Πριν λίγες μέρες, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο έφερε στο φως στοιχεία που φανερώνουν δραματική υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση του πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων μάθαμε ότι το ΕΜΠ υποχρεώθηκε την τελευταία 15ετία να λειτουργεί σταδιακά με προϋπολογισμό μειωμένο κατά 63,6%, καθηγητικό προσωπικό μειωμένο κατά 36% και άλλο προσωπικό μειωμένο κατά 1,6%, την στιγμή που οι φοιτητές έχουν αυξηθεί κατά 20,7%. Ακολούθησε ανάλογη ανακοίνωση και από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Ads

Το tvxs αναζήτησε αντιπρυτάνεις οικονομικών κι άλλων πανεπιστημίων της χώρας για το ρεπορτάζ που ακολουθεί, το οποίο διαπιστώνει ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί παντού, ενώ σε ορισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα.

Όσο για τα χρηματοδοτικά προγράμματα στα οποία αναφέρθηκε ο υπουργός παιδείας προ ημερών, η απάντηση των καθηγητών είναι παντού η ίδια: «Πως θα αποσπάσουμε αυτή τη χρηματοδότηση χωρίς προσωπικό να τρέξει τα προγράμματα;».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το επίπεδο των δημοσίων πανεπιστημίων παραμένει υψηλό στις διεθνείς λίστες σε μια άνιση μάχη με πανεπιστήμια με υπερπολλαπλάσια χρηματοδότηση.

Ads

Ο κώδωνας του κινδύνου που κρούουν τα δημόσια πανεπιστήμια ακούγεται ηχηρά εν μέσω της αναμονής του νομοσχεδίου που θα αφορά μη κερδοσκοπικά, μη κρατικά και δημόσια Πανεπιστήμια.

«Οι επιχορηγήσεις για λειτουργικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, από 5.566.000 ευρώ που ήταν το 2008 μειώθηκαν σε μόλις 2.071.580 το 2023 (σε τρέχουσες τιμές)» λέει στο tvxs ο Χρήστος Παπαθεοδώρου, Αντιπρύτανης Οικονομικών, Προγραμματισμού και Ανάπτυξης Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

«Η μείωση αυτή, σε τρέχουσες τιμές είναι περίπου 63% ενώ σε σταθερές τιμές (υπολογίζοντας δηλαδή την επίδραση του πληθωρισμού) είναι περισσότερο από 66%. Δηλαδή το ίδρυμα καλείται σήμερα να καλύψει αντίστοιχες (και μάλιστα αυξημένες) ανάγκες για λειτουργικές δαπάνες με λιγότερο από το 33% της αντίστοιχης επιχορήγησης που είχαν το 2008!».

Η υποχρηματοδότηση είναι ένα μέρος όμως της απαξίωσης του δημοσίου πανεπιστημίου. Τα πανεπιστήμια καλούνται να ανταπεξέλθουν όχι μόνο με δραματικές μειώσεις δαπανών αλλά και με σημαντική υποστελέχωση την ώρα που αυξάνονται οι φοιτητές σε αρκετά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο κ. Παπαθεοδώρου υπογραμμίζει πως:

«Ενώ την ίδια χρονική περίοδο δεν έχει μειωθεί αλλά αντίστοιχα έχει αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων φοιτητών, έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των μελών ΔΕΠ (Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό) από 261 το 2010 σε μόλις 190 το 2023 και του Διοικητικού Προσωπικού από 158 το 2010 σε 96 το 2023».

Ο κ. Γιώργος Τζιρτζιλάκης, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συμπληρώνει πως «Όταν μιλάμε για μεγάλη έλλειψη προσωπικού δεν αναφερόμαστε μόνο σε διδακτικό προσωπικό αλλά και διοικητικό, υπαλλήλους, γραμματείες κ.α.»

Ερώτημα προς τον υπουργό: Πως θα απορροφήσουμε τα κονδύλια χωρίς προσωπικό;

Ο κ. Πιερρακάκης σε πρόσφατη συνέντευξη του χαρακτήρισε «ανακριβείς, φανταστικά σενάρια και fake news», τις κατηγορίες κατά της κυβέρνησης για υποχρηματοδότηση, υποβάθμιση και απαξίωση των δημόσιων ΑΕΙ, με στόχο την ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

«Από το Ταμείο Ανάκαμψης, ειδικά τώρα ενδεικτικά αναφέρω ότι τα δημόσια πανεπιστήμια θα λάβουν επιπροσθέτως 113 εκατ. ευρώ για αγορά ερευνητικού εξοπλισμού και ενίσχυση καινοτομικής δραστηριότητας». Τι απαντούν οι αντιπρυτάνεις οικονομικών;

«Η υποχρηματοδότηση είναι δεδομένη. Αν δει κανείς τις λειτουργικές δαπάνες το 2010 σε σχέση με σήμερα το αντιλαμβάνεται.» λέει στο tvxs ο κ. Κωνσταντίνος Χαλιορής, Αντιπρύτανης Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ο οποίος απαντά στα λεγόμενα του κ. Πιερρακάκη σχετικά με τα κονδύλια:

«Είπε ο υπουργός ότι αυξήθηκε ο προϋπολογισμός, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο. Δόθηκαν χρηματοδοτικά εργαλεία, ναι, αλλά κάποιος πρέπει να τα χειριστεί. Αν δεν έχεις διοικητικό προσωπικό πως θα τα διαχειριστούμε αυτά, πως θα πάρουμε τα χρήματα να τα κάνουμε ερευνητικό εξοπλισμό ή κάτι άλλο; Ποιος θα ασχοληθεί με την έρευνα και την καινοτομία αν δεν υπάρχει προσωπικό;» επισημαίνει.

