Στο στόχαστρο της εκκλησίας βρέθηκε πρόσφατα η εταιρεία Ντίσνεϊ. O Κρίστοφερ Τζέιμισον, ηγούμενος της μονής του Γουόρθ στο Δυτικό Σάσσεξ της Αγγλίας, την κατηγόρησε ότι, με τα ηθικά διδάγματα των ιστοριών της, επιχειρεί να πουλήσει τα προϊόντα της και να μετατρέψει την Ντίσνεϊλαντ σε σύγχρονο «τόπο προσκυνήματος».Ο γνωστός από τη συμμετοχή του στη σειρά του BBC «Το Μοναστήρι» ηγούμενος, προειδοποίησε ότι η Ντίσνεϊ προωθεί τον καταναλωτισμό ως εναλλακτική στην επίτευξη της προσωπικής ευτυχίας. Ενώ αναγνώρισε ότι οι ιστορίες της μεταφέρουν το μήνυμα της νίκης του Καλού εναντίον του Κακού, υπογράμμισε την προσπάθεια της εταιρείας να πείσει τον κόσμο ότι, προκειμένου να είναι μια «καλή και ευτυχισμένη οικογένεια», πρέπει να αγοράζει τα προϊόντα της.

Ads

«Το μήνυμα πίσω από κάθε ταινία και βιβλίο, πίσω από κάθε θεματικό πάρκο και μπλουζάκι είναι ότι ο κόσμος των παιδιών μας έχει ανάγκη την Ντίσνεϊ» σχολίασε ο κληρικός. «Ενώ κάποτε η αιωνιότητα και το νόημα της ζωής ήταν μέρος της –δωρεάν– κουλτούρας μας, σήμερα οι πολυεθνικές μας τα πωλούν ως προϊόντα».

Ο Τζέιμισον ισχυρίστηκε πως εταιρίες, όπως η Ντίσνεϊ, στοχεύουν στο να προκαλέσουν εθισμό στον καταναλωτισμό, σημειώνοντας πως «καταλαμβάνουν την φαντασία μας. Αφού μπουν εκεί, μπορούν να μας κάνουν ατέρμονα άπληστους. Και αυτό ακριβώς κάνουν».

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ντίσνεϊ κατηγορείται για απόπειρα χειραγώγησης του κοινού. Για την ακρίβεια, η λίστα των επικριτών της γνωστής εταιρείας, δεν παύει να μεγαλώνει.

Ads

Η προπαγάνδα στη Λιμνούπολη

Πριν από 25 χρόνια ένας άλλος συγγραφέας, ο Άριελ Ντόρφμαν, στο βιβλίο του «Πώς πρέπει να διαβάζεται ο Ντόναλντ Ντακ» υπέδειξε ότι οι ιστορίες της Ντίσνεϊ, πέρα από τον διασκεδαστικό τους χαρακτήρα, αποτελούν εγχειρίδιο οδηγιών για το πώς πρέπει να είναι η σχέση των υπανάπτυκτων και φτωχών χωρών με τα κέντρα του καπιταλισμού.

Διατύπωσε την άποψη ότι, πίσω από τον μύθο της Ντίσνεϊ, κρύβονται προπαγανδιστικά μηνύματα υπέρ του καπιταλισμού και του μυθικού «αμερικάνικου τρόπου ζωής».

«Ο Ουόλτ Ντίσνεϊ πήρε παρθένες περιοχές των ΗΠΑ και κατασκεύασε τα παλάτια της Ντίσνεϊλαντ, του μαγεμένου βασιλείου» έγραφε ο Ντόρφμαν. «Όταν στρέφεται στον υπόλοιπο κόσμο, επιχειρεί να τον παρουσιάσει με την ίδια οπτική, σαν να είναι γη προς εποικισμό, της οποίας οι φανταστικοί κάτοικοι οφείλουν να συμμορφωθούν στην άποψη της Ντίσνεϊ για το πως πρέπει να είναι. Αν κάποιες ξένες χώρες τολμήσουν να υπονοήσουν σύγκρουση με τις ΗΠΑ, όπως το Βιετνάμ ή οι χώρες της Καραϊβικής, τότε αυτές γελοιοποιούνται και οι επαναστατικοί αγώνες τους χαρακτηρίζονται μπανάλ. Ενώ ο στρατός χτυπάει τους επαναστάτες με τα όπλα, η Ντίσνεϊ τους χτυπάει με τις ιστορίες της. Είναι δυο οι μορφές της δολοφονίας: αυτή του αίματος και αυτή της αθωότητας», αναφέρεται στο βιβλίο.

Ο Ντόναλντ, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι η προσωποποίηση του αστικού τρόπου σκέψης, η συμβολική έκφραση μιας κουλτούρας που συσχετίζει τις αξίες της με το χρήμα και απενοχοποιεί το ρόλο του στην κοινωνία.

Ο ίδιος ο Ουόλτ Ντίσνεϊ, μια αναγνωρισμένα χαρισματική προσωπικότητα ως δημιουργός, θεωρούσε τον εαυτό του όχι μόνο καλλιτέχνη αλλά και ηθικό καθοδηγητή, με στόχο να μορφώσει και να συνεισφέρει στην διατήρηση της αμερικανικής κουλτούρας και ιστορίας.

Τα προπαγανδιστικά κινούμενα σχέδια του κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν το ισχυρότερο παράδειγμα αυτής του της αντίληψης.

Εφάρμοσε τις πεποιθήσεις και τις αξίες του σε οτιδήποτε παρήγαγε η εταιρεία του. Η καπιταλιστική ιδεολογία του, που τον οδήγησε στην επιτυχία, αντανακλάται στην εξέλιξη της εταιρείας του, αλλά και μέσα σε όλα της τα έργα, από το ξεκίνημα μέχρι σήμερα.