Στο νέο του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Τελευταίο ταξίδι» που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο Άρης Χατζηστεφάνου αλλάζει ύφος δίνοντας μας μια ποιητική αφήγηση, στηριγμένη ωστόσο σε ένα αντικαπιταλιστικό κείμενο από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία Κίνα». Όπως λέει ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης στο tvxs.gr, «είναι όντως ένα αντικαπιταλιστικό κείμενο, αλλά με έναν επικίνδυνο τρόπο. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ο Καζαντζάκης φλέρταρε με το φασισμό».

Ads

Στην οθόνη βλέπουμε υπερδυνάμεις συγκρούονται για την κυριαρχία στην Ανατολική Ασία με φόντο μια πανδημία, η οποία το 1957 στοίχισε τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη. Η κάμερα του Άρη Χατζηστεφάνου ακολουθεί τα βήματα του Καζαντζάκη σε δυο ταξίδια που πραγματοποίησε στην Ιαπωνία, πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σχολιάζοντας παράλληλα την εικόνα της σύγχρονης Ιαπωνίας και ολόκληρου του κόσμου, με στιγμιότυπα από anime, video games και ιαπωνικά manga.

Ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «… η λέπρα του δυτικού κόσμου απλώνεται», αναρωτιέται αν θα γίνει κι αυτή η χώρα «σκλάβα της μηχανής», βλέπει προαγωγούς να πετούν νεκρά σώματα κοριτσιών στον ναό Τζόαν Τζι,  παραδέχεται ότι «ο Θεός και η πατρίδα συνεργάζονται με τους αφέντες», βλέπει γριές και κορίτσι σκυμμένες σε μια φάμπρικα που του φαίνεται σαν να περιχύθηκε με αίμα, όπως λένε οι αφηγητές Γιάννης Αγγελάκας και Όλια Λαζαρίδου.

image

Ads

image

Επέλεξες ένα κείμενο του Καζαντζάκη αντικαπιταλιστικό και ταυτόχρονα πολύ ποιητικό. Πως προέκυψε η ιδέα να το κάνεις ντοκιμαντέρ;

Θα πέρναγα ένα χρόνο στην Ιαπωνία, όταν προκηρύχθηκε ένας διαγωνισμός σεναρίου από το υπουργείο πολιτισμού και κατέθεσα την ιδέα. Σχεδόν για τυπικούς λόγους δηλαδή. Τελικά αποδείχθηκε ότι όλες οι πόρτες χρηματοδότησης ήταν ερμητικά κλειστές αλλά πλέον με είχε συναρπάσει τόσο πολύ το βιβλίο που αποφάσισα να συνεχίσω. Συνειδητοποίησα ότι είναι ένα κείμενο που εμπεριείχε όλες τις φιλοσοφικές και πολιτικές μεταλλάξεις του Καζαντζάκη τη δεκαετία του ’30.

Είναι όπως λες «αντικαπιταλιστικό» αλλά με έναν επικίνδυνο τρόπο. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ο Καζαντζάκης φλέρταρε με το φασισμό, θαύμαζε τον Φράνκο και τον Μουσολίνι και δεν είχε καταδικάσει τον Χίτλερ – στοιχεία που αποσιωπούνται από τις «αγιογραφίες» που παράγονται στο όνομά του. Όπως έλεγαν και στενοί φίλοι και μελετητές του, όπως ο Πρεβελάκης και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, τη δεκαετία του 30 «είχε χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα». Το είδα λοιπόν σαν στοίχημα. Πως μπορείς να σταθείς απέναντι σε έναν τεράστιο συγγραφέα, ο οποίος κάνει τις σωστές παρατηρήσεις για τον κόσμο γύρω του αλλά για σχεδόν δέκα χρόνια τις εντάσσει σε ένα εντελώς λάθος πολιτικό πλαίσιο. Ευτυχώς, μετά τη δολοφονία του Λόρκα στην Ισπανία, αρχίζει σταδιακά να συνειδητοποιεί τη φρίκη του φασισμού.

image

Αν όμως λες ότι σέβεσαι έναν συγγραφέα πρέπει να εξετάσεις και τις πιο σκοτεινές στιγμές του. Γι’ αυτό άφησα αποσπάσματα του βιβλίου με τα οποία διαφωνώ απόλυτα – για την ακρίβεια με εξοργίζουν. Δεν λέω περισσότερα γιατί θα είναι spoiler. 

Γιατί επέλεξες τον Γιάννη Αγγελάκα και την Όλια Λαζαρίδου;

Αναζητούσα μια φωνή για τον Καζαντζάκη που θα στεκόταν με τη δική της «προσωπικότητα» απέναντι στο κείμενο – ίσως και με μια μικρή αποστασιοποίηση – όπως το αντιμετώπιζα δηλαδή και εγώ. Δεν ήθελα έναν ηθοποιό να «μπει στο ρόλο». Όταν άκουσα ένα βίντεο στο ίντερνετ, στο οποίο ο Αγγελάκας, διάβαζε ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ήμουν πλέον σίγουρος ότι ήταν ακριβώς αυτό που ψάχναμε.

Ούτως η άλλως ο Γιάννης είχε σταθεί πολλές φορές δίπλα μας. Μας προσέφερε τη μουσική του για το ντοκιμαντέρ Debtocracy και συμμετείχε και στα γυρίσματα του Φασισμός Α.Ε.

Η επιλογή της Όλιας Λαζαρίδου ήταν πιο «προφανής», με την έννοια ότι είναι μια εξαιρετική ηθοποιός με σαγηνευτική φωνή και ταιριάζει με τον τρόπο που θα εκφραζόταν και η Ελένη Καζαντζάκη.

image

Είναι δυο πολύ διαφορετικοί τρόποι αφήγησης αλλά νομίζω έδεσαν πολύ όμορφα. 

