Ο Νίκος Πλουμπίδης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ήταν ο άνθρωπος που όντας καταζητούμενος  προσπάθησε να σώσει το Νίκο Μπελογιάννη. Ήταν ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο ΚΚΕ και την αντίσταση. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που με απόφαση του κόμματος που υπηρέτησε χαρακτηρίστηκε «πράκτορας της Ασφάλειας και των Άγγλων». Μια απόφαση που αργότερα χαρακτηρίστηκε «τραγικό λάθος». Συνελήφθη το Νοέμβριο του 1952 και καταδικάστηκε σε θάνατο για κατασκοπεία. Εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου του 1954 χωρίς ποτέ να αποκηρύξει το ΚΚΕ.  Αρνήθηκε τη θεία μετάληψη, την κάλυψη των ματιών του και πέθανε τραγουδώντας τη «Διεθνή». Με αφορμή την επέτειο θανάτου του το tvxs.gr επαναφέρει μια σειρά από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και φωτίζουν τη δράση του και την ιστορία του.

Ads

Διαβάστε επίσης:

Όταν διαφώνησα ριζικά με την Επιτροπή Πόλης του Μπλάνα θεώρησα ότι έπρεπε «κάτι να κάνω»: έστειλα λοιπόν, αρχές του φθινοπώρου του 48 ένα γράμμα στο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου. Στο τέλος του 1948, σε καθεστώς βαριάς παρανομίας πια. δεν ήξερα τι είχε απογίνει εκείνο το γράμμα μου στο Π.Γ. Τότε με κάλεσαν σε μια σύσκεψη, στο σπίτι του εξαίρετου ζεύγους Δεδόπουλου, ένα σπίτι που μας στήριξε πάρα πολύ.

Είχαν έρθει αρκετά στελέχη της Αθήνας, πολλούς τους έβλεπα για πρώτη φορά. Όπως ήταν ο Καββαδίας, που τον έπιασαν αργότερα και τον εκτέλεσαν, και άλλοι. Ήταν κυρίως ο Πλουμπίδης. ΄Ακουγα γι’ αυτόν, ήξερα ότι τον αποκαλούσαν «Μπάρμπα» αλλά δεν τον είχα δει ποτέ. Ήμουν λιγάκι τρακαρισμένη γιατί πάντα αυτούς τους παλιούς τους βλέπαμε κάπως σαν ιερά τέρατα. Και εκεί ο Πλουμπίδης μας έφερε την απόφαση για τη διάλυση των εαμικών οργανώσεων, -που σήμαινε ότι το κόμμα μένει μόνο του, ότι δεν έχει ανάγκη από συμμάχους, ότι πάει για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ads

Μετά από λίγες μέρες με ειδοποίησε ο Πλουμπίδης ότι έχει μείνει χωρίς σπίτι και ότι κρέμεται από εμένα να του βρω. Άλλη κεραμίδα. Εδώ δεν είχα σπίτι εγώ, σκέφτηκα, πού να βρω τώρα σπίτι για ένα στέλεχος όπως ο Πλουμπίδης μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση. Βρήκαμε τελικώς το σπίτι του Κούλη Ζαμπαθά. Θαυμάσιος άνθρωπος και ο ίδιος και η οικογένειά του. Η ζωή μας κρεμόταν απάνω σε τέτοιους ανθρώπους, όπως και η δική τους ζωή κρεμόταν από μας, αλλά μείνανε κοντά μας και προσφέρανε αθόρυβα τη βοήθειά τους με αυτοθυσία. Το σπίτι του Κούλη μου το έδωσε ο Τάσος Βουρνάς. Ο Δημήτρης Μπάτσης μου έδωσε το σπίτι της Κατερίνας Τριανταφυλλίδου, το περίφημο αργότερα «σπίτι του Φαλήρου». Η Κατερίνα, μια γυναίκα που, για μένα, δεν έχει ταίρι. Στο στρατοδικείο αργότερα, όταν τη ρωτήσανε αν είναι μέλος του ΚΚΕ, είπε: «Είμαι πολύ γριά πια για να έχω αυτή την τιμή». Καταδικάστηκε σε ισόβια.΄Ηταν μια λεβεντογυναίκα πανέμορφη, καλλονή στα χρόνια της και πολύ περήφανη. Λάτρευε τον Πλουμπίδη που τον ζούσε νύχτα-μέρα. Αυτή, μαζί με τη δική μου βοήθεια, τον γιάτρεψε από τον τύφο.

