Την Κυριακή της 26ης Ιουνίου, στην Καθημερινή, και πιο συγκεκριμένα στο ένθετο Τέχνες, σ’ ένα άρθρο σχετικό με τους Αγανακτισμένους και τις συγκεντρώσεις τους στην πλατεία Συντάγματος, δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία του πλήθους που συνωστίζεται με τα πανώ του, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον των πολιτικών κομμάτων και μουντζώνοντας τη Βουλή.

Ads

Για την ακρίβεια, η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από πολύ πιο πίσω, όχι από το χώρο μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, ή από το οδόστρωμα της λεωφόρου Αμαλίας, αλλά από το πεζοδρόμιο της πλατείας, σχεδόν μπροστά στα σκαλιά που οδηγούν σ’ αυτήν. Με αποτέλεσμα, όσοι μουντζώνουν και αποδοκιμάζουν, αυτοί που βρίσκονται συνήθως στοιβαγμένοι μπροστά στο χώρο του μνημείου, να μην καλοδιακρίνονται.

Κι ας είναι ακόμη νωρίς τ’ απόγευμα, ο ουρανός που περιβάλλει το κτίριο της Βουλής φωτεινός, κανονική μέρα.

***

Το πάνω μισό της φωτογραφίας καταλαμβάνει το κτίριο της Βουλής, με τη γαλανόλευκη να κυματίζει στην κορυφή του, αλλά τα παράθυρα καλύπτονται από ένα πελώριο κοκκινομπλέ πανώ, με άσπρα κεφαλαία γράμματα, που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, και γράφει (ή τουλάχιστον αυτό μόνο φαίνεται): ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΠΟΤΕ ΝΙΚΗ […].

Ads

Εννοείται, νικη-μένοι, αλλά ποιοι; Τέλος, χαμηλότερα, βλέπουμε ένα άλλο πανώ, λευκό τη φορά αυτή, με σκέτα κόκκινα γράμματα. Εδώ ξεχωρίζει ολόκληρη η πρώτη γραμμή: Η ΧΟΥΝΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ’73· ενώ η δεύτερη διακόπτεται και μισοεξαφανίζεται, πίσω από ένα σωρό άλλες ελληνικές σημαίες, που κραδαίνουν οι διαδηλωτές: ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΤΗΝ […] ΣΕ ΤΟΥ […] ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ. Εμείς θα την κηδέψουμε, είναι το ρήμα που λείπει. Και ακολουθεί το: σε τού-τη την πλατεία.

Το δεύτερο πανώ, το χαμηλό, υψώνεται στο βάθος, εκεί ακριβώς που συγκεντρώνονται εκείνοι για τους οποίους έλεγα προηγουμένως: όσοι δεν καλοδιακρίνονται, όσοι αποδοκιμάζουν και μουντζώνουν. Συνήθως, κάτι λαϊκοί τραμπούκοι, μάλλον εθνικιστές, οι οποίοι, όταν δεν ξελαρυγγιάζονται με τα συνθήματα ή δεν βαράνε κατσαρόλες, εξασκούνται στη λεκτική βία και στα σεξιστικά υπονοούμενα εναντίον των ΜΑΤ.

Και για την ακρίβεια, εναντίον της διμοιρίας των κρανοφόρων, που με την ασπίδα παραπόδα φρουρούν την είσοδο στο χώρο του μνημείου, πίσω από μια σειρά κάγκελα-οδοφράγματα.

***

Πάνω δεξιά, ή ίσως κάπου στη μέση, ανάμεσα στα δυο πανώ, στριμώχνεται η γαλάζια ομπρέλα ενός μικροπωλητή, ο οποίος διαθέτει το (αόρατο) εμπόρευμά του, λίγο πιο μπροστά από εκεί που στέκεται ο φωτογράφος. Κρύες μπύρες, αναψυκτικά, και τα κλασικά πλαστικά μπουκάλια με νερό, ξηροί καρποί, ψητό καλαμπόκι, σημαιάκια, πολύχρωμες σφυρίχτρες, σουβλάκια, λουκάνικα, ρούχα, τσάντες και αθλητικά παπούτσια-αντίγραφα από ακριβές μάρκες.

