Μετά από τρεις διαρκείς ημέρες στο Σύνταγμα τα δεδομένα είναι πλέον σαφή γι’ αυτούς που θέλουν να καταλάβουν. Ζούμε μια εξέγερση εν τω γεννάσθαι. Ειρηνική, αλλά αποφασιστική. Κεφάτη, που όμως δεν αστειεύεται. «Γιωργάκη – προειδοποιούσαν από την πρώτη ημέρα οι διαδηλωτές – δεν ήρθαμε για πλάκα».

Ads

Όσοι λοιπόν φοβούνται στο ενδεχόμενο ανατροπής του μνημονίου καλά θα κάνουν να βρουν άλλους τρόπους για να υπονομεύσουν το κίνημα των «αγανακτισμένων» απ’ το να το κολακεύουν. Διότι σε περιπτώσεις σαν κι αυτές η δύναμη των ίδιων των γεγονότων είναι μεγαλύτερη από την εικόνα τους.

Οι υπόλοιποι, που δεν ελπίζετε ούτε φοβάστε τίποτα, αφήστε για την ώρα τους στοχασμούς και τις επιφυλάξεις και κατεβείτε στο Σύνταγμα. Εδώ, τώρα, μέσα στην πράξη που γεννά τη νέα πολιτική πραγματικότητα, ανακτάται η ευθύνη των πραγμάτων και τίθεται με νέους όρους η αναζήτηση και του νοήματος και της λύσης των προβλημάτων

Μέχρι να φύγουν

Παρασκευή βράδυ, 27η Μαΐου, η ανοικτή συνέλευση των «αγανακτισμένων» του Συντάγματος συμφώνησε στο πρώτο της ψήφισμα. Ένα κείμενο που δίνει το πολιτικό πλαίσιο της ειρηνικής εξέγερσης. Στόχος, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά και ολόκληρης της κομματικής, μηντιακής και οικονομικής ολιγαρχίας της οποίας αποτελεί μέρος: «Δεν θα φύγουμε από τις πλατείες – λέει το ψήφισμα – μέχρι να φύγουνε αυτοί που μας οδήγησαν εδώ: Κυβερνήσεις, Τρόικα, Τράπεζες, Μνημόνια και όλοι όσοι μας εκμεταλλεύονται.»

Ads

Ήμουν παρών στη συνέλευση. Θύμιζε «Πολυτεχνείο», αλλά, πρέπει να πω, σε πολύ καλύτερη εκδοχή. Μου έκανε εντύπωση η προσπάθεια όλων των ομιλητών να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους, όπως και η καλοπροαίρετη διάθεση του ακροατηρίου να αποδεχθεί θετικά όλες τις απόψεις. Και τελικά, χάρη στην ανυστεροβουλία και τη νηφαλιότητα των συντονιστών, βγήκε ένα καλό κείμενο. Που απαντά στο «τί» και στο «γιατί» αυτού του κινήματος. Που δείχνει πως πρόκειται για κίνημα πολιτικό. Πολιτικότερο ασφαλώς από ο,τιδήποτε άλλο έχουμε δει στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες.

Χωρίς βία

Υπάρχουν βέβαια και πράγματα που χρειάζονται προσοχή. Ένα από αυτά είναι η θέση του αρτιγέννητου κινήματος έναντι της βίας. Δεν αναφέρομαι στη βία του κράτους, αλλά στη βία που σίγουρα θα θελήσει ή θα αισθανθεί την ανάγκη να ασκήσει το ίδιο το κίνημα: είτε ως άμυνα απέναντι στην κατασταλτική βία της αστυνομίας, είτε ως «εύλογη» κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Ως τώρα το κίνημα των «αγανακτισμένων» έχει δείξει στην πράξη την ειρηνική του διάθεση, όσο και την αξιοπρόσεκτη δυνατότητά του να περιφρουρήσει τον ειρηνικό του χαρακτήρα. Κι είναι φανερό ότι η επιτυχία αυτή δεν οφείλεται μόνο στους ίδιους του διοργανωτές, αλλά πάνω απ’ όλα στη συνειδητή στάση όλων των συμμετεχόντων (και θάθελα εδώ να εξάρω την ευθυκρισία και την αυτοσυγκράτηση ακόμα και ορισμένων που σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να τους ξέφευγε και καμιά πετρούλα – αν όχι τίποτα πιο χοντρό).

Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα υπάρχει. Τί θα γίνει αν τα πράγματα χοντρύνουν (πράγμα που πρέπει να θεωρείται βέβαιο); Πώς θα αντιδράσει ο κόσμος αν η αστυνομία αρχίσει αναίτια να χτυπά (όπως στην πλατεία της Καταλονίας στη Βαρκελώνη); Ή πώς θα αντιδράσει το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από τη βουλή το βράδυ που οι 300 θα ψηφίζουν την ανανέωση του μνημονίου με το «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα του Γιωργάκη; (Δεν είναι φυσικό να υπάρχει σε όλους η διάθεση να εισβάλουμε μέσα και να το κάνουμε μπάχαλο;) Απέναντι λοιπόν σ’ αυτά τα ενδεχόμενα οφείλουμε όχι απλώς να έχουμε σαφή θέση, αλλά και να έχουμε λάβει έμπρακτα μέτρα αυτοπροστασίας του κινήματος· της φυσιογνωμίας του και της αποτελεσματικότητάς του.

Το ζήτημα αυτό είναι το πιο κρίσιμο απ’ όλα. Πιο κρίσιμο κι από το αν υπάρχουν και ποιοι είναι οι πολιτικοί στόχοι. Και θεωρώ ότι όρος για την επιτυχία του κινήματος – τόσο την τωρινή, άμεση δυνατότητά του να συνεγείρει και να κινητοποιήσει πολιτικά τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, όσο και τη μακροπρόθεσμη προοπτική του να ανοίξει το δρόμο σε άλλου είδους πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις, αντίθετες προς τις εξουσιαστικές σχέσεις που τώρα επικρατούν – είναι η απόλυτη, συνειδητή και ενεργητική υιοθέτηση της αρχής της «μη βίας». Τόσο σε συλλογικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο.

Δεν είναι ώρα τώρα να επεκταθούμε σε μακρές αναλύσεις και σχολαστικές συζητήσεις περί βίας. Αντί άλλου επιχειρήματος επικαλούμαι το θαύμα της πλατείας Ταχρίρ, που είναι η ομολογημένη ή ανομολόγητη πηγή έμπνευσης των Ευρωπαίων «αγανακτισμένων». Η γρήγορη και ανώδυνη νίκη (σε πρώτη τουλάχιστον φάση) της αιγυπτιακής εξέγερσης οφείλεται εκατό τοις εκατό στη συνειδητή υιοθέτηση από τους εξεγερμένους της Ταχρίρ μιας πολιτικής «υπομονής», που δεν είναι άλλο από την προσαρμογή της «μη βίας» στην ιδιαίτερη αραβική και μουσουλμανική κουλτούρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν συγκρούσεις και βιαιότητες. Σημαίνει όμως ότι υπήρξε αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση στις κρίσιμες στιγμές.

Είναι χαρακτηριστικό το τί συνέβη το βράδυ, την παραμονή της πτώσης του Μουμπάρακ, όταν αυτός ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί. Όλα τότε έδειχνα πως επέκειτο η άμεση μετωπική αναμέτρηση του κόσμου με τον στρατό (επίθεση στο προεδρικό μέγαρο κλπ). Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια καταστροφικό για την επανάσταση και ίσως σ’ αυτό ακριβώς να ήλπιζε και ο Μουμπάρακ με τη δήλωσή του. Όμως, σε αντίθεση με την αρχική διάθεση του πλήθους, άρχισε από στόμα σε στόμα να επικρατεί μια σώφρων και όπως αποδείχθηκε σωτήρια δεύτερη σκέψη: «Υπομονή. Κάναμε τόσα χρόνια υπομονή. Δεν μπορούμε ακόμα λίγες μέρες;»

Και να προσθέσω και κάτι ακόμα (που έχει άμεση σχέση με τη στάση των συγκεντρωμένων έξω από τη βουλή την ώρα που μέσα θα συζητείται το «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα του Γιωργάκη). Λίγες ώρες πριν την τελική παραίτηση του Μουμπάρακ πολλές χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κρατικό τηλεοπτικό μέγαρο. Για ώρες πολλές δεν συνέβαινε τίποτα το θεαματικό. Κι ίσως απ’ αυτό παρακινημένος, ένας δημοσιογράφος ρώτησε κάποιον από τους συγκεντρωμένους: «Τί θα γίνει; Πότε θα μπείτε μέσα;» Και αυτός του απάντησε: «Δεν καταλάβατε. Δεν ήρθαμε εδώ για να μπούμε εμείς μέσα, αλλά για να βγούνε αυτοί έξω.»

Αυτό είναι το μάθημα της πλατείας Ταχρίρ που πρέπει να το μάθουμε το γρηγορότερο, αν θέλουμε να βγούμε απ’ αυτή τη σύγκρουση και νικητές και καλύτεροι απ’ αυτό που είμαστε τώρα. Και εμείς και οι αντίπαλοί μας.

Υποσημείωση για το ψήφισμα

Κι έρχομαι τώρα στο ψήφισμα: Έχω την εντύπωση ότι το κείμενο που διαβάστηκε και εγκρίθηκε στη συνέλευση έπαιρνε θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, με μια αναφορά που έλεγε – τη μεταφέρω από μνήμης – πως το κίνημα θα είναι σε όλες τις περιπτώσεις ειρηνικό, και πως απέναντι στην ενδεχόμενη καταστολή θα απαντήσουμε με κλιμάκωση και διόγκωση των κινητοποιήσεων. Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι αυτή η κατ’ αρχήν ορθή, αν και ελλιπής κατά τη γνώμη μου, θέση αφαιρέθηκε εντελώς από το κείμενο που βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοσελίδα των «Αγανακτισμένων». Αναρωτιέμαι γιατί. Και προτείνω στο επόμενο ψήφισμα που θα συμπληρώσει ή θα τροποποιήσει αυτό το πρώτο να υπάρξει σαφής αναφορά που να δηλώνει την κατηγορηματική και απόλυτη απόρριψη της βίας, όχι μόνο ως γενική διάθεση, αλλά και ως τρόπο αντίδρασης σε όλα τα ενδεχόμενα: ακόμα και στο ενδεχόμενο άδικης, αναίτιας ή υπερβολικής αστυνομικής βίας. Είτε την κατονομάσουμε ρητά είτε όχι η απροϋπόθετη αποδοχή της αρχής της «μη βίας» πρέπει να είναι βασικός – ίσως και ο μοναδικός – όρος για τη συμμετοχή κάποιου στις κινητοποιήσεις.

Προτείνω συγκεκριμένα, ανάμεσα στην 3η κα 4η φράση του ψηφίσματος να παρεμβληθεί η εξής πρόταση: «Θα μείνουμε εκεί ειρηνικά. Στην κρατική καταστολή δεν θα αντιτάξουμε βία, αλλά την αντοχή και την επιμονή μας. Μέχρι η δύναμή τους να καταρρεύσει.»

Πηγή: Αντίφωνο