔΝΤ ήταν αντίθετη με την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας στην Ελλάδα, με τη νέα συμφωνία τον Ιανουάριο του 2012. Επίσης τη βλέπουμε να αρνείται να πουλήσει πετρέλαιο επί πιστώσει στα ελληνικά διυλιστήρια, τα οποία είναι κερδοφόρες και φερέγγυες επιχειρήσεις, εξαιτίας των κινδύνων που διαβλέπει για το ελληνικό κράτος. Η στάση της είναι ενδεικτική για το πώς αντιλαμβάνεται το ελληνικό πρόβλημα. Αν δούμε και την απροκάλυπτη επέμβασή της στα εσωτερικά της χώρας στην υπόθεση της σύλληψης του ηγούμενου Εφραίμ, καταλαβαίνουμε πολλά για το πώς αντιμετωπίζει η Ρωσία την Ελλάδα.
 
Οι δανειστές της Ελλάδας κατηγορούνται για πολλά και πρώτα απ’ όλα για τοκογλυφία. Τοκογλύφος είναι αυτός που επιβαρύνει με υπέρογκα επιτόκια εκείνους που δεν μπορούν να βρουν πιστώσεις στο επίσημο τραπεζικό σύστημα. Η Ελλάδα αν ήθελε να δανειστεί από τις αγορές το 2010 θα έπρεπε να πληρώνει επιτόκια πάνω από 10%, ενώ αργότερα γύρω στο 30%. Υπό την προϋπόθεση ότι θα έβρισκε κάποιους πρόθυμους να την δανείσουν. Τα επιτόκια του μηχανισμού διάσωσης ήταν γύρω στο 4-5%, πολύ μικρότερα από τα επιτόκια των αγορών και σε καμιά περίπτωση τοκογλυφικά. Μάλιστα δύο χώρες με μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στο μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας το 2011, η Ιταλία και η Ισπανία, δανείζονταν με 7% και δάνειζαν την Ελλάδα με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο καταγράφοντας άμεσες ζημιές σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για την οικονομία τους.
 
Βέβαια όσο μικρότερο είναι το επιτόκιο τόσο πιο εύκολο είναι για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την κρίση. Και είναι αλήθεια ότι χώρες που δανείζονται φθηνά, όπως η Γερμανία, έχουν κέρδος από το δανεισμό της Ελλάδας, αναλαμβάνουν όμως ένα ρίσκο γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο χρεοκοπίας ή αδυναμίας της Ελλάδας να εκπληρώσει τους όρους του δανείου.
 
Όσοι κατηγορούν τη Γερμανία για τοκογλυφία, παραβλέπουν το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα που δίνει στην Ελλάδα στο εσωτερικό της χώρας της και ιδιαίτερα σε περιοχές της πρώην ανατολικής Γερμανίας που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Με δεδομένη την υψηλή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας και τα πολλά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, η απόδοση των δεκάδων δισεκατομμυρίων που λαμβάνει η Ελλάδα θα ήταν πολλαπλάσια για τη Γερμανία αν η επένδυση γινόταν στο γερμανικό έδαφος.
 
Η Γερμανία επίσης κατηγορείται ότι συνέβαλε στην ελληνική χρεοκοπία μέσα από τις εξαγωγές της προς στην Ελλάδα, οι οποίες είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες εισαγωγές της από τη χώρα μας. Η Ελλάδα παρουσιάζει τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που το 2008 άγγιξε το 15% του ΑΕΠ. Η σχέση εισαγωγών/εξαγωγών είναι αρνητική, όχι μόνο απέναντι στη Γερμανία αλλά και απέναντι σε μια σειρά από άλλες χώρες. Είναι φανερό ότι για την ελληνική υστέρηση δεν ευθύνονται οι χώρες αυτές, αλλά η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μια από τις κύριες αιτίες της κρίσης.
 
Η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του 2007, προερχόμενα από την «ντόιτσε μπούντεσμπανκ», απορροφά μόλις το 0.8% των εξαγωγών της Γερμανίας, που μεταφράζεται σε 8 δις ευρώ. Μετά την αφαίρεση των ελληνικών εξαγωγών προς την Γερμανία η διαφορά στις συναλλαγές των δύο χωρών ήταν 5.9 δις σε βάρος της Ελλάδας και αποτελεί μόνο ένα μικρό μέρος του ελληνικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που τη χρονιά εκείνη έφτασε στα 32.4 δις ευρώ.
 
Οι εξαγωγές της Γερμανίας κατηγορήθηκαν επίσης και για τα προβλήματα των άλλων δύο χωρών της ευρωζώνης που μπήκαν στο μηχανισμό στήριξης. Η Πορτογαλία απορροφά το 0.84% των γερμανικών εξαγωγών (8.3 δις ευρώ), ενώ η Ιρλανδία έχει θετικό ισοζύγιο στις συναλλαγές της με τη Γερμανία. Οι εξαγωγές της Ιρλανδίας υπερβαίνουν τις εισαγωγές από τη Γερμανία κατά 11.1 δις ευρώ.
 