Απ’ όλα έχει ο μπαξές, από τότε που άρχισαν οι συγκεντρώσεις-καταλήψεις των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, μεταβάλλοντάς τες σε κάτι σαν λαϊκή εμποροπανήγυρη, απ’ αυτές που στήνονται με αφορμή τη γιορτή ενός αγίου, κατά κανόνα πολιούχου, στις συνοικίες ή στην επαρχία.

Αυτή η πλευρά του φαινομένου των Αγανακτισμένων, ήταν που ενόχλησε όλες τις Μαντάμ Σουσούδες των μίντια και της πολιτικής σκηνής. Ή τουλάχιστον, απ’ αυτήν αρπάχτηκαν, όπως από τα μαλλιά του ο πνιγμένος, για να δείξουν την αντίθεσή τους με την ίδια την πολιτική σημασία του φαινομένου, με την ουσία της αγανάκτησης του τρομερού πλήθους, που συνέρευσε ξαφνικά στους δρόμους, αλλά και στο προσκήνιο της Ιστορίας. Αυτή η πλευρά τούς ενόχλησε, κι άλλη μία.

***

Οι σκηνές των καταληψιών, μες στην πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου, εκτός από λίγους μεμονωμένους, διαβιοί και εργάζεται σκληρά το πιο νεανικό, και το πιο συνειδητό ίσως, κομμάτι των διαμαρτυρόμενων πολιτών. Εκείνο το κομμάτι, που όχι μόνο συγκροτεί την ομάδα γραμματειακής υποστήριξης, την ομάδα σίτισης, ψυχραιμίας, και τόσες άλλες θεματικές ομάδες, αλλά και είναι υπεύθυνο για την ίδια την ψυχή της πλατείας: τις λαϊκές συνελεύσεις, άμεσης δημοκρατίας.

Οι πολέμιοι των Αγανακτισμένων θεώρησαν ότι αυτές οι σκηνές μάς δυσφημούν καλοκαιριάτικα στις ορδές των τουριστών. Τους φάνηκαν μια αδιανόητη παραφωνία, για την αισθητική και την κοσμοαντίληψή τους, κάτι σαν καταυλισμός τσιγγάνων με τσαντίρια, μες το κέντρο της Αθήνας. Ισχύει για όλους τους επικριτές των Αγανακτισμένων: η αισθητική σάς μάρανε!

***

Γιατί ποιοι είναι, πραγματικά, οι εχθροί τους; Κατ’ αρχάς το ΠΑΣΟΚ, εκσυγχρονιστικό και μη. Αφού, παρά τις γκρίνιες και τη δήθεν δυσανεξία του, μέχρι και το βαθύ ΠΑΣΟΚ συναινεί στην ύπαρξη μιας κυβέρνησης οικονομικής κατοχής, υποταγμένης στα κελεύσματα της τρόικας, και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κατεστημένου.

Κι όταν λέμε ΠΑΣΟΚ, δεν εννούμε μόνο τον κομματικό μηχανισμό, αλλά ολόκληρο το οικονομικό πλέγμα, από τα κυρίαρχα συγκροτήματα Τύπου και τα κανάλια, ώς τα ποικίλα άλλα συμφερόντα, επιχειρηματικά ή πελατειακά, με τα οποία διαπλέκονται τα κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα.

