Οι γκραβούρες του Ανρί Ματίς ήταν αισθησιακές, άγριες και άσεμνες. Η πρώτη γκραβούρα του που έγινε γνωστή, ήταν ένα αυτοπορτραίτο του καλλιτέχνη, στο οποίο ο ίδιος παρουσιάζεται αυστηρός, με έναν αέρα ανησυχίας, κοιτώντας κατά πρόσωπο και με τα γυαλιά του να γλιστράνε πάνω στη μύτη του…

Ads

Τρία χρόνια αργότερα, το 1906, δημιουργεί τρεις γκραβούρες σε ξύλο, οι οποίες φιγουράρουν σε όλες τις ιστορίες του φωβισμού: τρεις γυμνές γυναίκες σε μία σεζ-λονγκ. Οι γραμμές είναι πυκνές και υπερτονίζουν, έτσι, τα στήθη και τους γοφούς του μοντέλου, σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά και την έκφραση του προσώπου, τα οποία αχνοφαίνονται. Δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο μεθοδικός και σοβαρός δημιουργός του αυτοπορτραίτου είναι τόσο τολμηρός με το γυναικείο σώμα.

Σε όλη τη ζωή του Ματίς, ο σάτυρος και ο καθηγητής, ο ερωτικός καλλιτέχνης και ο καλής ανατροφής κύριος βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση. Η μία πλευρά διεγείρεται από μια αυταρχική επιθυμία να κατακτήσει το ουσιώδες και η άλλη πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερο να μην πας τόσο μακριά, καθώς η πνευματική εξύψωση είναι προτιμότερη από την άμεση απόλαυση. Σε σπάνιες περιπτώσεις αυτό χάνει τη δύναμή του, γιατί η παρόρμηση είναι πιο ισχυρή.

To 1906, o Ματίς παρατηρεί από πολύ κοντά το μοντέλο του και τα μεγάλα στήθη με τις έντονες θηλές τον εντυπωσιάζουν, ενώ είναι εμφανές ότι, στα 1914, για εκείνον σε ένα γυναικείο πρόσωπο σημασία έχουν τα χείλη και τα μαλλιά και το βλέμμα διατηρεί μια σχετική υπόσταση.

Ads

Οι γκραβούρες του Ματίς δεν είναι παρά μια απολογία του θηλυκού. Αγγίζουν έναν καθαρό ρεαλισμό, χωρίς να παραλείπεται καμία λεπτομέρεια και κυρίως από την ανατομία του σώματος.

Το 1907, ο Πικάσο ζωγραφίζει το «Le Bordel philosophique» -πρώτος τίτλος για τον πίνακα «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν». Είκοσι χρόνια αργότερα ο Ματίς ανταπαντά με το ανατολίτικο πορνείο, αλλιώς, «Demoiselles de Nice».

Σιγά-σιγά, ο Ματίς αρχίζει να ανησυχεί για τη φήμη που δημιουργείται γύρω από το όνομά του. Απεκδύεται το «διάβολο» και «ξαναφορά» την πιο αξιοπρεπή του εμφάνιση, το κουστούμι του και τη γραβάτα του, επιστρέφοντας στα παλιά του μοντέλα.