Τις μέρες που δεν πήγαινα στο σπίτι της Κατερίνας, τηλεφωνούσα για να μαθαίνουμε τι γίνεται. Τηλεφωνούσα απέξω, από δρόμους. Μια μέρα, στο τηλέφωνο, η Κατερίνα με ρώτησε αν ξέρω να κάνω ενέσεις: «Γιατί είναι άρρωστος ο Θείος». «Ξέρω», είπα εγώ, παρόλο που ώς τότε μόνον υποδόριες ενέσεις ήξερα να κάνω. Και έπρεπε να του κάνω ενδομυϊκή με πενικιλίνη. Δεν είχα κάνει ποτέ μου αλλά ήξερα πού γίνεται. Στο άνω έξω τεταρτημόριο. Αυτό το ήξερα καλά. Λέω: «Εντάξει, θα τις κάνουμε τις ενέσεις». Πήγα λοιπόν στο Φάληρο, έμεινα βράδια ολόκληρα εκεί και κάναμε τις ενέσεις κάθε τέσσερις ώρες, δεν κοιμόμουνα καθόλου, μη τυχόν και περάσει το τετράωρο. Χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αναγκάστηκε ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο άντρας της Κατερίνας, να ξαναπάει στο φαρμακείο απ’ όπου έπαιρνε τις πενικιλίνες. Βρήκε τους γιατρούς -στα φαρμακεία μαζεύονταν τότε οι γιατροί της περιοχής- τους είπε ότι η πενικιλίνη δεν κάνει τίποτα «στο θείο του που είναι στο χωριό». Οι γιατροί σκέφτηκαν ότι μπορεί να είναι τύφος. Του έδωσαν λοιπόν φάρμακο για τον τύφο και έτσι γιατρεύτηκε ο Πλουμπίδης και επέζησε.

Ο Πλουμπίδης ήταν ψηλός, αφάνταστα αδύνατος, με πρόσωπο πολύ άσπρο γιατί έμενε πολύ κλεισμένος και πάρα πολύ εξαϋλωμένο. Με δύο πανέξυπνα μάτια που αστράφτανε και με πολύ κοφτερό μυαλό αλλά και με ορισμένες αφέλειες που τις πληρώσαμε και οι δύο. Η αφέλειά του ήτανε στο ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους παλιούς. Ήτανε, ας πούμε, κάποιος ακροναυπλιώτης; Χωρίς άλλη έρευνα γι’ αυτόν, και ας μας έκανε ζημιές, του τις συγχωρούσε, έτσι, διότι ήτανε παλιός, διότι ήταν «πιστός σύντροφος», διότι το είχε αποδείξει στις φυλακές της Ακροναυπλίας.

Βέβαια εκ των υστέρων είχαμε αποδείξεις ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα, όταν ένας από τους σπουδαίους ακροναυπλιώτες, ο Λυκογιάννης, βγήκε χαφιές. Κι όχι μόνο βγήκε χαφιές αλλά κάτι πολύ …ανώτερο. Στην αρχή της βαριάς παρανομίας πήραμε εντολή από την οργάνωση: «Προσέχετε μην ανταμώσετε στο δρόμο τον Λυκογιάννη, κυκλοφορεί με στολή συνταγματάρχη και υπηρετεί στο Α2», δηλαδή στην υπηρεσία πληροφοριών του στρατού! Και η απορία μου είναι ώς σήμερα πως αυτόν τον άνθρωπο τον είχε κοντά του ο Ζαχαριάδης. Το γραφείο του Λυκογιάννη ήτανε μέσα στο γραφείο του Ζαχαριάδη, όπου δεν έμπαινε κανείς άλλος. Του είχε δώσει ως και τα αρχεία για να συγγράψει την ιστορία του Κόμματος!