Μαζί τους και η φωτισμένη Δεξιά, με τα δικά της μίντια ― κανάλια, ραδιοφωνικούς σταθμούς και εφημερίδες ―, αλλά και τα ανάλογα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα. Αυτή η Δεξιά που δήθεν διαφωνεί με την εθνικιστική και αναχρονιστική φυσιογνωμία του τωρινού ηγέτη της ΝΔ, και με τους ακροδεξιούς του στιλ ΛΑΟΣ. Μολονότι, στο βάθος, δεν διαφέρουν μεταξύ τους σχεδόν σε τίποτε, και ίσως σύντομα τους δοθεί η ευκαιρία να το αποδείξουν.

Τέλος, την ουρά της όλης κουστωδίας, καταλαμβάνουν κάτι ελάχιστοι, αλλά επίσης φωτισμένοι, τη φορά αυτή της Δημοκρατικής Αριστεράς. Εν ολίγοις, οι πραγματικοί κυρίαρχοι του κοινωνικού και οικονομικού παιχνιδιού, η αληθινή ελιτ και εξουσία των ημερών μας, εκείνοι που πραγματικά κάνουν κουμάντο στο σημερινό χάλι, και ευθύνονται χίλια τα εκατό για τις θηριώδεις διαστάσεις του.

***

Στην αντίπερα όχθη, των ψεύτικων φίλων των Αγανακτισμένων, ο ένας και μοναδικός κοινοβουλευτικός κομματικός μηχανισμός: ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ, που όλοι οι προηγούμενοι τον στοχοποιούν και τον εξορκίζουν ως υποκινητή των Αγανακτισμένων (κούνια που τους κούναγε!), υποφέρει από μια θεμελιώδη αντίφαση. Εάν πιστεύει, όντως, ότι συμφωνεί με το πνεύμα που διαπνέει τις πλατείες των καταληψιών και των συγκεντρωμένων ανά την επικράτεια, τότε καλά θα κάνει να διαλυθεί και να προσχωρήσει ατάκτως σ’ αυτές.

Το πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα, που βλέπει την επιρροή της να ελαττώνεται, αντί να δυναμώνει, μέσα σε συνθήκες κοινωνικής αναταραχής, είναι ότι κατάντησε κι αυτή αναχρονιστική. Η κομματική έκφανσή της, ο τρόπος της πολιτικής της οργάνωσης αναπαράγει την εξουσιαστική δομή των δήθεν αντιπάλων της.

Υπάρχει κάτι κοινό στους Αγανακτισμένους, από τις αραβικές χώρες ώς την Ισπανία και την Ελλάδα, κάτι απολύτως σύγχρονο: απεχθάνονται την κομματική καθοδήγηση. Το λαϊκό κίνημα στις πλατείες και στους δρόμους, δεν χρειάζεται κάποιον να του δώσει/περάσει γραμμή, αλλά ζητάει βοήθεια, συμπαράσταση, αλληλεγγύη. Ζητάει και προσφέρει.

***

Κι ακόμα μία κατηγορία από προστάτες (ανάλογους μ’ εκείνους του κόσμου της νύχτας) των Αγανακτισμένων. Κάτι μεγαλοκαρχαρίες των μίντια, αρχιτηλεπαρουσιαστές, ιδιοκτήτες εφημερίδων και ραδιοφωνικών σταθμών, και διαφόρων ιντερνετικών μέσων επικοινωνίας. Κάτι λαϊκίστικες νυφίτσες και ύαινες, ανάμεσά τους και μερικοί λίγο πιο αγνοί.

Όλοι τους, βρήκαν την ευκαιρία να κολακέψουν ασύστολα τις λαϊκές τάξεις και τα συμφέροντά τους. Και έσπευσαν να υιοθετήσουν, υποκριτικά και ανερυθρίαστα, μια στάση όχι απλώς υπεράσπισης των Αγανακτισμένων στις πλατείες, αλλά αποθέωσής τους.

