Από μια ομιλία του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Τράπεζας, που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα (και μπορεί όποιος θέλει να διαβάσει εδώ: https://www.ecb.int/press/key/date/2012/html/sp121130.en.html), είναι ξεκάθαρο ότι επί της ουσίας έχει σχεδόν ταυτόσημες απόψεις με το ΔΝΤ σε ότι αφορά το ποια θεωρούν καταλληλότερη οικονομική πολιτική. Βλέποντας τα οικονομικά μεγέθη τα οποία ο Ντράγκι θεωρεί ότι πρέπει να βελτιωθούν, με πρώτο και καλύτερο την παραγωγικότητα, γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτό που ενδιαφέρει τους υπέρμαχους αυτής της πολιτικής, είναι να φτιαχτεί μια ενοποιημένη παραγωγική μηχανή που δεν θα έχει κανένα εμπόδιο στην λειτουργία της. Από την ομιλία του γίνεται ξεκάθαρο ότι τα εμπόδια που θεωρούν ότι επιβαρύνουν την λειτουργία αυτής της μηχανής είναι:

Ads

1. Οι μισθοί την εργαζομένων, ή αλλιώς εργατικό/μισθολογικό κόστος. Και μόνο από το γεγονός ότι πάντα αναφέρονται σε αυτό το μέγεθος από την πλευρά του κόστους, γίνεται κατανοητό ότι δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πλευρά του εισοδήματος

2. Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες, που τονίζουν ότι θα πρέπει να μειωθούν, και οι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι να διατεθούν σε άλλες πιο παραγωγικές δραστηριότητες. Είναι σαφές ότι ο συγκεκριμένος στόχος είναι ξεκάθαρα ενάντια στην έννοια της ελεύθερης δραστηριότητας. Παράδειγμα αποτελεί το τι θα καλλιεργήσει κάποιος στο χωράφι του, κάτι που θα έπρεπε να είναι ελεύθερος να το επιλέξει, και όχι να αντιμετωπίζει αθέμιτο ανταγωνισμό σε περίπτωση που δεν επιλέξει να καλλιεργήσει ένα προϊόν που του επιβάλλεται. Ο Ντράγκι στην ομιλία του κάνει σαφές ότι πρωταρχικός στόχος της Ευρώπης θα πρέπει να είναι να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες κολοσσούς (βλέπε Κίνα) αυξάνοντας τις εξαγωγές στον τομέα των προϊόντων υψηλής αξίας, υψηλής τεχνολογίας, και καινοτομίας.

 

Ωστόσο η μονομανής προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα και σε καθαρά ποσοτικούς στόχους, έχει τις εξής παράδοξες συνέπειες:

Ads

1. Αφ’ ενός ο Ντράγκι κάνει λόγο για “υπερβολική εσωτερική ζήτηση” που πρέπει να μειωθεί καθώς οδηγεί σε αύξηση τιμών λόγω της ανεπαρκούς προσφοράς ή της καθυστερημένης ανταπόκρισής της προσφοράς στην αυξημένη ζήτηση. Οι αυξημένες τιμές με τη σειρά τους, έχουν ως συνέπεια την μείωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης των εξαγωγών ή της αύξησης των εισαγωγών, γεονός που επηρρεάζει αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της Ευρώπης. Ωστόσο το γεγονός ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε διαθέσιμο εισόδημα και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να αγοράσουμε τίποτα από το εξωτερικό, έχουμε δηλαδή μηδενικό ή αρνητικό ρυθμό εισαγωγών, δεν ενοχλεί καθόλου την Ευρώπη καθώς σε συνδυασμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αυξάνουν τις εξαγωγές τους, συμβάλλουμε θετικά στο ευρωπαϊκό εμπορικό ισοζύγιο.

2. Αφ΄ ετέρου αποδεικνύεται από την πραγματικότητα, ότι η αύξηση των εξαγωγών δεν έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα για την ποιότητα ζωής των πολιτών, καθώς για παράδειγμα στην Ισπανία και στην Πορτογαλία η ανταγωνιστικότητα έχει αυξηθεί πάρα πολύ, σε συνδυασμό όμως με μείωση των μισθών, δηλαδή εις βάρος της ποιότητας ζωής των πολιτών των χωρών αυτών, (κάτι που γίνεται αντιληπτό και από τις συνεχείς διαδηλώσεις τους). Δηλαδή έχουμε επίτευξη 2 ποσοτικούς στόχων, κάτι που ο Ντράγκι χαιρετίζει ως θετική εξέλιξη, αδιαφορώντας στυγνά για το αρνητικό αντίκτυπο που έχει αυτή η επίτευξη στην καθημερινότητα των πολιτών.

3. Άλλη παράδοξη συνέπεια συναφής με την προηγούμενη, είναι η γνωστή πάρα πολύ παλαιά προσήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην σταθερότητα των τιμών, ως νούμερο 1 στόχο της, (πάλι στον βωμό της ανταγωνιστικότητας), άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα της πλασματικότητας της ευημερίας στην οποία αποσκοπεί αυτή η πολιτική, αφού ακόμη και εάν είναι σταθερές οι τιμές και βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, δεν βελτιώνεται η ευημερία των πολιτών.