Πέρα από αυτή την αδυναμία, ο Πλουμπίδης ήταν πολύ καλός συνωμότης. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το τι σκέφτηκε για να καταφέρει να δει το γιο του. Ο Δημήτρης, ο γιος του, ήταν παιδάκι τότε. Ο πατέρας του δεν τον είχε δει ποτέ από την αρχή της παρανομίας. Λαχταρούσε να τον δει, έστω κι από μακριά. ΄Ετσι ειδοποίησε τον Βρασίδα, τον αδερφό της Ιουλίας, της γυναίκας του, να φέρει το γιο του, σε ένα οικόπεδο, σε ένα άχτιστο μέρος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Θα πηγαίναμε με ταξί μαζί με τον Πλουμπίδη προς το Θησείο και θα ανεβαίναμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Είχε κανονίσει να έχει ο Βρασίδας το παιδί κοντά στο δρόμο για να το δει από το αυτοκίνητο. Μπήκαμε λοιπόν στο ταξί και εγώ ζήτησα από τον οδηγό να πηγαίνει πιο σιγά: «Για να δούμε λίγο την Ακρόπολη, επειδή ο κύριος δεν είναι από την Αθήνα». Και ο ταξιτζής πήγε σιγά. Ο Δημήτρης ήταν εκεί, σχεδόν μπροστά μας, ένα παιδάκι που κλώτσαγε μια πέτρα.. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά στη διάρκεια της παρανομίας που ο Πλουμπίδης είδε για λίγα δευτερόλεπτα κι από απόσταση το γιο του. Είναι κι αυτό μία μόνο ωχρή εικόνα εκείνης της παρανομίας που ήταν σκληρότατη.

Το μόνο που μας κρατούσε ήτανε ότι μέσα σε εκείνες τις συνθήκες καταφέρναμε να υπάρχει μια οργάνωση που να δίνει ένα παρόν. Πώς το καταφέρναμε; Όπως μπορούσαμε. Με μια ομάδα συντρόφων από την παλιά Επιτροπή της διαφώτισης βγάζαμε μια εφημεριδούλα, την Αδούλωτη Αθήνα. Τη βγάζαμε με πολύγραφο, και μάλιστα και με μια μέθοδο, με οινόπνευμα, χάλια ήτανε αλλά, τέλος πάντων, ήτανε μια εφημεριδούλα. Γράφαμε τρικάκια σκαλίζοντας σε λινόλεουμ, προκηρύξεις, και εγώ, με το δημοσιογραφικό ένστικτο πάντα, συνέλαβα τη φαεινή ιδέα: να τα στέλνουμε όλα αυτά σε εφημερίδες. Δεν μπορεί, κάποια θα δημοσιεύσει κάτι. Και πραγματικά, μερικές δημοσιεύανε. Κυρίως η Ακρόπολις που δημοσίευε το περιεχόμενο λίγο-πολύ αλλά φωτογράφιζε και τα τρικάκια. Ήταν καλή τελικώς η ιδέα μου γιατί έτσι ακουγότανε ότι υπάρχει οργάνωση στην Αθήνα. Το μόνο που μας ενδιέφερε τότε, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε όταν πια είχανε διαλυθεί τα πάντα, ήτανε αυτό: να φαινόμαστε ότι υπάρχουμε. Σε όλη εκείνη την περίοδο η Ασφάλεια με έψαχνε. Με ψάχνανε από την αρχή της παρανομίας. Είχανε δημοσιεύσει σε μια εφημερίδα, νομίζω στη Βραδυνή, έναν κατάλογο των στελεχών του ΚΚΕ που μένανε στην Αθήνα. Και φυσικά εκεί ήταν και το δικό μου όνομα.