Φτηνοί και χυδαίοι δημαγωγοί, μόλις που κατόρθωναν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους. Είδαν ότι το θέμα πήρε μαζικές διαστάσεις, και τρέμουν μήπως χάσουν τους υποψήφιους πελάτες. Εννοείται δε ότι, για κάτι τέτοια αρπακτικά, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Χίλιες φορές πιο τίμιο το κλασικό ΚΚΕ, που διαχωρίζει σαφώς τη θέση του από κάθε αυθόρμητη κινήση, και επιμένει στην οργανωμένη πάλη του λαού, δηλαδή την καθοδηγούμενη μόνο από το ΚΚΕ! Ισχύουν και γι’ αυτούς, τους παλαιοκομμουνιστές, τα ίδια όπως και για τον ΣΥΡΙΖΑ: αποτελούν αναχρονισμό, και μόνο αυτοί δεν το ξέρουν. Αλλά, τουλάχιστον, το ΚΚΕ δεν πουλάει αγάπες στους Αγανακτισμένους, σαν τους Συριζαίους.

***

Οι λαϊκοί τραμπούκοι ― πώς αλλιώς να τους ονομάσω; ― της Πάνω πλατείας, όπως την αποκαλούν συχνά οι Αγανακτισμένοι, μου θυμίζουν παρωδία εξέγερσης τηλεορασόπληκτων.

Η Κάτω πλατεία, πάλι, με τις προχωρημένες θέσεις και δράσεις της, με τους αναρχοαυτόνομους, τους οικολόγους, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους εξωκοινοβουλευτικούς κομμουνιστές (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μ-Λ ΚΚΕ), και τους ανένταχτους, μου θυμίζει Μάη του ’68 ή το Πολυτεχνείο. Και τέλος, υπάρχει και μια τρίτη πλευρά, η μαζικότερη απ’ όλες, χωρίς την οποία, οι άλλες δύο θα ξέπεφταν σε γραφικές καταστάσεις.

Μιλάω για τις λίγες εκείνες μέρες που η προσέλευση στο Σύνταγμα έφτασε το μισό εκατομμύριο πολιτών. Τις Κυριακές, συνήθως, που οι Αγανακτισμένοι συντονίζονταν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά και τις μέρες που ψηφιζόταν το Μνημόνιο ΙΙ ή το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, τότε που η αστυνομική βία και αυθαιρεσία ξεπέρασαν κάθε όριο, με ξυλοδαρμούς και ακατάσχετη ρίψη χημικών, δηλαδή στις 15 και στις 28-29 Ιουνίου. Χάρη σ’ αυτήν την τρίτη πλευρά τους, οι Αγανακτισμένοι προσλαμβάνουν διαστάσεις Παλλαϊκού Μετώπου. Και η ύπαρξή τους μεταβάλλεται σε κορυφαίο ιστορικό γεγονός.

***

Καταλήγω με τη φωτογραφία της Καθημερινής.

Τη μέρα της κυκλοφορίας της, ή την επομένη, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από μια παλιά φίλη, η οποία με ρώτησε αν είδα τον εαυτό μου στην εφημερίδα. «Είχε μια φωτογραφία των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, αρκετά μεγάλη», μου είπε, «και φαίνεσαι μέσα!» Μόλις κλείσαμε, έτρεξα και, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας, εντόπισα το επίμαχο στιγμιότυπο.

Η ανάλυση του αρχείου είναι χαμηλή, και δεν σηκώνει πολλή μεγέθυνση. Ωστόσο, στο κάτω αριστερό τμήμα της φωτογραφίας, όντως, φαίνομαι καθαρά. Σε πρώτο πλάνο είναι κάποιος, μ’ ένα γκριζομπλέ μπλουζάκι κι ένα σακίδιο πλάτης, που κοιτάει προς τη Βουλή. Και ίσια μπροστά του, στραμμένος στο πλάι, με τη φαλάκρα μου να φέγγει, ένα χακί κοντομάνικο πουκάμισο, και το λουρί από το τσαντάκι ώμου διαγώνια στο στήθος, σαν φισεκλίκι, ιδού εγώ, αυτοπροσώπως.

