Μας βάλανε λοιπόν όλους μέσα στην καλάθα και μας στείλανε στο στρατοδικείο με την κατηγορία του κομμουνιστή. Εκεί στο στρατοδικείο η ερώτηση ήταν: «Αποκηρύσσεις τον κομμουνισμό;». Ήταν βέβαια και η συζήτηση για τον κομμουνισμό, για τους εχθρούς της πατρίδος, της οικογένειας και της θρησκείας, οι οποίοι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Βουλγάρους. Ο Λεωνίδας Κύρκος έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου του 2011. Το Tvxs.gr δημοσιεύει ένα αφιέρωμα σε οκτώ μέρη, βασισμένο στις μαρτυρίες που το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς είχε παραχωρήσει στο Στέλιο Κούλογλου.

Ads

Θυμάμαι την απολογία της Καλής. Τη ρωτούσε ο Κορέτσας: «Αποκηρύσσεις τον κομμουνισμό;» Και η Καλή απαντούσε: «Τς». «Βρε παιδί μου, σε ρωτάω, δεν ξέρεις ελληνικά; Τι διάβολο φοιτήτρια της Ιατρικής είσαι, γιατί τόση περιφρόνηση στο στρατοδικείο, ούτε ένα όχι δεν έχεις να μας πεις;» «Τς», εκείνη. Και το «τς» ήταν πραγματικά γεμάτο περιφρόνηση. Άντε να αλλάξεις τα μυαλά της. Ήτανε η δεσποινίς «Τς».

Διαβάστε επίσης:

Μας ρωτούσαν γιατί γίναμε κομμουνιστές. Μα ο καθένας γινόταν κομμουνιστής εκείνα τα χρόνια. Ήτανε η μεγάλη έξαρση της Αντίστασης, ήταν ο ρόλος που έπαιξε το ΚΚΕ στην Αντίσταση, ήτανε η ιστορία που κουβαλούσε ο κάθε κομμουνιστής στην πλάτη του. Η δόξα της Αντίστασης στον Μεταξά, το αντιφασιστικό μέτωπο, οι μεγάλες πρωτοβουλίες, η απεργία του Μάη στη Θεσσαλονίκη, η μυθοποίηση όλων αυτών. Όλες τις αρετές τις συμπύκνωναν οι κομμουνιστές.

Ads

Με καταδίκασαν σε θάνατο. Αν μου έλεγε κάποιος τώρα ότι σε πέντε λεπτά θα σε στήσουμε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, δεν θα ήμουν καθόλου πρόθυμος να το δεχτώ και θα αισθανόμουνα αγωνία. Εκείνα τα χρόνια όμως ο θάνατος ήταν ένα μαζικό φαινόμενο. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι πέρασαν από την άρνηση του θανάτου στην αποδοχή του θανάτου σαν μια καθημερινή εκδήλωση της ζωής. Όταν έβλεπες το δρόμο σπαρμένο από πτώματα τουμπανιασμένα από την πείνα, εξοικειωνόσουνα με το θάνατο. Ο άνθρωπος που είχε πεθάνει μπορεί να ήταν οποιοσδήποτε: φίλος σου, γείτονάς σου, γνωστός.

Όταν έβλεπες και άκουγες κάθε μέρα ότι χτες εκτελέστηκαν αυτοί και εκείνοι, όταν στις διαδηλώσεις έβλεπες τον διπλανό σου να χάνεται, όταν έφτανε στο αυτί σου ο απόηχος των εκτελέσεων των συντρόφων σου, εξοικειωνόσουνα με αυτή την ιδέα και έλεγες αν είναι αυτή να είναι η ζωή μας, στο διάολο λοιπόν, τους πετάω κι εγώ τη ζωή μου στα μούτρα τους. Απολυτρωνόσουν από το φόβο του θανάτου που είχες διδαχτεί να έχεις ή που είχες ενστικτωδώς μέσα σου. «Ζούμε και τσιμπήσου».

Στη φυλακή η αίσθηση αυτή ήταν ακόμα πιο έντονη. Έβλεπες τον άλλον, ο οποίος επρόκειτο να εκτελεστεί σε λίγες ώρες, να σέρνει το χορό. Στη φυλακή των Βούρλων, παραδείγματος χάρη, και σε άλλες φυλακές, πριν από κάθε εκτέλεση γινόταν πανηγύρι και ο υποψήφιος για την εκτέλεση ήτανε ο πρώτος που έσερνε το χορό και στα μάτια του είχε μια λάμψη. Ποιος ξέρει τι είδους οράματα έβλεπε μπροστά του εκεί που πήγαινε, τη στιγμή της θυσίας.

Έλεγες λοιπόν ότι έτσι θα είμαι και εγώ όταν έρθει η ώρα μου. Δεν θα φανώ κατώτερος απ’ αυτούς. Κι ήσουνα έτοιμος. Το περίμενες σαν ένα κανονικό βήμα της ζωής σου, ότι ώς εδώ ήτανε, τελειώσαμε. Από κει κι ύστερα ήταν το σκοτάδι.Η στάση μας αυτή δεν δήλωνε τυφλή και ανόητη αδιαφορία για τη ζωή, δεν ήταν η στάση του αυτόχειρα που παίρνει το πιστόλι και αυτοκτονεί. Οι άνθρωποι θέλανε να ζήσουν, ήτανε ολοζώντανοι άνθρωποι. Και η ζωντάνια τους αυτή τους ωθούσε να κάνουνε αυτό το βήμα και να το κάνουνε με στέρεο τρόπο, χωρίς να λιποψυχήσουνε ή να πισωγυρίσουν.