Μεγάλη αναφορά γίνεται στην προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού της Ελλάδας από τη Γερμανία, σε σχέση με τα ελληνικά χρέη. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα χρήματα που μας δίνουν οι Γερμανοί μας τα παίρνουν πίσω μέσα από τα όπλα που αγοράζουμε από αυτούς. Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο εθνικής άμυνας η Ελλάδα προμηθεύεται από τη Γερμανία το 20% των εξοπλισμών της, οι οποίοι το 2009 ήταν συνολικά 2.2 δις. Μιλάμε δηλαδή για ένα ποσό γύρω στα 440 εκατομμύρια ευρώ. Για το 2011 το ύψος των εξοπλιστικών υπολογίζεται στα 1.6 δις, οπότε μπορούμε να πούμε ότι στη γερμανική πολεμική βιομηχανία θα γυρίσουν περίπου 320 εκατομμύρια από τα δεκάδες δισεκατομμύρια που μας δανείζει η Γερμανία.
 
Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην Ελλάδα, στα τελευταία τριάντα χρόνια που είναι μέλος της ΕΕ εισέρευσαν μέσα από τις επιδοτήσεις της ΕΕ 203.5 δις ευρώ (σε σταθερές τιμές 2010) σύμφωνα με μελέτη της «γιούρομπανκ». Tα χρήματα αυτά προήλθαν από τη φορολογία των κατοίκων των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως της Γερμανίας. Οι επιδοτήσεις δεν δόθηκαν στην Ελλάδα από συμπάθεια αλλά από μια διευρυμένη αντίληψη του συμφέροντος των χωρών αυτών στο πλαίσιο της ΕΕ. Το πώς αξιοποιήθηκαν οι πόροι αυτοί από την Ελλάδα είναι ζήτημα μιας άλλης συζήτησης.
 
Συχνά ακούγεται και η άποψη ότι οι Γερμανοί θέλουν να φτωχύνουμε για να αγοράσουν την Ελλάδα «για ένα κομμάτι ψωμί». Στην ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο υπάρχουν χώρες πολύ πιο φθηνές από την Ελλάδα, με πάρα πολύ μικρό κόστος εργασίας και χαμηλή φορολογία. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να κάνουν επενδύσεις εκεί χωρίς να χρειάζεται να εκταμιεύσουν προκαταβολικά τόσες δεκάδες δισεκατομμύρια και να περιμένουν την Ελλάδα να φθηνύνει. Εξάλλου, αν ο σκοπός των Γερμανών είναι η πλήρης απαξίωση της Ελλάδας, ο σκοπός αυτός θα είχε επιτευχθεί άμεσα και ανέξοδα με την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
 
Η πραγματικότητα που δείχνουν τα παραπάνω στοιχεία δεν απαλλάσσει τη γερμανική κυβέρνηση από ενδεχόμενες ευθύνες στο ζήτημα της ελληνικής κρίσης. Η συζήτηση για τις ευθύνες αυτές θα πρέπει να γίνεται στη βάση λογικών επιχειρημάτων και όχι σαν ένας καταιγισμός κατηγοριών για να εξαχθούν βολικά συμπεράσματα.
 
Ορισμένοι δεν αρκούνται στις οικονομικές κατηγορίες εναντίον της Γερμανίας και μιλούν για αποικιοκρατία, ακόμη και για… γερμανική «κατοχή» στην σημερινή Ελλάδα. Οι απόψεις αυτές είναι, τουλάχιστον, ανιστόρητες. Αγνοούν την ιστορία και ως επιστήμη και ως βίωμα.
 
Εκτός όλων των άλλων, αποικιοκρατία και κατοχή στο οικονομικό πεδίο σημαίνει καταλήστευση του πλούτου της κατεχόμενης χώρας και τη μεταφορά του στη χώρα του κατακτητή. Έτσι γινόταν σε όλες τις αποικίες, έτσι έγινε και στην πραγματική γερμανική κατοχή της περιόδου 1941-1944. Τότε, όπως γνωρίζουμε, η Γερμανία, όχι απλώς διαχειρίστηκε προς το συμφέρον της τον πλούτο της Ελλάδας, αλλά και υποχρέωσε την Ελλάδα να της παραχωρήσει το λεγόμενο κατοχικό δάνειο. Δάνειο το οποίο ποτέ δεν έχει επιστραφεί και αποτελεί μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα.
 
Στην περίπτωση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας έχουμε ακριβώς το αντίστροφο δρομολόγιο από το κατοχικό δάνειο. Δεν φεύγουν χρήματα από την Ελλάδα, αλλά αντίθετα εισρέουν ξένα κεφάλαια στη χώρα και χρησιμεύουν στις πληρωμές που κάνει το δημόσιο, οι οποίες διαχέονται στην οικονομία, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο κατάρρευσης.
 