***

Αυτή η φωτογραφία είναι το πειστήριο, η αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ήμουν εκείνη την Κυριακή στο Σύνταγμα, αλλά θα χρειαζόταν ολόκληρο φωτογραφικό άλμπουμ, για ν’ απεικονιστεί το πόσο συχνά πήγα και ξαναπήγα στην πλατεία, από τότε που βγήκαν στους δρόμους οι Αγανακτισμένοι. Συνήθως έμενα κάτω, να παρακολουθήσω τη λαϊκή συνέλευση, ή ν’ ακούω, και σπανίως να μιλάω, με γνωστούς και αγνώστους σε πηγαδάκια. Έκανα, όμως, και τις βόλτες μου στην Πάνω πλατεία πότε-πότε, για να κόψω κίνηση και να δω τι παίζει εκεί.

***

Επίσης, με ψέκασαν με τα χημικά τους οι ματατζήδες, και προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν, όπως και όλους τους υπόλοιπους διαδηλωτές, με τις χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, και τις δυο φορές που έγιναν εκτεταμένα επεισόδια.

Και ιδίως την πρώτη πείσμωσα, και δεν έφευγα με καμία κυβέρνηση, παρέμεινα ώρες, μαζί με το υπόλοιπο πλήθος, στην Ερμού, μέχρι που οι δυνάμεις καταστολής αποχώρησαν, το ίδιο και οι μπαχαλάκηδες, κι επιστρέψαμε στην πλατεία.

Αξέχαστες ώρες, με την ομοψυχία να γεννιέται αυθόρμητα ανάμεσα στον κόσμο, και με την έμπρακτη αλληλεγγύη να σ’ αφήνει άφωνο. Δεν μιλάω μόνο για τις στιγμές των επεισοδίων, αλλά ακόμα και για όσα ακολούθησαν. Λιγότερο από μια ώρα, χρειάστηκε για να καθαριστεί η γύρω περιοχή από τα συντρίμμια, και για να ξεπλυθεί με νερό απ’ το συντριβάνι η κίτρινη σκόνη των χημικών σε όλη την πλατεία Συντάγματος.

Αυτό που έζησα εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης, 15 Ιουνίου, μου φτάνει για να θυμάμαι τι θα πει συλλογικότητα, σε πρακτικό επίπεδο.

***

Πάντως, η φυσική παρουσία μου εκεί, δεν συγκρίνεται με τις ώρες που αφιέρωσα να παρακολουθώ από το σπίτι μου, είτε τα επεισόδια και τις ταραχές είτε τις λαϊκές συνελεύσεις, σε ιντερνετική ζωντανή μετάδοση, χώρια τα ποικίλα βίντεο. Εννοώ ότι, ναι μεν παθιάστηκα με τους Αγανακτισμένους, αλλά λίγο σε στιλ: αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα.

Και για να γίνω ακόμη πιο αντιληπτός: όταν η δεκαπεντάχρονη κόρη μου ― που μ’ έβλεπε κολλημένο στην οθόνη του λάπτοπ, και συχνά παρακολουθούσε μαζί μου, ή κι από τον δικό της υπολογιστή, ειδικά τα τελευταία αιματηρά επεισόδια, της 28-29 Ιουνίου ―, με ρώτησε γιατί δεν πάω πιο πολύ εκεί επί τόπου, να, τι της απάντησα, ώστε να μην της δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις σ’ αυτή την ηλικία, και βγάζει επικίνδυνα συμπεράσματα. «Πρόσεξε, υπάρχει διαφορά», της είπα.

