Ένα είδος αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους ενδέχεται να είναι ήδη σε εξέλιξη. Στοιχεία της ΕΕ καταδεικνύουν -ήδη από το 2010- μείωση των ελληνικών ομολόγων τα οποία διαθέτουν ξένα funds και τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ενίσχυση των αντίστοιχων χαρτοφυλακίων ελληνικών φορέων. Ζητούμενο αποτελεί η κατάληξη του ρίσκου το οποίο φαίνεται να αναλαμβάνουν οργανισμοί όπως τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας.

Ads

Πληροφορίες από το ΔΝΤ θέλουν -εκτός από την ΕΚΤ- «μη τραπεζικές ελληνικές οντότητες, όπως ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες», να αγοράζουν το τελευταίο διάστημα ελληνικά ομόλογα, τα οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς στις αποτιμήσεις τους έχουν προεξοφλήσει «κούρεμα» της τάξης του 30% επί της ονομαστικής αξίας τους.

Σε πρόσφατη ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου (αναμένεται η απάντηση), ο βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς Νίκος Τσούκαλης επισημαίνει:

«Το Σεπτέμβριο του 2009 (ουσιαστικά κατά την ανάληψη διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ) οι Ελληνικές Τράπεζες και άλλοι Ελληνικοί φορείς ( π.χ. ταμεία) κατείχαν περίπου 45 και 15 δις € αντίστοιχα και οι ξένες τράπεζες περίπου 90 δις €. Δηλαδή εγχώριοι και ξένοι φορείς περίπου 60 και 90 δις € αντίστοιχα. Τα τέλη Ιουνίου 2010 (πρακτικά μέχρι την υπογραφή του μνημονίου) η πιο πάνω κατανομή του δημόσιου χρέους φαίνεται να διαμορφώθηκε ως εξής: Οι Ελληνικές Τράπεζες και άλλοι Ελληνικοί φορείς κατείχαν περίπου 55 και 75 δις € αντίστοιχα και οι ξένες τράπεζες περίπου 50 δις €». Σε αυτό το πλαίσιο ζητά από την κυβέρνηση να επιβεβαιώσει και να αξιολογήσει τη διαφοροποίηση αυτής της κατανομής.

Ads

Η ερώτηση βασίζεται σε στοιχεία τα οποία περιλαμβάνει η τελευταία έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας (The economic adjustment of Greece – Third Review Winter 2011) με συντάκτη τον εκπρόσωπο της ΕΕ στην τρόικα Σερβάας Ντερούζ. Σχολιάζοντας τις συγκεκριμένες πληροφορίες στο tvxs.gr, οικονομικοί αναλυτές διαπιστώνουν ότι στο αναφερόμενο χρονικό διάστημα «οι ξένες τράπεζες και λοιποί φορείς της αλλοδαπής μείωσαν την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος κατά 35 δις ευρώ».

Από την άλλη πλευρά, τονίζουν: «οι εγχώριοι φορείς αύξησαν τη συμμετοχή τους στο ελληνικό χρέος κατά 70 δις ευρώ – α) συμπεριλαμβάνεται η έκδοση νέων ομολόγων στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 και στα δύο πρώτα του 2010 προκειμένου να πληρωθούν εκείνα τα οποία έληγαν β) η επιπλέον εγχώρια επιβάρυνση αφορά κυρίως οργανισμούς εκτός τραπεζικού συστήματος οι οποίοι από 15 δις ευρώ κατείχαν πλέον 75 δις ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν την κατοχή τους κατά περίπου 10 δις ευρώ, καθώς δανείζουν το κράτος στις δημοπρασίες έντοκων γραμματίων».

Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούν πως «τα ξένα funds σε γενικές γραμμές έχουν πουλήσει τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Απ’ ότι φαίνεται, το ίδιο έχουν κάνει -αλλά σε μικρότερο βαθμό- και οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οι οποίες συγκεντρώνουν και το ουσιαστικό ενδιαφέρον σε σχέση με τις επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ‘κούρεμα’ του ελληνικού χρέους».

Σημειώνεται ότι ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε ελληνικά ομόλογα είναι ξένες τράπεζες όπως η η Commerzbank, η Intesa Sanpaolo, η Erste και η Credit Agricole, KBC και η Monte dei Paschi di Siena, οι οποίες θα χρειαστούν ενίσχυση κεφαλαίων στην περίπτωση ενός μεγάλου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους. Ήδη, κάποιες από αυτές έχουν προαναγγείλει κεφαλαιακή ενίσχυση, πιθανώς προετοιμαζόμενες για μία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Με (ελληνικά) ομόλογα ύψους περίπου 22 δις ευρώ, η Εθνική είναι η περισσότερο εκτεθειμένη ελληνική τράπεζα.

Αναφορικά με τους ελληνικούς φορείς οι οποίοι αγοράζουν -φτηνότερα ομολογουμένως- ελληνικά ομόλογα, σημειώνουν ότι «μπορεί να μην αποδειχθεί κακή επιλογή, δεν αποκλείεται να βγουν κερδισμένοι, αλλά αναλαμβάνουν ένα μεγάλο ρίσκο».

*Σε πρόσφατη συνέντευξη στην κινεζική εφημερίδα China’s 21st Century Business Herald, ο υπουργός Επικρατείας Χάρης Παμπούκης απηύθυνε έκκληση στους κινέζους επενδυτές να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα: «Η αγορά από την Κίνα, ελληνικών ομολόγων, θα βοηθήσει την οικονομία μας να ξεπεράσει την κρίση και να ξαναποκτήσει την εμπιστοσύνη της διεθνούς αγοράς».