Πολλοί άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να ασχοληθούν -λιγότερο ή περισσότερο- συστηματικά με ζητήματα ταυτότητας, όπως και με θέματα που αφορούν στο έθνος, στα χαρακτηριστικά του και στους αγώνες του, μόνον κατά το διάστημα που φοιτούν στο σχολείο. Γι αυτό και οι σχετικές πληροφορίες που λαμβάνουν αυτή την περίοδο φαίνεται ότι δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθούν. Έτσι, ο καθένας και η καθεμιά, ανεξάρτητα από την μόρφωση και την επαγγελματική του ιδιότητα, έχει συγκεκριμένη άποψη πχ. για διάφορα ιστορικά ζητήματα, την οποία μάλιστα δεν φαίνεται να διαπραγματεύεται καν, ακόμη και όταν συνομιλεί ή ακούει κάποιον /α ειδικό!

Ads

Στην παγίωση αυτού του εκ πρώτης όψεως παράδοξου και ιδιότυπου καθεστώτος, συντείνει η δράση μιας «ομάδας» που απαρτίζεται από πολιτικούς παράγοντες και κόμματα, από προέδρους σωματείων και ενώσεων, από επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο, από δημεγέρτες που εξασφάλισαν ακροατήριο και δημοφιλία και από δημοσιογράφους που αναζητούν αυξημένα ποσοστά ακρόασης /τηλεθέασης. Η άτυπη αυτή ομάδα «θεματοφυλάκων της εθνικής μνήμης», σε όσες περιπτώσεις θεώρησε ότι θίγονται τα «ιερά και τα όσια της φυλής / του γένους / του έθνους» αντέδρασε άμεσα και πολύ ηχηρά. Προς «γνώσιν και συμόρφωσιν» μάλιστα, εφάρμοσε και μια τακτική ιδιαίτερα σκληρών προσωπικών επιθέσεων σ’ όσους και σ’ όσες τόλμησαν να αρθρώσουν μια διαφορετική προσέγγιση, έτσι ώστε οι επόμενοι και οι επόμενες να το σκεφτούν καλά πριν προβούν σε αντίστοιχες πράξεις. Από την περίοδο του Μακεδονικού και της κ. Καρακασίδου, μέχρι τις πρόσφατες «μάχες της ιστορίας», μερίδες της συγκεκριμένης «ομάδας» συνέβαλαν στο να παρεμποδιστεί το ανέβασμα κινηματογραφικών και θεατρικών παραστάσεων, να διακοπούν επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες, να αποσυρθούν μια σειρά από σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, να καούν βιβλία και να συρθούν ερευνητές στα δικαστήρια.

Οι συγκεκριμένες δράσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνέχεια μιας μακρόχρονης κρατικής δίωξης κάθε διαφορετικής από την επίσημη άποψη, κατά την οποία έρευνες απαγορεύτηκαν, βιβλία λογοκρίθηκαν ή αποσύρθηκαν ως αντεθνικά, ενώ πολλοί άνθρωποι λοιδορήθηκαν, διώχθηκαν, απολύθηκαν, φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν ως «αντεθνικώς δρώντες».

Η δράση των «θεματοφυλάκων της εθνικής μνήμης» είχε απτά αποτελέσματα, αφού σπάνια γίνεται δημόσια συζήτηση για αντιλήψεις που αμφισβητούν την εθνική αφήγηση. Αρκετοί/ές επιστήμονες φαίνεται πως έχουν υιοθετήσει ένα είδος αυτολογοκρισίας σ’ ότι αφορά σ’ αυτά που θέτουν και σ’ αυτά που συζητούν δημόσια. Όσοι και όσες από αυτούς και από αυτές θα μπορούσαν να απορρίψουν, να αμφισβητήσουν ή να εκφέρουν μια διαφορετική προσέγγιση στοιχείων της εθνικής αφήγησης, ακόμη και των λεγόμενων εθνικών μύθων, προτιμούν να περιορίζονται στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και στις αίθουσες των επιστημονικών συνεδρίων. Έτσι, τείνουν να παγιωθούν αντιλήψεις, όπως αυτή που επιτάσσει τη μη κοινοποίηση των ερευνητικών συμπερασμάτων, όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με «συλλογικά διαμορφωμένες αντιλήψεις». Με άλλα λόγια, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, η αλήθεια θα πρέπει να παραμείνει εντός των κύκλων μιας φωτισμένης ελίτ διανοούμενων και επιστημόνων και όσων θα ενδιαφερθούν από μόνοι τους να την ψάξουν!

Ads

Σαν αποτέλεσμα, από τη δημόσια σφαίρα, ακόμη και την περίοδο που προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης, απουσίαζε μια «κουλτούρα κριτικής», διαλόγου με ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι προσωπικών αντεγκλήσεων, υπονοούμενων, ύβρεων και απειλών. Το τελευταίο διάστημα όμως, η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και η άνοδος των εθνικιστικών και ρατσιστικών ιδεών και πράξεων, φαίνεται πως έχει αντίκτυπο ακόμη και στην απλή εκφορά ή διατύπωση διαφορετικής άποψης. Οι εθνικιστές, με τις πολιτικές τους παρεμβάσεις, αλλά και με την ακτιβιστική τους δράση επιδιώκουν να επαναφέρουν το καθεστώς της θεσμικής φίμωσης των αντίθετων απόψεων και της δίωξης όσων τις εκφέρουν. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευτούν και οι τελευταίες απόπειρες «λιντσαρίσματος» της βουλευτίνας της ΔΗΜ.ΑΡ. Μαρίας Ρεπούση. Το ιδιαίτερο σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι βρέθηκαν διανοούμενοι, αλλά και πανεπιστημιακοί οι οποίοι αμφισβήτησαν την ελευθερία να εκφράζεται και το δικαίωμα να έχει άποψη μια βουλευτίνα και ειδικός!

Αν βασικό χαρακτηριστικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι η ελεύθερη έκφραση των απόψεων και η ανοχή στη διαφορετικότητα, τότε όσοι και όσες ενδιαφέρονται για τη διατήρηση και το βάθεμα των δημοκρατικών θεσμών δεν έχουν παρά να βρίσκονται σε εγρήγορση…

* O Δημήτρης Ζάχος είναι Λέκτορας Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης