Εκατόν πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη γέννηση του σπουδαίου ζωγράφου και χαράκτη James Ensor. Ο Ensor, κορυφαία μορφή της βελγικής ζωγραφικής υπήρξε πρόδρομος του εξπρεσιονισμού ενώ καθόρισε σημαντικά το σουρεαλισμό του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και το ντανταϊσμό. Μοναχικός καλλιτέχνης, μέσα από τα έργα του δηλώνει θαυμαστής, αλλά και σκληρός επικριτής της παράλογης και γκροτέσκας πραγματικότητας.

Ads

Στις 13 Απριλίου του 1860 γεννήθηκε στο Βέλγιο ο James Sidney Eduard Ensor, ή απλά James Ensor, από Άγγλο πατέρα και Φλαμανδή μητέρα. Οι γονείς του ήταν ιδιοκτήτες καταστημάτων με αντίκες και παράξενα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ο μικρός James πέρασε πολλές ώρες των παιδικών του χρόνων. Οι αλλόκοτες μορφές, οι μάσκες, το καρναβάλι, η αλλαγή ρόλων και η σάτιρα θα βρίσκονται σχεδόν πάντα στο έργο του μετέπειτα ζωγράφου.

Ο James Ensor σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, για τρία χρόνια, και επέστρεψε στην Ostende όπου στην σοφίτα του οικογενειακού του σπιτιού διατήρησε ένα στούντιο, μέχρι το 1917. Λάτρης της μοναξιάς του, του φωτός, της θάλασσας και του θανάτου, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πόλη Ostende όπου γεννήθηκε, πραγματοποιώντας μοναχά τρία ταξίδια στη ζωή του: στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Ολλανδία.

Ο James Ensor εξέθεσε για πρώτη φορά έργα του το 1881. Το 1883 έγινε ιδρυτικό μέλος της βελγικής ομάδας καλλιτεχνών και διανοούμενων Les XX (Οι Είκοσι), μια ομάδα με στόχο την προώθηση νέων καλλιτεχνικών εξελίξεων στην Ευρώπη, η οποία διαλύθηκε μετά από μια δεκαετία. Ο ίδιος είναι ιδιαίτερα επικριτικός σχολιαστής της εποχής και των γεγονότων, ήδη στο τέλος της δεκαετίας του 1880 το έργο του αντιμετωπίζει την μία απόρριψη πίσω από την άλλη, αφού θεωρείται από τολμηρό έως ιδιαίτερα προκλητικό. Αναπτύσσει τις ίδιες τεχνικές με τον Van Gogh την ίδια εποχή, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια επαφή μεταξύ των δυο καλλιτεχνών.

Ads

Μάσκες, δαίμονες, φαντάσματα, γκροτέσκες φιγούρες, δαιμονικές δραστηριότητες σχολιάζουν γεγονότα και προσωπικότητες αλλά και τις υπαρξιακές ανησυχίες του καλλιτέχνη, ενώ αποκαλύπτουν την έλξη που του ασκεί το μακάβριο– υπήρξε άλλωστε και θαυμαστής της λογοτεχνίας του Edgar Allan Poe. Ο Ensor ταυτόχρονα επιδείκνυε μοναδική ευαισθησία στο φως και τις λεπτομέρειες στα χαρακτικά και την τοπιογραφία ενώ η ματιά του πάνω στα γνωστά χριστιανικά θέματα είναι μοναδική. Για την χαρακτική θα εκφραστεί ως εξής: «Χαρακτική, τέχνη του σκαλίσματος, μετουσιωμένη από μυστήριο, πικάντικη τέχνη αλχημείας και απόσταξης, τέχνη διαβολική που μοσχοβολά θειάφι και υδράργυρο, τέχνη που την υπηρετούν ισχυρά οξέα, τέχνη που την τροφοδοτούν αναβράζοντα άλατα, τέχνη άυλων αποσταγμάτων, τέχνη καυστική, μεταλλική, αντι-ακαδημαϊκή, τέχνη των ευγενών και των ανδρείων στην καρδιά και στις αισθήσεις, τέχνη των παλαβών». Η περίοδος από το 1880 έως το τέλος του αιώνα θεωρείται η πιο εμπνευσμένη και δημιουργική στην ζωγραφική καριέρα του Ensor.

Στο εξωτερικό ο Ensor αποκτούσε ήδη το όνομα δασκάλου και δεχόταν επισκέψεις από καλλιτέχνες άλλων χωρών. Στο Βέλγιο το αποκορύφωμα της επίσημης αναγνώρισης της αξίας του από το κράτος έφτασε το 1929 όταν χρίστηκε βαρόνος από τον βασιλιά Albert, θαυμαστή του έργου του παρόλο που το πρόσωπό του δεν είχε γλιτώσει τη σάτιρα στα έργα του καλλιτέχνη. Το 1933 τιμήθηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.

Με το πέρασμα των χρόνων στρέφεται επίσης και στη συγγραφή αλλά και τη μουσική, πεδία στα οποία και διακρίνεται. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι ενώ η περιοχή βομβαρδιζόταν έντονα, ο ζωγράφος έμεινε στην πόλη του, συνεχίζοντας πάντα να ζωγραφίζει. Ο τολμηρός και πειραματιστής James Ensor πέθανε σε ηλικία 89 ετών στην πολυζωγραφισμένη από το χέρι του Ostende, στις 19 Νοεμβρίου του 1949, ύστερα από σύντομη ασθένεια.