Τις ώρες που έμεινα στο κελί των μελλοθανάτων, κουβέντιαζα με τον εαυτό μου. Ο καθένας από μας κουβέντιαζε με τον εαυτό του. Στο διπλανό κελί από το δικό μου ήτανε ο Μανόλης Γλέζος, στο άλλο ο Τσερέπας και πιο πέρα ο Δαμιανίδης. Τέσσερις ήμασταν, εμείς που κάθε βράδυ περιμέναμε ότι τα ξημερώματα θα ακούγαμε εκείνον τον ξερό ήχο, τις πόρτες να ανοίγουν απότομα.Εκείνες τις ώρες της αναμονής αναπολούσα χαρούμενες στιγμές. Τις στιγμές με τη φαμίλια μου, με το ποδηλατάκι μου που το λάτρευα. Όταν μου χάρισαν για πρώτη φορά ένα ποδήλατο με δύο ρόδες, ένα Hercules ήταν, θυμάμαι, το πήρα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα αγκαλιά με το ποδήλατο.

Ύστερα σκεφτόμουν αυτό που επρόκειτο να γίνει. Έβλεπα τον εαυτό μου, καλοντυμένο, τις πόρτες να έχουν ανοίξει μπροστά μου και να προχωρώ. Έβλεπα τις κάννες των όπλων που γυάλιζαν απέναντί μου και σκεφτόμουνα τι θα πω και ποια θα είναι η τελευταία μου κραυγή.

Όλα αυτά τα σχεδίαζα το βράδυ, μέχρι να έρθουνε οι πρωινές ώρες. Κάποτε με έπαιρνε ο ύπνος και έλεγα στον εαυτό μου: «Τώρα ξέχνα τα όλα, κοιμήσου να είσαι ξεκούραστος, μη δείξεις κανένα σημάδι δειλίας ή κάτι που να μπορεί να ερμηνευτεί σαν δειλία. Πέταξέ τους στα μούτρα την ψυχή σου αλλά βρες και κάτι να τους πεις να καταλάβουν κι αυτοί τι είναι αυτό που κάνουνε. Κάτι είχα σχεδιάσει να τους πω, δεν θυμάμαι τι ακριβώς, αλλά κάτι που περιλάμβανε όλα αυτά με τον συντομότερο δυνατό τρόπο.

Το πρωί άνοιγα τα μάτια μου και έβλεπα το φως που έμπαινε από το φεγγίτη, έλεγα: «Ζήσαμε και σήμερα». Χτυπούσα τον τοίχο του διπλανού κελιού: «Μανόλη», φώναζα από το φεγγίτη. «Ναι», μου έλεγε ο Μανόλης, «ζούμε, Λιόντα, ζούμε και τσιμπήσου». Λιόντα, με λέει ο Μανόλης. Τσιμπιόμαστε λοιπόν και ζούσαμε πραγματικά, δεν ήτανε αυταπάτη.

Άρχιζα τότε μέσα από το φινιστρίνι να σφυρίζω, για να πάει και το μήνυμα στη φυλακή ότι ζούμε, δεν μας πήρανε. Βέβαια οι άλλοι το ξέρανε, γιατί, εάν μας είχαν πάρει, θα είχε γίνει η γνωστή διαδικασία, θα ερχόταν τα αυτοκίνητα, θα κατέβαινε η φρουρά, θα χτύπαγαν οι αρβύλες, τα κοντάκια από τα όπλα, ήταν μια ολόκληρη διαδικασία. Σφύριζα λοιπόν την «Ωδή της χαράς» από την “Ενάτη”. Χρόνια αργότερα στις συγκεντρώσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού ζήτησα να βάλουμε αυτή τη μουσική και οι σύντροφοί μου με κοίταξαν με έκπληξη. Σε λαϊκή συγκέντρωση, όπου ώς τότε κυριαρχούσαν είτε τα αντάρτικα είτε τα αγωνιστικά είτε τα εμβατήρια, να βάλουμε ξαφνικά την “Ενάτη”… «Θα γελάσει ο κόσμος μαζί μας, βρε Λεωνίδα, δεν το καταλαβαίνεις;» μου έλεγαν.

«Όχι», τους απαντούσα, «να τη βάλουμε». Γιατί για μένα η μουσική αυτή ήταν συνδεδεμένη μ’ εκείνο το φεγγίτη της φυλακής. Με τον Σπύρο Ανδρεάδη είχαμε βάλει στίχους στην «Ωδή της χαράς» και την κάναμε τραγούδι που το τραγουδούσαμε στις φυλακές της Κέρκυρας όταν βρεθήκαμε μαζί. Και σήμερα που η «Ωδή της χαράς» έγινε ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ακόμη μεγαλύτερη η χαρά για όλους εμάς που τότε την εισηγηθήκαμε.

* Ολόκληρη η μαρτυρία του Λεωνίδα Κύρκου στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» (εκδόσεις Εστία)