Για να τους ξεγελάω, προσπαθούσα να ζω, να εμφανίζομαι στο δρόμο, σαν κοσμική κοπέλα. Μέχρι που έβαφα τα χείλη μου, κάτι που στο Κόμμα απαγορευόταν αυστηρά. Είχα βάψει ξανθά τα μαλλιά μου, φορούσα ρούχα, γενικώς μεταχειρισμένα, αλλά που φρόντιζα να είναι καλοβαλμένα. Και έτσι τα κατάφερνα κάπως. Μάλιστα είχαμε κάνει στέκι ένα ζαχαροπλαστείο, στην Αγίου Μελετίου, ένα αρκετά κομψό ημιυπόγειο, πολύ ωραίο, που είχε κουρτίνες και τότε βάζανε κουρτίνες στα ζαχαροπλαστεία. Και το τι ραντεβού έδινα εκεί, ιδίως μεσημεριάτικες ώρες που δεν είχε κόσμο, ήταν το κάτι άλλο. Συναντιόμαστε με τους συντρόφους, χαιρετιόμαστε, μου έκαναν καθωσπρέπει χειροφιλήματα. Οι ιδιοκτήτες του ζαχαροπλαστείου ήταν τελείως άσχετοι, δεν είχαν καταλάβει τίποτα, κι «έπεσαν απ’τα σύνεφα» όταν, μετά τις συλλήψεις μας, τους ανέκριναν ως…υπόπτους.

Δεν φοβόμασταν, είναι αλήθεια, είχαμε μια απίστευτη θέληση. Δεν λένε ότι η πίστη γκρεμίζει βουνά; Ε, εμείς πιστεύαμε ότι και βουνά μπορούσαμε να γκρεμίσουμε. Γιατί δεν υπήρχε κάτι ανίκητο για μας. Τα ξεπερνούσαμε όλα. Την παρανομία θα την αντέξουμε, τους χαφιέδες θα τους νικήσουμε, τους εχθρούς δεν τους ψηφάμε. Την αρρώστια ποιος τη λογάριαζε;

Ο Πλουμπίδης που ήταν φυματικός, δούλευε συνέχεια. Ανεβαίναμε ένα ανηφοράκι ασήμαντο,κι εκείνος έφτανε τους 160 σφυγμούς, είχε δύσπνοια και όμως το ανέβαινε. Άλλος στη θέση του θα είχε σωριαστεί κάτω. Εκείνος το αψηφούσε, υπερνικώντας την αρρώστια του. Απόδειξη ότι δεν πέθανε από αυτή. Κανείς δεν πίστευε ότι ο Πλουμπίδης θα ζούσε έτσι τόσα χρόνια και με όλα αυτά τα προβλήματα. Όμως επέζησε και τελικά πήγε όρθιος στο απόσπασμα.

Με τον Νίκο Μπελογιάννη Από τον Πλουμπίδη γνώρισα τον Νίκο Μπελογιάννη. Όταν ο Νίκος ήρθε στην Αθήνα, συνδέθηκε από την πρώτη μέρα με το μηχανισμό του Κόμματος, ειδικά με τον Βαβούδη. Και εκείνος τον έφερε σε επαφή με τον Πλουμπίδη. Είχε ειδοποιηθεί από καιρό ο Πλουμπίδης ότι θα έρθει κάποιος από το εξωτερικό και είχαμε νοικιάσει και ένα υπογειάκι γι’αυτό το σκοπό.

Η πρώτη μας γνωριμία με τον Νίκο έγινε στην Άνω Κυψέλη που τότε ήτανε άχτιστη. Μου είχε πει ο Πλουμπίδης να πάω εκεί, σε μια αλάνα. Ήταν Ιούνιος μήνας, τρεις το μεσημέρι. Υποτίθεται ότι ο Νίκος θα είχε πάνω του κάτι συνθηματικό, ότι θα κρατούσε μία εφημερίδα. Δεν υπήρχε όμως άλλος άνθρωπος εκεί, τον αναγνώρισα αμέσως έτσι όπως ήτανε ντυμένος «ανατολικά» -φροντίσαμε από την άλλη μέρα να του προμηθεύσουμε ένα πιο κατάλληλο κοστούμι, να αλλάξει τα ρούχα του, γιατί τον προδίδανε. Δεν ήτανε Αθηναίος, φαινόταν «άλλο πράμα».

Από κει τον πήρα και τον πήγα στο σπίτι του Ζαμπαθά. Αγκαλιαστήκανε με τον Πλουμπίδη με πολλή εγκαρδιότητα. Τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ τον Πλουμπίδη ο Νίκος, κι όπου πήγε, στις φυλακές, παντού, όταν του λέγανε ότι υπήρχαν υποψίες πως ο Πλουμπίδης είναι από «ύποπτος ώς «χαφιές» οργιζόταν πάρα πολύ. Και τους αποστόμωνε: «Σταματήστε αυτά τα πράματα», έλεγε. «Είναι ανυπόστατα, δεν έχετε το δικαίωμα». Αντέδρασε πάρα πολύ σ’αυτά όλο το διάστημα Γιατί κουφόβραζε από τότε όλη αυτή η ιστορία με τον Πλουμπίδη. Ο Νίκος συμφωνούσε μαζί του ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί εδώ, την πολιτική του ανοίγματος.

