Σαν σήμερα, 22 Ιουλίου 1943, διακόσιες χιλιάδες λαού στην κατεχόμενη Αθήνα πραγματοποιούν μαχητική διαδήλωση εναντίον της απόφασης των Γερμανών να παραχωρήσουν στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό. Εκατό διαδηλωτές νεκροί στην άσφαλτο έκαναν τον Χίτλερ να αναστείλει την απόφαση «επ’ αόριστον».

Ads

Ο Ηλίας Βενέζης, στο διήγημά του 22 Ιουλίου 1943, δίνει το κλίμα της διαδήλωσης αυτής.

Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ’ ανάψει. Κι η σπίθα ανάβει. Απ’ το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ’ ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος.

Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία. Την ίδια στιγμή ακούγονται απ’ την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.

Ads

Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν. «Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!». Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν’ ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά. «Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!» Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του.

Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο… Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ’ την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά.

Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ’ στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα. Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ’ τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ’ τις σπαραγμένες σάρκες του.