Ο κ. Παπαθεοδώρου προσθέτει:

«Για να τα βγάλουμε πέρα, κάνουμε ιεράρχηση αναγκών, αναζητάμε πόρους από άλλες πηγές. Αυτό όμως θα πρέπει να έχεις κατάλληλο προσωπικό. Παραδείγματος χάρη, υπήρχε πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Όμως η απορρόφηση κονδυλίων για έργα, σημαίνει ότι έχεις προσωπικό για να κάνεις το έργο. Υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία για την όποια δαπάνη κάνουμε. Άρα, μείωση προσωπικού σημαίνει μείωση δυνατότητας να απορροφήσεις πόρους. Σκεφτείτε μια υποστελεχωμένη υπηρεσία του πανεπιστημίου να απευθύνεται σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες επίσης υποστελεχωμένες».

Ο κ. Παπαθεοδώρου θέτει κι ένα άλλο θέμα, τις διαφορετικές ταχύτητες των πανεπιστημίων.

«Αυτό που αναφέρεται στην έκθεση πολυτεχνείου είναι πρόβλημα όλων των ιδρυμάτων, όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη επίσης ότι δεν είναι ίδια η χρηματοδότηση παντού.

Όσον αφορά στο Πάντειο, η χρηματοδότηση που έχει σχέση με την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες, είναι μικρότερη από εκείνες τεχνικών. Υπήρχε προτροπή από την κυβέρνηση να χρηματοδοτηθούν τα πανεπιστήμια μέσω ΕΛΚΕ (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας). Κι αυτό όμως δεν είναι για όλα τα πανεπιστήμια. Για παράδειγμα οι ιατρικές σχολές έχουν δυνατότητα να το κάνουν. Στα πανεπιστήμια κοινωνικών επιστημών, που η χρηματοδότηση για κοινωνική έρευνα είναι πολύ χαμηλή, η δυνατότητα να έχεις πόρους από ΕΛΚΕ για να χρηματοδοτήσεις άλλες δράσεις είναι μικρές».

Έργο υψηλού επιπέδου σε συνθήκες ένδειας

«Παρ’ όλη την χαμηλή χρηματοδότηση το διδακτικό και ερευνητικό έργο που παράγεται στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια είναι είναι πολύ υψηλού επιπέδου, εφάμιλλο (και συχνά καλύτερο) ιδρυμάτων με πολλαπλάσια χρηματοδότηση ανά φοιτητή και μέλος ΔΕΠ» λέει ο Χρ. Παπαθεοδώρου.

Ο κ. Τζιρτζιλάκης προσθέτει πως:

«Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει επιδείξει σπουδαία δουλειά. Ερευνητές διακεκριμένοι συμπεριλαμβάνονται σε κορυφαίες θέσεις διεθνώς. Πολλοί από αυτούς είναι σε ελληνικά πανεπιστήμια. Μιλάω όμως και για τους επιστήμονες μας στο εξωτερικό που θα έπρεπε να είναι εδώ. Έχουμε δωρίσει προσωπικό σε ξένες χώρες. Ο άλλος ξοδεύει λεφτά για να εκπαιδευτεί, τον έχουμε πληρώσει εμείς για να γίνει γιατρός και πάει δώρο στο πανεπιστήμιο της Γερμανίας. Αλλά και συλλογικά ως πανεπιστήμια έχουμε πολύ καλούς δείκτες. Ανεξάρτητα με το τι θα γίνει με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα δημόσια πρέπει να στηριχτούν και αν στηριχτούν θα υπερέχουν γιατί το επίπεδο είναι πολύ υψηλό. Δεν έχουμε εξαντλήσει τις δυνατότητες μας ενώ παλεύουμε σε συνθήκες υποχρηματοδότησης και με μια τεράστια γραφειοκρατία που δεν έχει απλοποιηθεί τόσα χρόνια».

Ο κ. Παπαθεοδώρου υπογραμμίζει κάτι αυτονόητο το οποίο δεν έχει φωτιστεί αρκετά:

«Αν σταθμιστεί το έργο των ελληνικών πανεπιστημίων, με βάση τη χρηματοδότηση τους θα καταταχθούν στην κορυφή της παγκόσμιας λίστας. Υπάρχουν τέτοιες λίστες και είμαστε πολύ ψηλά. Ας μη συγκρινόμαστε με πανεπιστήμια που έχουν 20πλάσια χρηματοδότηση. Είναι άδικη σύγκριση. Έχουμε πολύ καλά εκπαιδευτικά και ερευνητικά αποτελέσματα αν το συγκρίνουμε με τους πόρους που έχουμε. Και υπολογίστε πως γενικά η χρηματοδότηση για έρευνα στην Ελλάδα, είναι πολύ χαμηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού μέσου όρου».

Το ερώτημα είναι, για πόσο ακόμα και με τι κόστος, αν η πολιτεία δεν στηρίξει ουσιαστικά τα δημόσια πανεπιστήμια.