Οι Αφγανοί είναι απαισιόδοξοι για την ηγεσία της χώρας τους, έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ότι θα εγγυηθούν την ασφάλεια και δείχνουν μεγαλύτερη προθυμία να διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν σε σχέση με ένα χρόνο πριν, προκύπτει από δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε στις 24 επαρχίες του Αφγανιστάν.

Ads

Όμως οι κάτοικοι δύο επαρχιών στο νότιο Αφγανιστάν, στις οποίες έχουν επικεντρωθεί τον τελευταίο χρόνο οι αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, δήλωσαν πως οι συνθήκες στους τομείς της ασφάλειας και του τρόπου ζωής έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τον περασμένο Δεκέμβριο.

Η δημοσκόπηση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα Δευτέρα έγινε για λογαριασμό της εφημερίδας The Washington Post του ABC News, του BBC και της γερμανικής τηλεόρασης ARD.

Από τη δημοσκόπηση φαίνεται μια μετακίνηση της κοινής γνώμης στην επαρχία Χελμάντ όπου αμερικανοί Πεζοναύτες πραγματοποιούν εκτεταμένες επιχειρήσεις. Το ποσοστό των κατοίκων της επαρχίας αυτής που περιγράφουν ως “καλή” την κατάσταση της ασφάλειας έφτασε το 67%, από 14% που ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο, επισημαίνει η Post.

Ads

Στην Χελμάντ και την γειτονική Κανταχάρ το ποσοστό των ανθρώπων που ανέφεραν ότι λάμβαναν απειλητικές επιστολές από τους Ταλιμπάν μειώθηκε στο μισό.

Σε εθνικό επίπεδο, περισσότεροι από τους μισούς Αφγανούς που συμμετείχαν στην δημοσκόπηση τόνισαν πως τα αμερικανικά και ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι τα μέσα του 2011 ή νωρίτερα. Σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, περισσότεροι Αφγανοί θεωρούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παίζουν αρνητικό ρόλο στο Αφγανιστάν.

Πριν από ένα χρόνο, το 61% των Αφγανών υποστήριζε την ανάπτυξη επιπλέον 30.000 αμερικανών στρατιωτών στη χώρα. Στην σημερινή δημοσκόπηση, το 49% υποστηρίζει την αποχώρησή τους.

Τέλος, ποσοστό μεγαλύτερο του 25% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι οι επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών και άλλων ξένων στρατιωτικών δυνάμεων είναι δικαιολογημένες.

Η δημοσκόπηση έγινε με προσωπικές συνεντεύξεις σε τυχαίο δείγμα 1.691 ενήλικων Αφγανών από τις 29 Οκτωβρίου ως τις 13 Νοεμβρίου από το Center for Socio-Economic and Opinion Research στην Καμπούλ.