Ο Νίκος πιάστηκε στο σπίτι ενός συντρόφου, του Τάκη, τον οποίο θέλησε να δει για να τον στείλει κάπου έξω από την Αθήνα να συναντήσει την οικογένεια ενός συντρόφου, υποθέτω του Ζαχαριάδη. Τον Τάκη στο μεταξύ τον είχαν συλλάβει, αλλά εμείς δεν το ξέραμε. Πήγε σε μέρα που δεν είχαν ραντεβού, δεν υπήρχε το καθορισμένο σήμα, και έπεσε στην παγίδα που είχε στημένη η Ασφάλεια. ΄Ηταν Τετάρτη. Εγώ τον περίμενα όλο το βράδυ της Τετάρτης και φυσικά δεν ήρθε. Με ζώσανε τα φίδια, σκέφτηκα όμως «ας περιμένω μήπως κάτι έχει συμβεί, μήπως έχει μπει σε κανένα σπίτι και δεν μπορεί ούτε να ειδοποιήσει από κει ούτε να βγει». Περίμενα και την Πέμπτη, όλη τη μέρα. Την Παρασκευή τηλεφώνησα σε όσους φίλους είχαν τηλέφωνο, μήπως είχε ακούσει κάποιος κάτι. Κανείς δεν ήξερε. Νύχτα πια πήρα ένα ταξί και πήγα στον Πλουμπίδη. ΄Εβρεχε. Θυμόμουν ότι ο Νίκος αγαπούσε τη βροχή γιατί στον τόπο του είχε πολλές βροχές. Και μου έλεγε πάντα ότι εδώ έφταναν οι παραμονές των Χριστουγέννων και δεν είχε βρέξει. «Μα τι τόπος είναι αυτός, όπου δεν βρέχει; Εμείς εκεί έχουμε βροχές που κρατάνε σαράντα μέρες».μου έλεγε. Έβρεχε, και τα σκεφτόμουνα αυτά όλα.

Ήμουν πια βέβαιη πως τον είχαν συλλάβει, αλλά έμενε και μια αμυδρή ελπίδα μήπως πρόλαβε κάπου να κρυφτεί και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί μας. Με τον Πλουμπίδη κανονίσαμε το Σάββατο να πάω και εγώ στο σπίτι του Τάκη, μήπως ήξερε αυτός τι είχε γίνει με τον Νίκο, και να πάρουμε και επαφή με το κομμάτι της οργάνωσης που το.κρατούσε εκείνος με βοηθό τον Τάκη. Με την κάθε ώρα που περνούσε, η υποψία μου ότι πηγαίνοντας σ’ αυτό το σπίτι θα έπιαναν και εμένα γινόταν βεβαιότητα. Αλλά κατά βάθος το ήθελα. Γιατί αυτός ήτανε ο μόνος τρόπος να δω τι έχει γίνει ο Νίκος. Το ζήτημα ήταν να βρω τον τρόπο να ειδοποιήσω την οργάνωση για τη σύλληψή του, για να μην πέσουν κι άλλοι σύντροφοι στην παγίδα σε περίπτωση που οι χειρότεροι φόβοι μου έβγαιναν αληθινοί.αλλά και να «ειδοποιηθεί» και η Ασφάλεια πως ξέρουμε ότι βρίσκεται στην Αθήνα, για να μην τον εξαφανίσει.

Έγραψα ένα γράμμα για τον Δημοκρατικό, την εφημερίδα της αριστεράς που κυκλοφορούσε πια νόμιμα. Το παρέδωσα σε καλά χέρια με την εντολή , αν δεν εμφανιζόμουν ως τις οκτώ το βράδυ, να δοθεί στην εφημερίδα, όπως και έγινε. Το απόγεμα πήγα στο σπίτι του Τάκη κι έπεσα κι εγώ στην ίδια παγίδα….

