Σαν σήμερα, το 1984, έφυγε από τη ζωή η γυναίκα που αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην ιστορία της Ινδίας. Παραμένει η πρώτη και μοναδική γυναίκα που έχει βρεθεί στο τιμόνι της βαθιά πατριαρχικής ινδικής κοινωνίας και μια πολιτική προσωπικότητα που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι.

Ads

Η αμφιλεγόμενη Ίντιρα Γκάντι, με τη μοναδική μαχητικότητά της και τις αντιφατικές πολιτικές αποφάσεις της, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ινδίας για συνολικά δεκαπέντε χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1977 και ξανά από το 1980 μέχρι τη δολοφονία της στις 31 Οκτωβρίου του 1984.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η Ίντιρα Γκάντι υπήρξε μέλος ενός σπουδαίου πολιτικού «τζακιού» της Ινδίας, αλλά λιγότερο γνωστό το ποιο ακριβώς ήταν αυτό, μιας και πολλοί διατηρούν την κλασική παρανόηση ότι η Ίντιρα ήταν κόρη του θρυλικού Μαχάτμα Γκάντι. Μεταξύ τους και ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, που λέγεται πως έκανε το εξής σχόλιο για το κλασικό βιογραφικό φιλμ «Γκάντι»: «Θαυμάσια ταινία. Ήταν μεγάλος άντρας. Όπως ακριβώς και η κόρη του».

Πατέρας της Ίντιρα ήταν ένας άλλος σπουδαίος πολιτικός και στενός φίλος και συνεργάτης του Μαχάτμα Γκάντι, ο Τζαουαχαρλάλ Νεχρού, ο πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας. Η μοναχοκόρη του Νεχρού θα βιώσει από πολύ μικρή τους αγώνες για ανεξαρτησία από τη βρετανική αυτοκρατορία και το εκρηκτικό πολιτικό κλίμα της εποχής, με τον πατέρα της να αποτελεί τη μεγαλύτερη επιρροή στην μετέπειτα πολιτική της καριέρα.

Ads

Ως φοιτήτρια στην Οξφόρδη, συμμετέχει σε οργανώσεις για την ανεξαρτησία της Ινδίας και υπέρ της επανάστασης στην Ισπανία, ενώ γνωρίζει και παντρεύεται παρά τις ενστάσεις του πατέρα της, τον Φερόζ Γκάντι, με τον οποίο αποκτά δύο παιδιά, τον Ρατζίβ και τον Σαντζάι. Ωστόσο, ο Φερόζ θα το σκάσει με μια νεαρή μουσουλμάνα και η Ίντιρα θα επιστρέψει αποκαρδιωμένη στην Ινδία για να γίνει το δεξί χέρι του πατέρα της, αρχικά στον αγώνα για ανεξαρτησία και από το 1947 που ο Νεχρού ορκίζεται πρωθυπουργός, ως μέλος του εκτελεστικού γραφείου του Κόμματος του Κογκρέσου.

Το 1959 θα εκλεχθεί στην τιμητική θέση της προέδρου της παράταξης και όταν ο Νεχρού πεθαίνει το 1964, ο νέος πρωθυπουργός, Μπαχαντούρ Σάστρι, θα διορίσει την Ίντιρα Γκάντι υπουργό Πληροφοριών και Ραδιοφωνίας. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, ο Σάστρι βρίσκει αιφνίδιο θάνατο και η Γκάντι αναδεικνύεται η πρώτη και μοναδική μεχρι σήμερα γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας, μια θέση που θα υπηρετήσει με ιδιαίτερη μαχητικότητα και δυναμισμό, σε σημείο που θα κατηγορηθεί για εθισμό στην εξουσία.

Η πολιτική που ασκεί χαρακτηρίζεται από τις σοσιαλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πραγματοποιεί ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους: Συνεχίζει το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης του Νεχρού και εθνικοποιεί αρκετές μεγάλες τράπεζες. Προχωράει σε μια σειρά ραγδαίων μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας, της πείνας και του αναλφαβητισμού, και ειδικά στον αγροτικό τομέα επιτυγχάνει την «Πράσινη Επανάσταση», μέσω της οποίας η Ινδία μεταμορφώνεται από μια χώρα που αντιμετωπίζει χρόνια και θανατηφόρα προβλήματα υποσιτισμού σε έναν κυρίαρχο εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων.

Με αυτόν τον τρόπο η Γκάντι δίνει τέλος στην οικονομική εξάρτηση της Ινδίας από τις ΗΠΑ του «μισητού» της Ρίτσαρντ Νίξον, ενώ ταυτόχρονα ηγείται του κινήματος των Αδεσμεύτων, που διεκδικεί την ανεξαρτησία σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, σχηματίζει στρατηγικής σημασίας διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και εγκαινιάζει το πυρηνικό πρόγραμμα της Ινδίας, που το 1971 επεμβαίνει στρατιωτικά υπέρ του Ανατολικού Πακιστάν, κερδίζει κατά κράτος τις ένοπλες δυνάμεις του Δυτικού Πακιστάν, το οποίο έχει τη στήριξη της Ουάσινγκτον, και παίζει έτσι καθοριστικό ρόλο στη «γέννηση» του ανεξάρτητου Μπανγκλαντές.

Για να πετύχει όλα τα παραπάνω, η Ίντιρα Γκάντι πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τις έντονες αντιδράσεις του συντηρητικού συνασπισμού της αντιπολίτευσης, καθώς και τις εσωκομματικές κόντρες με τη δεξιά πτέρυγα του Κόμματος του Κογκρέσου, κάτι που καταφέρνει και με το παραπάνω στις εκλογές του 1971. Η σαρωτική της νίκη βασίζεται στην ιστορική καμπάνια Garibi Hatao («Εξάλειψη της Φτώχειας»), που περιελάμβανε κρατικά προγράμματα πολλών εκατομμυρίων για τις υποβαθμισμένες περιοχές και τους απόρους.

Ωστόσο, είναι γνωστό σήμερα πως μόλις το 4% των χρημάτων θα διατεθεί τελικά για το σκοπό της εκστρατείας, με το υπόλοιπο ποσοστό να χρηματοδοτεί ένα ισχυρό δίκτυο που «πατρονάρει» την προεκλογική καμπάνια της Γκάντι. Για τις «αμαρτίες» αυτές, η «Μητέρα της Ινδίας» θα κληθεί να πληρώσει, αλλά όχι αμαχητί.

Δείτε επίσης: Ίντιρα Γκάντι, μέρος ’Β: Η πτώση