Έλληνες και Τούρκοι συγγραφείς γράφουν και συνομιλούν… Μια επιλογή κειμένων από τη σύγχρονη λογοτεχνία των δύο χωρών.

Ads

«Τα είδα όλα εκείνη τη μέρα. Ντροπή, μεγάλη ντροπή. Θυμάμαι το πιάνο που ετοιμάζονταν να ρίξουν από τον πρώτο όροφο. «Περιμένετε να ρυθμίσω τη μηχανή», τους είπα και μόλις ήμουν έτοιμος τους έδωσα το σύνθημα. Τράβηξα τη φωτογραφία όταν το πιάνο ήταν στον αέρα…» Αρά Γκιουλέρ (φωτογράφος)

Οι βίαιες επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τη νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 που καταγράφηκαν στην ιστορία ως «Σεπτεμβριανά» οδήγησαν όχι μόνο στον αφανισμό της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας των 150.000 σχεδόν ανθρώπων, αλλά σηματοδότησαν και την αρχή του τέλους για την κοσμοπολίτικη, ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη. Ένα σύμπλεγμα καταστάσεων και αιτιών οδήγησε στην καταστροφή: από τη μια ήταν η πολιτική του τουρκικού κράτους που, πιστή στην ιδεολογία των Νεότουρκων, προσπαθούσε να απαλλάξει το έθνος από τα κατάλοιπα της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη στέκονταν τα διεθνή παιχνίδια της διπλωματίας και δη της αγγλικής πολιτικής, που διαβλέποντας τον κίνδυνο να χάσει την Κύπρο, το τελευταίο μεγάλο οχυρό της αποικιοκρατικής εποχής, αποφάσισε να εμπλέξει δυναμικά στο παιχνίδι το τουρκικό κράτος.

Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν εντυπωσιακά τα μυθιστορήματα Ελλήνων και Τούρκων συγγραφέων, που αναφέρονται στα δραματικά γεγονότα που συνδέουν τους δύο λαούς από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Πέρα από τις πολιτικές των δύο χωρών, η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα αποτελούν τους μάρτυρες μιας παράλληλης αναζήτησης της μνήμης, του κοινού παρελθόντος και της κοινής γεωγραφίας που υπάρχει, πέρα από τα εθνικά σύνορα και τις αντιθέσεις. Η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, η μάχη της Καλλίπολης, ο ξεριζωμός Ελλήνων και Τούρκων από τις πατρογονικές τους εστίες με την υποχρεωτική ανταλλαγή το 1923, τα «Σεπτεμβριανά», το Κυπριακό, ξεκίνησαν να παρελαύνουν μέσα από τον παράλληλο διάλογο των συγγραφέων των δύο χωρών, που κάποιες στιγμές δείχνουν να «συνομιλούν» και να «αναζητούν» πάνω στην ίδια θεματική με μια αξιοθαύμαστα παρόμοια οπτική. Από όλον αυτόν τον πλούτο αναφορών και με αφορμή τη θλιβερή επέτειο των ημερών, σταχυολογήσαμε αποσπάσματα της σύγχρονης λογοτεχνίας των δύο χωρών τα οποία περιγράφουν το χρονικό των γεγονότων του Σεπτεμβρίου 1955, και από μόνα τους δείχνουν ότι η επικοινωνία και η πολιτιστική συνεργασία των γειτόνων χωρών έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης… Δίπλα σε αυτά τα συναισθηματικά φορτισμένα κείμενα της λογοτεχνίας παραθέτουμε και ένα μικρό απόσπασμα από την ανταπόκριση που έστειλε στους «Sunday Times» ο δημιουργός του Τζέιμις Μπόντ Ίαν Φλέμινγκ, ο οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη τις ημέρες εκείνες για ένα συνέδριο της Ιντερπόλ.