«Παρακολουθώ μεν, με πάθος, όλ’ αυτά που γίνονται εκεί, αλλά δεν πάω να ψηφίσω, ή να μιλήσω στις γενικές συνελεύσεις…» «Γιατί, όμως; Αυτό σε ρωτάω». «Επειδή, όσο κι αν μ’ αρέσουν, μεγάλωσα πια, και τα θεωρώ ουτοπικά. Θυμήσου τον Οδυσσέα με τις Σειρήνες: και ν’ ακούς το τραγούδι τους, και να είσαι δεμένος στο κατάρτι, ώστε να μη σε πιάσει καμιά τρέλα, και θες να μείνεις κοντά τους για πάντα!» Έπρεπε να συνεχίσω, να της πω ακόμα:

Έχω τη δική μου ουτοπία τώρα πια. Το γράψιμο. Όσο κι αν με έλκουν οι ουτοπίες της κοινωνίας, όσο κι αν πιστεύω ότι έχουν την πρωτοκαθεδρία… η δουλειά μου είναι να εμπνέομαι από εκείνες, και να γράφω. Έτσι συμμετέχω καλύτερα. Σκέψου ότι, το βιβλίο που τελειώνω αυτές τις μέρες, ένας καθρέφτης της γενικότερης κατάστασής μας, λέγεται Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας.

***

Μερικές φορές, τους Αγανακτισμένους, από μέσα μου, τους λέω Αποτυχημένους. Και φυσικά, η μετονομασία τους δεν αναφέρεται στο παρόν, και πολύ περισσότερο στο μέλλον τους, όσο στο παρελθόν τους. Το μέλλον τους θα τους οδηγήσει αναπόδραστα κάπου, αποκλείεται να μείνουν για πάντα (Αποτυχημένοι) Αγανακτισμένοι, τώρα που αγανάκτησαν. Ας δούμε ξανά τη γενική εικόνα, ή μάλλον ας ανακεφαλαιώσουμε.

Στις μέρες μας, το κίνημα των Αγανακτισμένων εξεγείρεται, από τις αραβικές χώρες και την Ισπανία, ώς το Σύνταγμα, τον Λευκό Πύργο και την Πάτρα. Εδώ, σ’ εμάς, με συγκεντρώσεις και καταλήψεις-κατασκηνώσεις σε πλατείες, λαϊκές συνελεύσεις άμεσης δημοκρατίας, απαίτηση τιμωρίας ενόχων για οικονομικά σκάνδαλα, άρνηση του χρέους, άρνηση ξεπουλήματος γης και δημόσιας περιουσίας, αντιμνημονιακές θέσεις, ενάντια στη διεθνή των τοκογλύφων, και στα ντόπια κομματικά και δημοσιογραφικά φερέφωνά της, οικολογική συνείδηση, αντικαπιταλιστικές απόψεις, απόπειρες εφαρμογής μιας εναλλακτικής ανταλλακτικής οικονομίας, δράσεις επανοικειοποίησης δημόσιων χώρων, και πολλά άλλα.

Κι ακόμη, λίγοι λαϊκοί τραμπούκοι και μπαχαλάκηδες, πολυπληθέστατα μεσαία στρώμματα, από παιδιά μέχρι παππούδες, νοικοκυρές και οικογενειάρχες, άνθρωποι που δεν πάτησαν ποτέ πριν το πόδι τους σε διαδηλώσεις, μαζί και η Σπίθα του Μίκη Θεοδωράκη, τα κινήματα Δεν πληρώνω (διόδια ή εισιτήρια), οι ξεσηκωμένοι Κερατιώτες, όσοι προπηλακίζουν βουλευτές του δικομματισμού, άνεργοι και νεόπτωχοι. Με άλλα λόγια, όχι μόνο το κοινό στο πλατώ του Αλ Τσαντίρι Νιουζ, αλλά και οι αμέτρητοι φανατικοί τηλεθεατές του Λαζόπουλου.