Εκτός των ανωτέρω η πολιτική αυτή δεν είναι κατάλληλη για την Ελλάδα και για τους ακόλουθους λόγους:

1. Απευθύνεται σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις βιομηχανιών και υπηρεσιών, και όχι στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι η δύναμη, και ο τύπος επιχείρησης που μπορούν οι Έλληνες εφόσον υπάρχει ομαλό και θεμιτό επιχειρηματικό και οικονομικό πεδίο να διαπρέψουν.

2. Απευθύνεται βασικά στις τράπεζες και στην ύπαρξη ρευστότητας και βιωσιμότητάς τους, αδιαφορώντας για το αν ή για τους όρους με τους οποίους αυτή η συνεχής ροή χρηματοδότησης και υποστήριξης των διαθεσίμων των τραπεζών περνάει στην πραγματική οικονομία.

3. Εδώ και χρόνια, δεν υπάρχει κανένας προσανατολισμός της πολιτικής αυτής στο να βρεθεί τρόπος να διοχετευθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων προς όφελος της κοινωνίας. Δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται η μεγαλύτερη και καταφανής στρέβλωση της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, που λέει ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους των επιχειρήσεων ως πρωταρχικό κίνητρο της δραστηριότητας τους οδηγεί δια μέσου της κερδοφορίας τους σε περισσότερες θέσεις εργασίας. Αποδεικνύεται συνεχώς στην πράξη, ότι ακριβώς αυτός ο στόχος, οδηγεί σε περισσότερο χρόνο εργασίας, με μικρότερη αμοιβή, και σε τοποθετήσεις-μετακίνησεις των εργαζομένων σε θέσεις εργασίας ανεξαρτήτως της βούλησής τους (κάτι που από την θεωρία του Maslow και άλλων έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μείωση της ποιότητας ζωής τους), καθώς οι επιχειρήσεις πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όσο αυξάνουν τα κέρδη τους και εφόσον μπορούν, δεν επιστρέφουν στους εργαζόμενους μέρος των κερδών αυτών.

 

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αυτή η οικονομική πολιτική όπου εφαρμόζεται η θεωρία των περισσότερων αλλά χειρότερα αμοιβόμενων θέσεων εργασίας φαίνεται να βρίσκει ικανοποιητική μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι θα μπορούν απλώς να επιβιώνουν, και όχι μια κατάσταση όπου θα βελτιώνουν συνεχώς την ποιότητα ζωής τους. Με το επιχείρημα “υπάρχουν και χειρότερα”, δηλαδή η ανεργία, ενώ θέτει τον πήχη της φιλοδοξίας πολύ ψηλά όσον αφορά τα νούμερα και την κερδοφορία των επιχειρηματιών, θέτει τον ίδιο πήχη πολύ χαμηλά όσον αφορά την ποιότητα ζωής των πολιτών. Ή ακόμη χειρότερα, αντιμετωπίζει την εργασία ως ένα είδος δουλείας, γεγονός που έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι είναι ίδιον ελιτίστικης ή απολίτιστης κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι ο προσανατολισμός της σύγχρονης ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής είναι πρωταρχικά ποσοτικός και κατά πολύ μικρότερο ποσοστό ποιοτικός. Έτσι γίνεται κατανοητό το γιατί και η κυβέρνησης λαμβάνει μέτρα που αλλάζουν μόνο νούμερα ή που έχουν επίδραση σε μετρήσεις, και δεν λαμβάνει μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα. Ένα παράδειγμα ποσοτικού στόχου χωρίς ποιοτικό χαρακτήρα, είναι όπως προαναφέρθηκε ο στόχος άυξησης θέσεων εργασίας, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη το διαθέσιμο εισόδημα που θα έχει ο εργαζόμενος ή αν η εργασία που θα βρει θα είναι αυτή που θέλει.

Ένα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα, είναι ο στόχος τα πανεπιστήμια/κολλέγια και εν γένει η εκπαίδευση να συνδέεται άρρηκτα με τις ανάγκες της βιομηχανίας και των υπηρεσιών και άρα να υπάρχουν τα αντίστοιχα πτυχία, ανεξαρτήτως της θέλησης των ανθρώπων να εκπαιδευτούν σε κάποιους άλλους τομείς που μπορεί να μην συνδέονται με τον στόχο της καλοδουλεμένης παραγωγικής μηχανής.

Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο Ντράγκι την ομιλία του: Νουθετεί τους πολιτικούς στο να συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις τους με βραβείο κατά λέξη τα ακόλουθα: ισορροπημένη ανάπτυξη, σταθερότητα τιμών, απασχόληση, και κοινωνική πρόοδο(!). Η προτεραιοποίηση που διαβάζετε είναι του Ντράγκι, που αφού παραθέτει τρεις ποσοτικούς στόχους, για πρώτη και τελευταία φορά στην ομιλία του είτε από ενοχές ή από ειρωνεία, χρησιμοποιεί την λέξη social.

 

Ευχαριστώ για την ανάγνωση

Αντώνης Μουτσέλος