Ads

Τα αποσπάσματα

Γίνονταν διαδηλώσεις στη χώρα. Ήταν ένας παπάς, τον έλεγαν Μακάριο. Στις διαδηλώσεις βάζανε φωτιά στο ομοίωμα αυτού του κακού ανθρώπου με τα μαύρα ράσα. Το νησί της Κύπρου είχε ρίξει σκιά στις σχέσεις μας με τους Ρωμιούς της Πόλης, κι όλοι οι Τούρκοι είχαν αποστηθίσει μια φράση: «Για ταξίμ για ολιούμ (‘Η διχοτόμηση ή θάνατος)». Σεργκούν Αγάρ

Εσείς οι Έλληνες κοιτούσατε αλλού όταν μας ξεκλήριζαν. Φωνάζατε ότι η Κύπρος είναι ελληνική και μας παρατήσατε στους Τούρκους. Τελικά πήρατε το μισό νησί. […] Σάντουιτς γινήκαμε. Μια ψιλή φέτα σαλάμι, ανάμεσα στους Τούρκους και σε εσάς τους Έλληνες… Αν οι Τούρκοι ξέρανε πόσο λίγο νοιάζεστε για μας τους Ρωμιούς [σσ. της Πόλης], δε θα είχανε αγγίξει ούτε την τρίχα της κεφαλής μας, γιατί θα καταλάβαιναν ότι δεν άξιζε τον κόπο να εκτεθούν χτυπώντας στου κουφού την πόρτα.Πέτρος Μάρκαρης

– Ξέρεις τι βλέπω τώρα τελευταία μπρε Ανέστη; Δεν ξέρω αν το είδες κι εσύ και δεν με είπες τίποτις, πολλά λεωφορεία από την Ανατολή βλέπω να έρχουνται, κι από εμάς εδώ δέκα δέκα περνούνε, ασταμάτητα από το πρωί έως το βράδυ έρχουνται. Τι κάνουνε εδώ τέτοια εποχή οι πεζεβένγκηδες, περίεργο δεν σε φαίνεται; Από το Ντιγιάρμπακιρ έρχουνται, πολλά από την Κόνια έρχουνται, ακόμα και από την Άγκυρα έρχουνται, τι γυρεύουνε εδώ, οι αναθεματισμένοι; Δημήτρης Τσαλίδης

Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκιοϊ, το Μπαλουκλή, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν και λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες. […] Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίους στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν τη φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο ήταν ελεύθερο. Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος, το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. […] Το οδόστρωμα δεν φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια, τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. […] …και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη. Ορχάν Παμούκ

Δύο άνδρες ξετύλιγαν ένα τόπι μεταξωτό ύφασμα στην πόρτα του καταστήματος. Ένας άλλος κρατούσε την άκρη του υφάσματος και προχωρούσε προς το Ταξίμ κι ένας τέταρτος έκοβε μ’ ένα ψαλίδι το μεταξωτό ύφασμα στη μέση. Τα μάτια αυτών των ανδρών δεν έκρυβαν τη χαρά τους. Γιλμάζ Καρακογιουνλού

Στα εμπορικά κέντρα έξαλλοι τύποι έπιαναν τις άκρες απ’ τα τόπια των υφασμάτων και έτρεχαν στους δρόμους σχηματίζοντας ατελείωτους διαδρόμους απ’ τα ακριβά υφάσματα. […] Και ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι αγριεμένοι; Αυτοί δεν ήταν Πολίτες. Τι φάτσες ήταν αυτές; Αρουραίοι που παραμόνευαν κρυμμένοι στα έγκατα της γης, περιμένοντας το σύνθημα να βγουν και να ροκανίσουν σε μια στιγμή ό,τι μια ολόκληρη ζωή πάλευαν για να φτιάξουν οι υπόλοιποι.Γρηγόρης Πετρινιώτης

Όλες οι καταστροφές, ένα μικρό μέρος των οποίων το είδα με τα μάτια μου, έγιναν στο σκοτάδι, σε διάρκεια οκτώ ωρών, υπό το γαλήνιο φως μιας σελήνης τριών τετάρτων […] Αυθόρμητα και στις δύο πλευρές του Βοσπόρου, σε κάθε βρώμικο σοκάκι, σε κάθε κοσμική λεωφόρο το ηφαίστειο του μίσους εξερράγη και ξεχύθηκε στους δρόμους σαν λάβα. […] Τη νύχτα η Κωνσταντινούπολη είχε μετατραπεί σε μεσαιωνική αρένα. Τα κοντάρια καταχωνιάστηκαν όπως-όπως την αυγή όταν τα τεθωρακισμένα Σέρμαν ανέλαβαν δράση και η πρώτη τουρκική μεραρχία πήρε την πόλη υπό τον έλεγχό της.Ίαν Φλέμινγκ

