Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989, κανείς δεν περίμενε ότι μέσα σε λιγότερο από 1 χρόνο η επανένωση της Γερμανίας θα αποτελούσε γεγονός. Νέα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών αποκαλύπτουν τις δραματικές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Ads

Έξι εβδομάδες πριν από την πτώση του Τείχους, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ και ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση συζητούν για το μέλλον της ενωμένης Γερμανίας. Όπως προέκυψε από απόρρητα έγγραφα, η «Σιδηρά Κυρία» είχε ζητήσει από τον Γκορμπατσόφ, να αγνοήσει την επίσημη θέση της Βρετανίας και να κάνει ό,τι μπορεί για να σταματήσει την επανένωση της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας. «Ούτε η Βρετανία ούτε η Δυτική Ευρώπη επιθυμούν την επανένωση της Γερμανίας» ομολόγησε η Θάτσερ, γνωστοποιώντας του ότι θα ήθελε από εκείνον να επέμβει ώστε να σταματήσει η διαδικασία επανένωσης της χωρισμένης Γερμανίας.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ και άλλοι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες, φοβόντουσαν ότι η αποσταθεροποίηση της Ανατολικής Ευρώπης και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα οδηγούσε σε μια άκρως επικίνδυνη γεωπολιτική αστάθεια, με κοινωνικές αναταράξεις, επαναστάσεις, πολεμικές συρράξεις, μετακινήσεις πληθυσμών, διασπορά ή ακόμη και χρήση πυρηνικών όπλων. Εκείνη τη περίοδο η Δύση είχε κάνει σημαία της την πτώση του «τείχους του αίσχους» με διακηρύξεις και επίσημα υπομνήματα του ΝΑΤΟ. Στον Γκορμπατσόφ η Θάτσερ, ωστόσο, είπε «να μη δίνει σημασία σε όλα αυτά»!

Ο Γκορμπατσόφ συμφωνεί, σημειώνοντας ότι είναι θετικό το γεγονός ότι συζήτησαν και γνωρίζουν ο ένας τις απόψεις του άλλου πάνω στο «ευαίσθητο» θέμα. Το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ένωσης σχετικά με την επανένωση της Γερμανίας ισοδυναμεί με εκείνο της Βρετανίας, τονίζει χαρακτηριστικά και μια νέα συμμαχία μεταξύ των 2 πολιτικών έχει μόλις συμφωνηθεί.

Ads

Όσο πλησίαζε η ώρα της κατάρρευση του τείχους, η συμμαχία κατά του ενδεχόμενο αυτού γινόταν περισσότερο συμπαγής. Πολιτικοί και διπλωμάτες εκφράζουν τις ανησυχίες τους για το ενδεχόμενο κατάρρευσης της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Οι φωνές αυτές, ωστόσο, δεν εκφράζονται δημόσια. Μόνο ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός Yitzhak Shamir είχε δηλώσει ανοιχτά ότι μια επανενωμένη Γερμανία, μια χώρα στην οποία «η μεγάλη πλειοψηφία του λαού της αποφάσισε να σκοτώσει εκατομμύρια Εβραίων γίνεται η ισχυρότερη χώρα στην Ευρώπη, ίσως και στον κόσμο, θα προσπαθήσει να ξαναπράξει το ίδιο».

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Giulio Andreotti προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός νέου «πανγερμανισμού». Ο Ολλανδός Ruud Lubbers αμφισβητεί το δικαίωμα της Γερμανίας για αυτοδιάθεση. Ο Γάλλος πρόεδρος Mitterrand σημειώνει πως η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη για τη γερμανική επανένωση. Η ατμόσφαιρα μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών ήταν παγωμένη, αποκαλύπτει αργότερα ο Γερμανός Καγκελάριος Helmut Kohl.

Η επικρατούσα άποψη υποστήριζε ότι η γερμανική επανένωση δεν θα έπρεπε να λάβει χώρα πριν το 1995, και κατά προτίμηση αρκετά αργότερα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτελούσαν τα σημαντικότερα κράτη που βρίσκονταν μεταξύ του ΝΑΤΟ και των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Στο μέτωπο αυτό περίπου 1,5 εκατ. στρατιώτες από 9 χώρες βρίσκονται αντιμέτωποι και κάθε αντίπαλη πλευρά έχει στη διάθεσή της πυρηνικά όπλα!