Πόσο δύσκολη ήταν η οπτικοποίηση του κειμένου; Έκανες γυρίσματα στην Ιαπωνία;

Τα γυρίσματα στην Ιαπωνία κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο. Από τη μια είχα την πολυτέλεια να βρίσκομαι εκεί για επαγγελματικούς λόγους και από την άλλη, λόγω της πανδημίας και των λοκντάουν, ήταν πρακτικά αδύνατο να έρθει οποιοσδήποτε συνεργάτης. Οπότε έπρεπε να κάνω όλα τα γυρίσματα, την έρευνα και την παραγωγή μόνος μου. Ευτυχώς ήξερα ότι μετά θα αναλάμβανε ο Αρης Τριανταφύλλου (μοντάζ), ο Rsn (πρωτότυπη μουσική) και ο Θάνος Τσάντας (post production) για να του δώσουν την μορφή που θέλαμε. 

Το βασικότερο μου πρόβλημα ήταν ότι η Ιαπωνία έχει μια μοναδική ικανότητα να καλύπτει τη σκληρότητά της πίσω από ωραία χρώματα και όμορφες, λιτές γραμμές. Όλα πρέπει να δείχνουν cute. Υπό μια έννοια για αυτό είναι η καλύτερη εικόνα του καπιταλισμού, μέσα στον οποίο διαμορφώνεται εδώ και αιώνες. Όπως λέει και ο Καζαντζάκης, κρύβουν τα κανόνια τους πίσω από τις ανθισμένες κερασιές. Για αυτό, ενώ ξεκινήσαμε για ένα έγχρωμο ντοκιμαντέρ αρχίσαμε να σκεφτόμαστε κα την ιδέα του ασπρόμαυρου, το οποίο παρουσιάζει μια άλλη πραγματικότητα. Δεν έχουμε εγκαταλείψει όμως το χρώμα. Θα υπάρξει και συνέχεια.  

image

Ο συγγραφέας αναρωτιέται στην αρχή αν θα γίνει τούτη η χαριτωμένη χώρα σκλάβα της μηχανής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «όλες οι μεγάλες πολιτείες από ανατολή έως δύση θα φαντάζουν στο μέλλον σαν μυθολογικά τέρατα που τρώγαν ανθρώπους». Είναι ένα συμπέρασμα από το οποίο απομακρύνεται ο σύγχρονος άνθρωπος που δεν έχει ζήσει τη μετάβαση;

Έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από το πρώτο ταξίδι του στην Ιαπωνία, οπότε θεωρητικά θα έπρεπε σήμερα να κοιτάμε πίσω και να βλέπουμε εκείνη τη φάση του καπιταλισμού σαν μυθολογικό τέρας που έτρωγε ανθρώπους. Δυστυχώς ζούμε ακόμη σε μια εποχή που τρώει ανθρώπους οπότε η αλλαγή δεν μας είναι προφανής. Οι ανισότητες σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερες και από την εποχή του Καζαντζάκη – σχεδόν προσεγγίζουν τα επίπεδα πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Απλώς σήμερα αναθέτουμε τη φρίκη σαν υπεργολαβία: αφήνουμε να φτιάχνουν τα  φθηνά μπλουζάκια και τα παπούτσια μας στο Μπαγκλαντές και νομίζουμε ότι προοδεύσαμε από τις φάμπρικες που περιγράφει ο Καζαντζάκης.     

image

Ο Καζαντζάκης προσπαθεί μάταια να δει την ομορφιά της νέας πραγματικότητας ωστόσο βλέπει τις φάμπρικες λουσμένες στο αίμα, ρωτάει τον βιομήχανο πόσο πληρώνονται οι εργάτριες, σημειώνει πως κάθε βράδυ οι προαγωγοί πετούσαν πτώματα κοριτσιών στον ναό Τζόκαν Τζι. Τι ήθελε να πει με αυτό το κείμενο κατά τη γνώμη σου, τι αναφορά είχε στην εποχή του;

Το ενδιαφέρον με το κείμενο, που προέρχεται από το βιβλίο «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία- Κίνα» είναι ότι το έγραφε με την δημοσιογραφική του ιδιότητα, παρά το γεγονός ότι συμπυκνώνει όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική του διαδρομή από τη δεκαετία του ’20 και του ’30. Έκανε απλώς τη «δουλειά» του καταγράφοντας την πραγματικότητα. Αλλά φυσικά το έκανε χρησιμοποιώντας τη μοναδική αφηγηματική του ικανότητα απορρίπτοντας την ψευτο – αντικειμενικότητα που έχουν οι δημοσιογραφικές αποστολές σήμερα. 

image

image

Τι αναφορά έχει στη δική μας εποχή; Έχει σχέση η επιλογή σου αυτή με τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων στην παγκόσμια σκακιέρα;

Οι συνθήκες που περιγράφονται στο βιβλίο, από τα δυο ταξίδια του Καζαντζάκη στην Ιαπωνία είναι – τηρουμένων των αναλογιών – σχεδόν πανομοιότυπες με τις σημερινές. Έχει προηγηθεί μια χρηματοπιστωτική κατάρρευση (όπως το 1929), υπερδυνάμεις ανταγωνίζονται για τον έλεγχο της Ασίας ενώ στο δεύτερο ταξίδι του μια πανδημία έρχεται να θυμίσει σε όλους πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η ανάκαμψη.

Ο Καζαντζάκης προέβλεψε πριν από έναν αιώνα ότι το επίκεντρο της σύγκρουσης θα μετατοπιστεί στην Ασία. Απλώς το έκανε λίγο νωρίτερα από την εποχή του.   

image