Είδε τον ηλικιωμένο μπάρμπα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο «Ιντζί». Το πρόσωπο, τα μάτια του ήταν γεμάτα αίμα. Είχε εξαντλήσει όλες του τις δυνάμεις και ήταν σωριασμένος μπροστά στο κατάστημά του. Το αίμα που κυλούσε από τη βαθιά πληγή που είχε πάνω από το φρύδι του πάγωσε και σχημάτισε ένα μωβ χρώμα πάνω από το μάτι του. Έχυσαν τα σερμπέτια του βύσσινου και του ταμάρινδου πάνω στις καραμέλες και τα παστάκια που πέταξαν κάτω. Στην άγρια αυτή λεηλασία πρόσθεσαν κι ένα ακόμα αηδιαστικό θέαμα. Έσπασαν τα δόντια του ηλικιωμένου άνδρα και από τα χείλη του κυλούσε φρέσκο αίμα. Ο Εμίρνταλι τον έπιασε, τον σήκωσε και τον έβαλε μέσα στο μαγαζί.
– Στάσου εδώ, μπάρμπα. Έξω θα σε λιώσουν.Γιλμάζ Καρακογιουνλού

Σ’ άβολη θέση έχω βρεθεί κι οι μέρες ρημαγμένες
Τρελλός νοτιάς στρίβει βοριάς στου Βόσπορου το Πέρα
 Βασιλική Παπαγεωργίου (στίχοι για τραγούδι)

Εκείνη τη βραδιά της 6ης/7ης Σεπτεμβρίου έγινα μάρτυρας πολύ θλιβερών και πολύ γελοίων καταστάσεων. Εσείς πόσες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του Ατατούρκ πιστεύετε ότι μπορεί να έχει ένα μικρό καπηλειό; Δυο, τρεις, τέσσερις… Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει εκεί ήταν η πληθώρα των φωτογραφιών του Ατατούρκ. Ο εστιάτορας, κρυμένος πίσω από την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Ατατούρκ, που χρησιμοποιούσε ως ασπίδα προστασίας απευθυνόμενος προς τους σερβιτόρους, έλεγε: «Γρήγορα, φέρτε φωτογραφίες του Ατατούρκ!». Και ξαναβγάζοντας το κεφάλι του, προσπαθούσε με χίλια παρακάλια να εξηγήσει στον όχλο, που πλέον ερχόταν κατά κύματα και όχι βήμα βήμα, ότι είναι Τούρκος, μουσουλμάνος και Κεμαλιστής. […] Κάποια στιγμή μου ήρθε να πω στο παλικάρι που κράταγε τη σημαία: «Ρε συ, τι κάνεις, ο άνθρωπος λέει ότι είναι και Τούρκος και μουσουλμάνος!». Αλλά πόσο γελοία θα ήταν μια τέτοια κουβέντα. Λες κι αν δεν ήταν Τούρκος και μουσουλμάνος θα νομιμοποιούνταν η λεηλασία του χώρου.Αζίζ Νεσίν

Ναι, είναι αλήθεια ότι λεηλατήθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες σπίτια και καταστήματα, κάηκαν εβδομήντα εκκλησίες, ξυλοκοπήθηκαν ιερείς, έγιναν απόπειρες περίτμησής τους. Καταστράφηκαν ελληνικά νεκροταφεία, πέταξαν στους δρόμους τα οστά των νεκρών. Όμως κι εκείνοι που προστάτεψαν τους Ρωμιούς από τους πλιατσικολόγους, τους πήραν στα σπίτια τους, κι έσωσαν από τις φωτιές εικόνες των εκκλησιών, Τούρκοι ήταν, σώφρονες Τούρκοι…Σεργκούν Αγάρ

Εκείνη τη νύκτα, άλλοι εκδηλωθήκαν και μας φανερώσαν τα κακά αιστήματά τους, συμμετέχοντας στις βιαιότητες, κι άλλοι βοηθήσαν με τον τρόπο τους και σώσαν κάποιους από μας απ’ τις λεηλασίες, με το να σταθούν μπρος στα μαγαζιά και τα σπίτια μας και να μην αφήκουν τον όχλο να τα καταστρέψει.Αγλαΐα Κωνσταντινίδου-Κλουκίνα