***

Ένα αλλόκοτο και καινοφανές ― όσο και το ίδιο το Σήμερα ― μείγμα ανθρώπων, που αναβιώνει γύρω μας ξεχασμένα φαινόμενα πολιτικοποίησης. Ένα άμορφο πλήθος που βγαίνει ξαφνικά στους δρόμους και στο προσκήνιο της Ιστορίας, θυμίζοντας άλλοτε παρωδία εξέγερσης τηλεορασόπληκτων, άλλοτε τον Μάη του ’68 ή το Πολυτεχνείο, κι άλλοτε Παλλαϊκό Μέτωπο. Μια συλλογικότητα αληθινά λαϊκή, που δεν κινείται από ιδέες, αλλά από την ανάγκη επιβίωσης. Ένα άνθος της οικονομικής κρίσης στα χρόνια του Ίντερνετ.

***

Κάτι αναβλύζει από τις πλατείες και τις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων. Ίσως η σωτηρία της Ελλάδας, ίσως κάτι ακόμα πιο μεγαλόπνοο, παγκοσμίων διαστάσεων. Καλύτερα, όμως, κράτα μικρό καλάθι: ένα μωρό εγκυμονείται, σίγουρα, εκεί. Με τη βοήθεια της κρίσης, με τις ωδίνες που προκαλεί στην κοινωνία, κάτι αναδύεται από το αυθόρμητο αυτό και μαζικό κίνημα, ένα είδος νέας αυταπάτης, με όλο το μπλα-μπλα περί αλληλεγγύης-άμεσης δημοκρατίας-κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ειδικά οι μικρότεροι έχουν αφιονιστεί, και ιδίως στις μεγάλες συγκεντρώσεις, όπου κατεβαίνει άπειρος κόσμος, η υπόθεση σε γεμίζει με αγαλλίαση. Μήπως, όμως, σε γεμίζει και με τρόμο; Ότι θα χυθεί αίμα; Το δόγμα του σοκ και του δέους. Όπως το θέτει και μια αληθινή δημοσιογράφος, που τιμά το επάγγελμά της, της ερευνητικής δημοσιογραφίας, η αμερικανίδα Ναόμι Κλάιν.

***

Η φωτογραφία της Καθημερινής είναι μια μαγική εικόνα. Αν δεν έχεις διαβάσει αυτό εδώ το κείμενο, και δεν με ξέρεις, τότε αγνοείς ότι κρύβομαι εκεί μέσα, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα. Τηρουμένων των αναλογιών, και το ίδιο το φαινόμενο των Αγανακτισμένων στις πλατείες της χώρας, κι όπου αλλού στην Ευρώπη, είναι μια μαγική εικόνα.

Μέσα της κρύβεται ένα κομμάτι από το μέλλον μας, και φυσικά αγνοούμε ποιο απ’ όλα ακριβώς είναι, ίσως υπάρχει εκεί μόνο εν σπέρματι ακόμη, κι είναι αδύνατον να τ’ αναγνωρίσει κανείς από τώρα. Αναμφισβήτητα, πάντως, οι καιροί αλλάζουν, κι εκεί έλαμψε το πρώτο σημάδι της αυριανής μέρας.-

Τέλη Ιουλίου 2011 ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ https://vangelisraptopoulos.wordpress.com

*Το άρθρο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας”, εκδ. Ίκαρος που κυκλοφόρησε το 2012, και πρωτοδημοσιεύτηκε στα πλαίσια της Έρευνας για την Κρίση που ξεκίνησε ακτιβιστικά η Κρυσταλία Πατούλη, και έχει δημιουργήσει έναν δημόσιο διάλογο που δημοσιεύεται από το 2010 στο tvxs.gr, με 177 συμμετοχές και πάνω από 240 άρθρα –  συνεντεύξεις, με επιπλέον υποερωτήσεις ανάλογα με την επικαιρότητα, και συνεχίζεται πάντα με ανοιχτή πρόσκληση για όσους από το χώρο των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών επιθυμούν να συμμετέχουν, και επίσης για όσους πιθανά ενδιαφέρονται να δώσουν επιπλέον απαντήσεις σχετικά με θέματα που συνεχώς εξελίσσονται. Επικοινωνία: [email protected]