1955, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στις φυλακές των Βούρλων, στον Πειραιά, 27 πολιτικοί κρατούμενοι οργανώνουν μια από τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις στην παγκόσμια ιστορία. Οι φύλακες τους παρακολουθούν κάθε στιγμή. Το ΚΚΕ, το κόμμα στο οποίο πιστεύουν, είναι αντίθετο στις αποδράσεις. Χωρίς να το ξέρουν ούτε οι υπόλοιποι κρατούμενοι σύντροφοι τους, καταστρώνουν ένα παράτολμο σχέδιο: να σκάψουν μια σήραγγα κάτω από τη φυλακή, κάτω από τον δρόμο και να βγουν απέναντι, στην ελευθερία…

Ads

Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, η απόδραση ενέπνευσε την γνωστή ταινία «Η Μεγάλη απόδραση» και το βέβαιο είναι ότι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο εξωτερικό και την Ελλάδα.

Σε μια γελοιογραφία της εποχής που δημοσιεύθηκε στην «Βραδινή», ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κ. Καραμανλής ζητούσε να προσλάβει τους δραπέτες για να προχωρήσουν τα δημόσια έργα στην Ελλάδα. Αντιδράσεις όμως προκάλεσε και μέσα στο ΚΚΕ.

«Ήταν η εποχή που η απόδραση δεν ήταν μέσα στο σύνολο των επιτρεπομένων δραστηριοτήτων ενός κομουνιστή», λέει ένας από αυτούς, ο Ανδρέας Βελής. «Εν γνώσει μας κάναμε παράβαση βασικότατου κομματικού κανόνα, πήραμε πρωτοβουλία».

Ads

Τους επόμενους τέσσερις μήνες επιστρατεύουν όλη την πονηριά και φαντασία τους για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους. Νυχθημερόν σκάβουν σήραγγα με πρωτόγονα μέσα, τεράστιες δυσκολίες και συνεχείς αναποδιές. Δε σταματούν ακόμα και όταν οι φύλακες φτάνουν στα πρόθυρα να ανακαλύψουν το σχέδιο τους. Ρισκάρουν τα πάντα, δηλαδή την ίδια τους τη ζωή.

«Αυτό που κάναμε εμείς ήταν και λίγο πάρα πάνω από την τρέλα», λέει ο δραπέτης Σωτήρης Σωτηρόπουλος. «Να πάρεις την ευθύνη να οργανώσεις απόδραση και να την πραγματοποιήσεις σε μια φυλακή που δεν μπορούσες να κρύψεις με σιγουριά ένα πακέτο τσιγάρα;». Την Κυριακή 17 Ιουλίου 1955 όλα είναι έτοιμα.

Οι 27 δραπέτες φορούν πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν. Ο κλήρος πέφτει σε έναν από αυτούς να μείνει πίσω για να κλείσει την σήραγγα και δώσει στους υπόλοιπους τον πολύτιμο χρόνο που χρειάζονται για φύγουν. «Και ποιος δεν θέλει την ελευθερία;», θυμάται ο Γιάννης Κωνσταντής που του έτυχε ο κλήρος.

«Αλλά εγώ είμαι κι από αυτούς τους ανθρώπους που θα θυσιαστώ. Στο μυαλό μου είχε φωλιάσει ένα πράγμα, ότι πρέπει να φύγουν αυτοί που είναι άμεσος ο κίνδυνος να τους εκτελέσουν». Η δραπέτευση προκάλεσε γενική κινητοποίηση του Στρατού και 23 χιλιάδες αστυνομικοί συμμετείχαν στην καταδίωξη.

Οι δραπέτες επικηρύχθηκαν, με χρηματική αμοιβή από 5.000 έως 30.000 δραχμές. Από τους 27, τελικά μόνο οι 11 κατάφεραν να διαφύγουν. 15 συνελήφθησαν και ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα. Όμως το κατόρθωμά τους είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.

«Θέλαμε να δώσουμε μία απάντηση στη συνεχή ζημιά που κάνει η ασφάλεια σε εμάς», θυμάται ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, τότε γραμματέας της παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ στην Αθήνα. «Όλο συλλάμβανε, έπιανε, εκτελούσε…».

Για άλλους δραπέτες ήταν ο πόθος για την ελευθερία που τους έδωσε δυνάμεις. «Αφού το σκάσαμε, μπήκαμε σε μια ΕΒΓΑ και ήπια μια μπύρα» λέει ένας απ’αυτούς. Ήταν η ωραιότερη μπύρα της ζωής μου!».