…η Δημητρούλα, η οποία ετοιμαζόταν να παντρέψει τη δεύτερη κόρη της, είδε από το απέναντι τουρκικό σπίτι, όπου τους φιλοξένησαν για να τους γλυτώσουν, το σπιτικό της να διαλύεται σε μια νύχτα, τα έπιπλά της να κομματιάζονται, τα σερβίτσια της να γίνονται θρύψαλα, τα εργόχειρα και τα ρούχα της κουρέλια και το νυφικό της Μαρίκας να πετάγεται από τον τέταρτο όροφο και να ανοίγει πέφτοντας αργά, σαν «παρασούτ», για να προσγειωθεί στα κεφάλια των εξαγριωμένων Τούρκων και να ξεσκιστεί με αλαλαγμούς που έκαναν το αίμα να παγώνει.Ρέα Σταθοπούλου

Ευτυχώς πρόλαβε ο Ισμαήλ εφέντης εκείνη την ημέρα και βοήθησε την Ελένη Κομνηνή ν’ αποφύγει το τελειωτικό χτύπημα από εκείνες τις αγέλες που λεηλατούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Βρισκόταν η άμοιρη μέσα στο σπίτι μαζί με τα παιδιά οπότε άρχισαν και τη ‘σπρωχναν βίαια… Ο ίδιος ο πατέρας μου έβαλε ασπίδα τον εαυτόν του για να αποσοβήσει την τελευταία στιγμή την ολική καταστροφή από τη μανία του πλήθους. Ανάθεμα σους ακοινώνητους που φέρνουν τέτοιες ντροπές.
Πασχάλης Λαμπαρδής

Μόνο που οι Άννες Κομνηνές, ατάραχες ως τα γεγονότα του ’55, κάπνιζαν βαριά τούρκικα τσιγάρα και μιλούσαν μια εσπεραντική διάλεκτο με κομψά γαλλικά και πολλά ελληνικά, ταξινομημένα συχνά με το συντακτικό των Οθωμανών, αγνοώντας τη φρεσκάδα των αιμάτων των Τούρκων, έτοιμων για όλα ανά πάσα στιγμή. Όσοι πόνταραν στην πιθανότητα της αφύπνισης κάποιων τουρκικών εθνικιστικών φαινομένων δικαιώθηκαν –και υπέστησαν τις συνέπειες.
Γιάννης Ξανθούλης

Τη μεγάλη απόφαση όμως την είχαμε πάρει κι αρχίσαμε να πουλάμε τα κτήματά μας όσο –όσο. Τα βγάζαμε όλα στο σφυρί, όπως λένε. Ξεπουλούσαμε το βιός μας. Με την αρχή του χρόνου έγινε καταμέτρηση στο μαγαζί και τον Αύγουστο του ’56 πρώτα ήρτε στην Αθήνα ο κουνιάδος μου οικογενειακώς και τον Απρίλιο του ’57 ήρταμε εμείς. Ήμασταν από τους πρώτους που φύγαμε. Ύστερα άρχισε η μεγάλη διαρροή και στη συνέχεια οι απελάσεις. Έτσι άδειασε η Πόλη. Έτσι το Πέρα, που ήταν μια μικρή Ευρώπη και το καμάρι μας, έγινε η χειρότερη επαρχία της Τουρκίας.
Αγλαΐα Κωνσταντινίδου-Κλουκίνα

Εκείνη τη νύχτα όμως ήρθαν όλα τα πάνω κάτω. Οι Ρωμιοί, που ζωντάνευαν με την παρουσία τους τα ταμεία των κινηματογράφων στον Πέρα, τα φουαγιέ των θεάτρων, τις χορευτικές πίστες, τις στάσεις του τραμ, τα πεζοδρόμια, ξαφνικά έλειψαν από παντού. Τέλος οι εκδρομές στην Πρίγκιπο, τέλος οι χοροί και τα πανηγύρια… Η Ιστανμπούλ είχε χάσει το κέφι της.Σεργκούν Αγάρ

– «Να τα πουλήσεις όλα και να φύγεις. Δεν μας θέλουν εδώ. Δεν μας αγαπάνε.»
– «Μα τόσα χρόνια ζήσαμε μαζί.»
– «Άκου με που σου μιλάω, ξέρω εγώ. Είσαι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνεις.»
– «Μα δεν είναι όλοι έτσι. Να, κοίτα τον Αχμέτ, τον Οσμάν, τόσους φίλους, γείτονες, τη γιαγιά Αϊσέ.»Γρηγόρης Πετρινιώτης