Με την πάροδο των εβδομάδων, ωστόσο, η επιλογή μιας διαιρεμένης Γερμανίας άρχισε να χάνει έδαφος. Τελικά, στις 3 Οκτωβρίου του 1990 το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Ένα σημαντικό ερώτημα, όμως, παραμένει αναπάντητο: Τι συνέβη στο ενδιάμεσο στη διεθνή πολιτική σκηνή και επέτρεψε την επανένωση των 2 Γερμανιών.

Εν τω μεταξύ, με αφορμή την 20η επέτειο επανένωσής της, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι πρόκειται να καταβάλλει την τελευταία δόση των αποζημιώσεων, ξεπληρώνοντας το χρέος της που ορίστηκε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919. Η γερμανική κυβέρνηση θα καταβάλλει την τελευταία δόση των τόκων των διεθνών ομολόγων, που εκδόθηκαν το 1924 και το 1930 προκειμένου να συγκεντρώσει μετρητά για να καταβάλλει τις αποζημιώσεις που απαιτούσαν οι Σύμμαχοι μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι αποζημιώσεις οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία τη δεκαετία του 1920 και το νέο τότε ναζιστικό κόμμα εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Το ποσό που έπρεπε να καταβάλλει η Γερμανία είχε οριστεί αρχικά σε 269 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα, δηλαδή περίπου 96.000 τόνους χρυσού, ενώ μέχρι το 1929 είχε μειωθεί σε 112 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα που έπρεπε να καταβληθούν σε διάστημα 59 ετών. Η γερμανική κυβέρνηση πάγωσε την καταβολή των δόσεων το 1931 εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ο Χίτλερ, όπως ήταν αναμενόμενο, αρνήθηκε να συνεχίσει τις πληρωμές όταν ήρθε στην εξουσία, το 1933.

Εκδηλώσεις για την 20η επέτειο επανένωσης της Γερμανίας

Με φεστιβάλ, συναυλίες και παρελάσεις, η Γερμανία γιορτάζει την 20η επέτειο επανένωσής της, παρουσία της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ και άλλων πολιτικών της χώρας.

Διάφορες συναυλίες και γιορτές δρόμου έχουν προγραμματιστεί στο Βερολίνο και στο λιμάνι της Βρέμης. Η 3η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί ως εθνική γιορτή και κάθε χρόνο μία πόλη παίρνει τα ηνία των εορταστικών εκδηλώσεων. Φέτος είναι η σειρά της Βρέμης.

Οι δημοτικές αρχές της Βρέμης έχουν στήσει ένα ομοίωμα του Τείχους του Βερολίνου στην κεντρική πλατεία της πόλης, γύρω από το οποίο εκτίθενται φωτογραφίες από την ιστορία της χώρας, από την εποχή του διχασμού μέχρι την ενοποίηση. Προγραμματίζονται επίσης ανοικτές συναυλίες, παρελάσεις και πυροτεχνήματα.

Στο Βερολίνο, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων θα εκφωνήσουν ομιλίες η Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος, Κρίστιαν Βουλφ.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η επέτειος αυτή αποτελεί μια καλή ευκαιρία να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της επανένωσης στην καθημερινή ζωή, την πολιτική, αλλά και την πολιτιστική πρόοδο της χώρας. Παρότι έρευνες υπογραμμίζουν ότι το επίπεδο της ποιότητας ζωής των πολιτών του Βερολίνου είναι από τα υψηλότερα, την ίδια στιγμή δημοσκόπηση αποκαλύπτει ότι παραπάνω από το 50% των κατοίκων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας εξυμνούν το κράτος που υπήρχε πριν από την πτώση του Τείχους. Τόσο ηλικιωμένοι όσο και νέοι δίχως άμεση εμπειρία υπερασπίζονται την Ανατολική Γερμανία, χωρίς να βρίσκουν διαφορές με τη ζωή στη σημερινή ενοποιημένη χώρα. Το 57% κάνει λόγο για περισσότερες «καλές πλευρές του κράτους από ό,τι κακές», ενώ το 49% αναγνωρίζει την ύπαρξη μικρών προβλημάτων στην τότε κοινωνία, χωρίς, όμως, να την απορρίπτει. Ένα 8% παρουσιάζεται φανατικός οπαδός των συνθηκών που επικρατούσαν, επισημαίνοντας πόσο πιο δυστυχισμένοι είναι σήμερα.