Το γράμμα Πλουμπίδη

Όταν δημοσιεύθηκε το γράμμα του Πλουμπίδη, που δήλωνε πως αυτός είχε την ευθύνη του κλιμακίου της Αθήνας, μας το έφερε ο αρχιφύλακας, που μας έδειχνε κάποια συμπάθεια. Μας σέβονταν οι φύλακες και οι δεσμοφύλακες, στις φυλακές και στην Ασφάλεια. Ξέρανε να εκτιμούνε τον κάθε κρατούμενο, γιατί είχαν δει τα πάντα τα μάτια τους, ήξεραν ποιος λυγίζει, ποιος δεν λυγίζει, τα ξέρανε απέξω αυτά.

image

Ήρθε πολύ χαρούμενος, μας έδειξε το γράμμα του Πλουμπίδη και μας λέει: «Σωθήκατε!». Το τελευταίο ένδικο μέσο που έμενε, ήταν η προσφυγή στον Άρειο Πάγο, η οποία δεν μπορούσε να γίνει χωρίς νέα στοιχεία. Η επιστολή του Πλουμπίδη ήταν ένα νέο στοιχείο. Όχι ότι θα έβγαινε τίποτε αλλά μπορούσε να προκαλέσει αναβολή της εκτέλεσης, τέλος πάντων ήταν μια ελπίδα. Την επόμενη μέρα ήρθε πάλι ο αρχιφύλακας. Αυτή τη φορά με μούτρα κατεβασμένα, φανερά στενοχωρημένος.

«Δεν καταλαβαίνω – μας λέει -, το Κόμμα σας λέει πως το γράμμα του Πλουμπίδη είναι πλαστό» Μας έδειξε την εφημερίδα. Κοιταχτήκαμε με τον Νίκο. «Τι είναι αυτό;» του λέω. «Δεν καταλαβαίνεις;» μου απάντησε. «Αν είναι κάποιος να πάει, ας είμαι τουλάχιστον μόνο εγώ, να μην είμαστε και οι δύο». Βέβαια δεν το πίστεψα, ούτε εκείνος άλλωστε το πίστευε. Σ’ αυτήν όμως την αιτιολογία που έδινε, υπήρχε το μήνυμα ότι ο Πλουμπίδης δεν είναι χαφιές, ότι αυτό πρέπει να πιστεύει και το κόμμα, ώστε να μη θέλει να χαθεί και ο Πλουμπίδης γιατί τον θεωρεί πολύτιμο.

Όταν ήρθε ο δικηγόρος, ο Γαλαίος, τον είδαμε χωριστά ο Νίκος και εγώ. Ο Γαλαίος μου είπε ότι υπάρχει ένα μόνο ένδικο μέσο, η αναψηλάφιση στον ΄Αρειο Πάγο, ότι, για να γίνει δεκτή η αίτηση, πρέπει να υπάρχουν νέα στοιχεία, και το μόνο νέο στοιχείο είναι το γράμμα του Πλουμπίδη. «Μα αφού το κατάγγειλε το κόμμα ως πλαστό, πώς θα το χρησιμοποιήσουμε εμείς;» του αποκρίθηκα. «Το ίδιο μου είπε και ο Νίκος», είπε ο Γαλέος.

image

Με ρωτήσανε πολλοί, κι ακόμη με ρωτάνε, για ποιο λόγο ο Ζαχαριάδης έβγαλε πλαστό το γράμμα του Πλουμπίδη. Ίσως γιατί το ήθελε, να μην υπάρξει άλλο ένδικο μέσον, τους απαντώ. Να γίνει αναπόφευκτη η εκτέλεση του Μπελογιάννη. Και για να ετοιμαστεί η σκηνοθεσία του «χαφιέ Πλουμπίδη» που θα σήκωνε όλες τις αμαρτίες. Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη από ένα χαφιέ. Κι από από έναν ήρωα. Δεν μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς διαφορετικά, τους είχε ανάγκη έτσι και τους δύο, και τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη. Τους ήθελε έτσι. Και νεκρούς.

* Ολόκληρη η μαρτυρία της Έλλης Παπά στο βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ελληνική αριστερά» του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις Εστία