Παρότι τότε οι γείτονες βρήκαν καταφύγιο στους γείτονες, με τον καιρό ο ρωμαίικος πληθυσμός μειώθηκε.Ιντζί Αράλ

Ήδη με τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου έφυγαν και οι τελευταίοι γείτονες, και η οικογένεια της Ιωάννας. Δεν έμειναν ούτε εκείνα, τα πικραμένα πια, τσουρέκια τους, μικρά όσο ένα δάκτυλο, που τα’ άλειβαν με κιτρινάδι αβγού και μπαχαρικό τσουρεκιού και σκόρπαγαν μια υπέροχη μυρωδιά, ούτε εκείνες οι υπέροχες και χαρωπές θείες τους στη γειτονιά, που επέμεναν φωνάζοντας «Νιχάτι μου, ωχ βρε παιντί μου, φρέσικα, φρέσικα», για να πάρω ένα ακόμα. […] Έφυγε ο Μανόλης, φύγανε οι φίλοι μου… Όλοι… η θεία Ευγενία, η Λαμίς, η μαντάμ Ζήτω. Έμεινα ολομόναχη εγώ. Ούτε Σαμιώτισσα απέμεινε πιά, ούτε τίποτε.Φεριντέ Τσιτσέκογλου

Στο διπλανό τραπέζι ένα ζευγάρι γύρω στα πενήντα μας κάλεσαν στο τραπέζι τους. Ήταν Ρωμιοί από την Πόλη. Στα λεγόμενά τους άχνιζε μια εχθρότητα για τους Τούρκους και μια περιφρόνηση. […] Βρίσκονταν πολύ πίσω, στο Σεπτέμβρη του ’55, στα τραύματα της καταστροφής, της προσφυγιάς και του ξεριζωμού. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη νέα πραγματικότητα. Δεν μπορούσαν να νιώσουν εμάς, τους νέους, που δεν μας καθορίζουν πια οι δικοί τους λογαριασμοί. Απορούσαν που τους λέγαμεπως μας συμπεριφέρονταν καλόκαρδα οι άνθρωποι κι ας είμαστε Έλληνες.
Δημήτρης Παπαχρήστος

Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από (αλφαβητικά):

• Αγάρ Σεργκούν, «Φίλησα μια φορά την Ευδοξία», Ωκεανίδα, 2003
• Αράλ Ιντζί, «Η εικόνα μιας απέραντης Ιστανμπούλ», στο «Οδοιπορικό στην Ιστανμπούλ», Καστανιώτης, 2009
• Καρακογιουνλού Γιλμάζ, «Πληγές του φθινοπώρου», Λιβάνης, 2009
• Κωνσταντινίδου-Κλουκίνα Αγλαΐα, «Όπου λοιπόν… μια φορά κι έναν καιρό στην Πόλη», Ίκαρος, 2003
• Λαμπαρδής Πασχάλης, «Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου», Ιωλκός, 2004
• Μάρκαρης Πέτρος, «Παλιά, πολύ παλιά», Γαβριηλίδης, 2008
• Νεσίν Αζίζ, «Κρεμάστε τους σαν τα τσαμπιά», Καστανιώτης, 1999
• Ξανθούλης Γιάννης, «Ο Τούρκος στον κήπο», Καστανιώτης, 2002
• Παμούκ Ορχάν, «Ιστανμπούλ», Ωκεανίδα, 2005
• Παπαγεωργίου Βασιλική, «Του Βοσπόρου το Πέρα», από το ομώνυμο CD των Bosphorus & Mode Plagal, Hitch-Hyke Records, 2003
• Παπαχρήστος Δημήτρης, «Ο άλλος Κεμάλ», Καστανιώτης, 2003
• Πετρινιώτης Γρηγόρης, «Τούρκος, Χριστιανός και Ορθόδοξος», Εμπειρία Εκδοτική, 2003
• Σταθοπούλου Ρέα, «Ο βασιλιάς των αριθμών», Ωκεανίδα, 2006
• Τσαλίδης Δημήτρης, «Γιόκ τζάνιμ», Νεφέλη, 2005
• Τσιτσέκογλου Φεριντέ, «Η άλλη πλευρά του νερού», Καστανιώτης, 1997