Στις 10 Δεκεμβρίου 1992, ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφτηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και αποτελεί σήμερα τη γνωστότερη και πιο αμφιλεγόμενη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ads

Επίσημα γνωστή και ως «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση», αποτελεί την τρίτη κατά σειρά θεμελιώδη συνθήκη, ύστερα από τη «Συνθήκη της Ρώμης» το 1957 και την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» το 1986, σύμφωνα με την οποία καθιερώθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύγχρονος θεσμός, ενώ πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη της Ολλανδίας, όπου συνήλθε το Συμβούλιο Κορυφής (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).

Η συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993. Έγινε ιδιαιτέρως γνωστή όχι μόνο για τις μακρόχρονες εύθραυστες διαπραγματεύσεις και τη συγκεχυμένη ορολογία κατά τη διαμόρφωση του προσχεδίου της, αλλά και για την όχι και τόσο πρόθυμη επικύρωσή της από αρκετά κράτη-μέλη. Με την επικύρωσή της, η Ε.Ε. αρχίζει να υφίσταται. Με την προσθήκη δύο νέων τομέων στην ήδη υπάρχουσα Ευρωπαϊκή Κοινότητα – δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις και κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – οι 3 πυλώνες της Ένωσης καθιερώνονται. Οι πολίτες των 12 κρατών μελών έλαβαν, επίσης, την ευρωπαϊκή υπηκοότητα. Έχουν πλέον το δικαίωμα να μετακινούνται και να ζουν οπουδήποτε στην Ε.Ε. και να ψηφίζουν στις ευρωεκλογές.

Το Μάαστριχτ αποτέλεσε, επίσης, τη βάση του μεγαλύτερου σχεδίου της Ένωσης για τα επόμενα χρόνια: της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Καθόρισε τα 3 στάδιά του, που οδήγησαν στη συνέχεια στο ευρώ, ορίζοντας παράλληλα κριτήρια σύγκλισης ή τα οικονομικά τεστ που τα υποψήφια προς ένταξη στην Ένωση κράτη πρέπει να πληρούν. Εισήγαγε ακόμη τη σύγκλιση σε ζητήματα εργασίας και κοινωνικά θέματα… τουλάχιστον για ορισμένα μέλη. Η κίνηση σύγκλισης μεταξύ των κρατών- μελών της Ε.Ε. αντιμετωπίστηκε από αρκετούς με καχυποψία. Το άρθρο 73β της Συνθήκης του Μάαστριχτ προβλέπει απαγόρευση «οποιουδήποτε περιορισμού των κινήσεων κεφαλαίων», ενώ με το άρθρο 102α υιοθετείται η «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό».

Ads

Η Επικουρικότητα αποτελεί μία από τις βασικές αρχές της Ε.Ε. που προβλέπει ότι η Ένωση δεν αναλαμβάνει δράση σε ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, εκτός εάν η τελευταία είναι περισσότερο αποτελεσματική σε σχέση με τη δράση που αναλαμβάνεται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Η αρχή δέχτηκε αρκετές επικρίσεις, καθώς υπήρξαν εκείνοι που υπογράμμιζα ότι παρέχει πολλές εξουσίες στην Ε.Ε.

Αργότερα, η ΕΕ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Στο επίκεντρο βρέθηκε η συζήτηση για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, διαδόχου του Μάαστριχτ και τη δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού στήριξης για την αποτροπή της εκδήλωσης νέων κρίσεων στην ευρωζώνη.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκε σε ισχύ τελικά το 1993, συναντώντας αρκετές δυσκολίες. Το δανικό δημοψήφισμα ήταν το πρώτο που την απέρριψε, για να υιοθετηθεί τελικά από τη χώρα την επόμενη χρονιά με μικρές αλλαγές. Αλλά και η αντίδραση της Γαλλίας δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης: στο δημοψήφισμά της αποδέχτηκε τη συνθήκη με μικρή διαφορά. Στη Γερμανία, κλήθηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο να επιληφθεί του ζητήματος, που την ενέκρινε τελικά. Η συνθήκη ψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1992.