Οι δανείστριες χώρες δεν έχουν περίσσευμα χρημάτων στα θησαυροφυλάκιά τους. Φορολογούν τους πολίτες τους ή δανείζονται από τις αγορές και στη συνέχεια χρηματοδοτούν το ελληνικό κράτος. Την Ελλάδα δεν στηρίζουν με τα κεφάλαιά τους μόνο οι Γερμανοί. Τη στηρίζουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης ανάμεσά τους και η Κύπρος με τον κομμουνιστή πρόεδρό της Δημήτρη Χριστόφια. Αν ο μηχανισμός στήριξης είναι έγκλημα κατά της Ελλάδας και του ελληνικού λαού, τότε και η Κύπρος εγκληματεί. Κανένας όμως δεν κατηγόρησε, μέχρι στιγμής, την Κύπρο -που ποτέ δεν διαφώνησε στα όργανα της ΕΕ- για τοκογλυφία, αποικιοκρατία και κατοχή.
 
Μια πρόσθετη απόδειξη ότι τα περί κατοχής και αποικιοκρατίας είναι ανυπόστατα είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε τα περιθώρια να μην εφαρμόσει όσα είχε συμφωνήσει και οι υπουργοί της να παίζουν κρυφτούλι με την τρόικα. Το τραγικό είναι ότι η «αντίσταση» έγινε για να μη προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στα σημεία εκείνα που έθιγαν τους ευνοούμενους των πελατειακών σχέσεων, όπως ήταν το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και ο περιορισμός των προνομίων στον δημόσιο τομέα.
 
Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν διαχρονικά από ένα διάχυτο τυφλό αντιαμερικανισμό. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η φανερή χαρά και ικανοποίηση με την οποία υποδέχθηκαν την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 Έλληνες πολιτικοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ιερωμένοι. Πολλοί από εκείνους που πανηγύριζαν τότε βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς που μιλούν σήμερα για «κατοχή» και για «4ο ράιχ».
 
Από τη δεκαετία του 1990 ο εθνικισμός, γνώρισμα παλιότερα της ακροδεξιάς, είχε κατακτήσει μεγάλα κομμάτια της αριστεράς. Σε αντάλλαγμα η ακροδεξιά ασπάστηκε τον αντιαμερικανισμό, τη σημαία της αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανταλλαγή αυτή εξελίχθηκε την περίοδο που η Ελλάδα επιχειρούσε να βρεθεί στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ενταχθεί στο ευρώ.
 
Μετά το 2010, ο αντιαμερικανισμός αντικαταστάθηκε από τον αντιγερμανισμό. Θεωρούμενες σοβαρές εφημερίδες δημοσιεύουν στην πρώτη τους σελίδα φωτογραφίες της καγκελάριουΜέρκελ (Merkel) σε γκριμάτσες που θυμίζουν δράκουλα, για να υπονοήσουν ότι ετοιμάζεται να κατασπαράξει τους Έλληνες. Ο συναγωνισμός για το ποιος θα κάνει την πιο εντυπωσιακή δήλωση εναντίον των Γερμανών δεν έχει όρια και συχνά διολισθαίνει σε ρατσιστικά κηρύγματα, τα οποία βασίζονται στον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας, τη γονιδιακή κατάταξη των φυλών. Χαρακτηριστική είναι η θέση του Γιάννη Δημαρά: «αν είχατε μελετήσει Γκαίτε, για παράδειγμα, θα το ξέρατε. Στη χώρα μου οφείλετε το γεγονός ότι από άγριοι και απολίτιστοι Γότθοι μετατραπήκατε σε συντεταγμένο έθνος, μόνο που όπως φαίνεται η πρώτη σας ιδιότητα είναι γονιδιακή και δεν σας εγκαταλείπει».
 
Η ταύτιση της σημερινής δημοκρατικής Γερμανίας με το καθεστώς του Χίτλερ (Hitler) αποτελεί ένα εύκολο τρόπο για να εκφράσουν τα πρόσωπα της τηλεόρασης, διασκεδαστές και δημοσιογράφοι, το μίσος της κοινής γνώμης προς τη Γερμανία, που οι ίδιοι καλλιέργησαν. Η Όλγα Τρέμη «αστειεύτηκε» στο δελτίο ειδήσεων του 
«μέγκα» (3/2/2011) λέγοντας ότι οι Γερμανοί απαιτούν την εκτέλεση 150,000 δημοσίων υπαλλήλων στο Δίστομο, χρησιμοποιώντας ακόμη και τη μνήμη των θυμάτων για χάρη ενός θλιβερού αντιγερμανικού χιούμορ.
 
Οι Έλληνες, έχοντας διδαχθεί ότι βρίσκονται στο επίκεντρο του κόσμου, πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι τους χρωστούν τα πάντα. Η υπερηφάνεια αυτή χρησιμοποιείται ως άμυνα απέναντι στην πραγματικότητα. Οι Έλληνες έχοντας συλλογικά καλλιεργήσει σύνδρομα ανασφάλειας βλέπουν πίσω από κάθε αποτυχία τους συνωμοσίες των ξένων. Ακόμη και τη στιγμή που οι τεράστιες εσωτερικές ευθύνες είναι προφανείς, πολλοί εξακολουθούν να βλέπουν εχθρούς που θέλουν να εξαφανίσουν την Ελλάδα και να ταπεινώσουν τον «αδούλωτο» λαό της.

Ads

Πηγή: Προοδευτική Πολιτική